Άρειος Πάγος (Α2 Τμήμα)
Αριθμός απόφασης: 343/2017
Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2017, σελ. 464.
Πρόεδρος: Δ. Παπαντωνοπούλου (Aντιπρόεδρος Αρείου Πάγου) Εισηγητής: Δ. Κράνης (Aρεοπαγίτης)
Δικηγόροι αναιρεσείοντος: Ι. Δεληκωστόπουλος, Γ. Κοπακάκης
Δικηγόρος αναιρεσιβλήτου: Α. Ηλιόκαυτος
Προϋποθέσεις προστασίας πνευματικών έργων. Προκειμένου να διαπιστωθεί από το δικαστήριο αν το επίδικο πνευματικό δημιούργημα πληροί τις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2121/1993, αν επομένως αυτό είναι πρωτότυπο, δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση στο δικαστήριο του υλικού φορέα στον οποίο είναι ενσωματωμένο. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 γ΄ ΚΠολΔ. Για την πληρότητα του ως άνω αναιρετικού λόγου πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, καθώς και ο αποδεικνυόμενος από αυτό ισχυρισμός.
Kείμενο απόφασης
[…1. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τ η ν τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 3692/2014 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε στην ουσία την από 15.11.2013 έφεση του αναιρεσείοντος ενώ δέχθηκε τν από 19.11.2003 αντίθετη έφεση του αναιρεσιβλήτου και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4729/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί εν μέρει την εναντίον του από 21.5.2007 αγωγή του αναιρεσείοντος απέρριψε ακολούθως την αγωγή αυτή, με την οποία ο τελευταίος επικαλούμενος παράνομη και υπαίτια από μέρους του αναιρεσιβλήτου προσβολή του δικαιώματός του πνευματικής ιδιοκτησίας σε μουσική σύνθεσή του, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί το σχετικό του δικαίωμα, καθώς και η υποχρέωση του αντιδίκου του να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή του για την ηθική βλάβη που του προξένησε με την ως άνω προσβολή.
2. Από την παραδεκτή κατά το άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και τα ακόλουθα: «Αμφότεροι οι διάδικοι είναι ερμηνευτές λαϊκών τραγουδιών και μουσικοσυνθέτες (…). Στις 21.5.2005 ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσίβλητος) συμμετέσχε σε ευρωπαϊκό μουσικό διαγωνισμό με το τραγούδι “…”, του οποίου είχε συνθέσει τη μουσική και κατέκτησε την πρώτη θέση, γεγονός που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Στις 26.5.2005 ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων), παρότι, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, είχε ήδη ακούσει το επίδικο τραγούδι τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου 2005, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή και ισχυρίστηκε ότι μέρος της μουσικής σύνθεσης του ανωτέρω τραγουδιού ήταν το κύριο μέρος μιας από τις μουσικές συνθέσεις που είχε παραδώσει στον εναγόμενο τον Απρίλιο του 2004, προκειμένου να τις συμπεριλάβει στον επόμενο ψηφιακό δίσκο που θα κυκλοφορούσε. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος επί του οποίου στηρίζεται η ένδικη αγωγή του, δεν αποδείχθηκε, καθόσον δεν υπάρχει ο υλικός φορέας της δικής του μουσικής σύνθεσης μεγάλο μέρος της οποίας όπως ισχυρίζεται, αντέγραψε ο εναγόμενος με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η σύγκριση των δύο μουσικών συνθέσεων, ώστε να διαπιστωθεί εάν μέρος της δεύτερης αποτελεί αντιγραφή της πρώτης Ειδικότερα, για να κριθεί από το Δικαστήριο εάν το πνευματικό δημιούργημα του ενάγοντος ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας του άρθρ. 2 § 1 του ν. 2121/1993, δηλαδή εάν είναι πρωτότυπο, στοιχείο απαραίτητο για να απολαύει προστασίας από τον ως άνω νόμο, αλλά και για να κριθεί εάν μέρος αυτού ή στο σύνολό του έχει χρησιμοποιηθεί προκειμένου να δημιουργηθεί η μουσική σύνθεση του εναγομένου, καθίσταται απαραίτητη η ύπαρξη του υλικού φορέα της επίμαχης μουσικής σύνθεσης του ενάγοντος και η προσκόμισή του στο Δικαστήριο, γεγονός που δεν έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Επισημαίνεται ότι ακόμη και στη γνωμοδότηση – μουσική ανάλυση του Α.Κ., την οποία προσάγει ο ενάγων προς απόδειξη του αγωγικού του ισχυρισμού περί προσβολής της πνευματικής του ιδιοκτησίας ο ανωτέρω δεν αναφέρει εάν για τη διαμόρφωση της άποψής του έλαβε υπόψη του σχετική ηχητική αποτύπωση της μουσικής σύνθεσης του ενάγοντος σε ψηφιακό δίσκο, αλλά ούτε και παραθέτει οποιαδήποτε προσδιοριστικά στοιχεία ταυτότητας του υλικού φορέα που του παραδόθηκε προς σύγκριση με τη μουσική σύνθεση του εναγομένου.» Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος και την απέρριψε, εξαφανίζοντας την αντίθετη πρωτόδικη απόφαση κατά παραδοχή της έφεσης του αναιρεσιβλήτου.
Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ΄ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης διαμορφώνοντας το διατακτικό της αποφάσεως (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Για την ίδρυση, πάντως του παραπάνω λόγου αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 798/2010). Για την πληρότητα, όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει, επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο, με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 767/2014).
Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι, παρόλο που προσκόμισε με επίκληση στο Εφετείο, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, αφενός μεν αντίγραφο της συνέντευξης του αναιρεσιβλήτου στο περιοδικό «…», που κυκλοφόρησε στις ….6.2005, αφετέρου δε αντίγραφο της υπ’ αριθ. 36718/2007 αποφάσεως και πρακτικών του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αντίδικός του κρίθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του για όσα ψευδή ανέφερε στην ως άνω συνέντευξή του, εντούτοις παρά το νόμο δεν λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα αυτά από το Εφετείο, αν και ήταν κρίσιμα για την έκβαση της δίκης δεδομένου ότι στα έγγραφα αυτά στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο η πρωτόδικη απόφαση για να δεχθεί την ένδικη αγωγή. Ειδικότερα, στην ως άνω συνέντευξη, που δόθηκε ύστερα από την καταγγελία του αναιρεσείοντος ότι στο τραγούδι «…» έχει χωρίς την άδειά του ενσωματωθεί μέρος δικής του μουσικής συνθέσεως ο αναιρεσίβλητος ανέφερε, μεταξύ άλλων, όπως δεν αμφισβητείται, ότι «δεν μπορώ να εξηγήσω πώς με ποιες διαδικασίες ένας άνθρωπος (δηλαδή ο αναιρεσείων) μπορεί να μεταφράσει τη σύμπτωση (δηλαδή μεταξύ των δύο μουσικών συνθέσεων) σε προμελετημένη κλοπή …, του είπα (δηλ. στον αναιρεσείοντα) ότι τον καταλαβαίνω πως αισθάνεται γι’ αυτή την τεράστια, ατυχή σύμπτωση», σε ερώτηση δε της δημοσιογράφου, αν το τραγούδι «…» μοιάζει με τη σύνθεση του αναιρεσείοντος απάντησε «σαφέστατα». Εξ άλλου, στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απολογούμενος ο αναιρεσίβλητος δήλωσε, όπως επίσης δεν αμφισβητείται, ότι «μου έδωσε (ο αναιρεσείων) τέσσερα τραγούδια και υπήρχε ένα τραγούδι με 3-4 νότες που ήταν κοινές και του είπα ότι συμβαίνουν αυτά, μπορεί το μυαλό μου να συμπέσει σε τρεις νότες …».
Με δεδομένο ότι από μόνα τα παραπάνω έγγραφα προκύπτει μερική τουλάχιστον σύμπτωση μεταξύ των δύο μουσικών συνθέσεων, έτσι ώστε να δικαιολογείται κατ’ αρχήν η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής ακόμη και χωρίς την προσκόμιση του ψηφιακού δίσκου, στον οποίο έχει εγγραφεί η μουσική σύνθεση του αναιρεσείοντος δεν καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο ότι το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή, έχοντας λάβει υπόψη του και τα έγγραφα αυτά. Συνεπώς είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ΄ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ…]