Άρειος Πάγος (Α2 Τμήμα)
Αριθμός απόφασης: 1134/2019
Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2019, σελ. 658.
Πρόεδρος: Ιωσήφ Ταλαγανίδης (Aντιπρόεδρος Αρείου Πάγου)
Εισηγήτρια: Κ. Μαυρικοπούλου (Aρεοπαγίτης)
Δικηγόροι αναιρεσείοντος: Ι. Δεληκωστόπουλος, Γ. Κοπακάκης
Δικηγόρος αναιρεσιβλήτου: Κ. Μακαρώνας
Π ε ρ ί λ η ψ η
Ερμηνεία δικαιοπραξιών (ΑΚ 173 και 200). Παράλληλη σύναψη αφενός σύμβασης αγοράς μετοχών ανώνυμης εταιρείας από αλλοδαπό επενδυτή και αφετέρου συμφωνητικού μετόχων (ιδίως σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος ψήφου και τη διοίκηση της εταιρείας). Υπαναχώρηση του επενδυτή-αγοραστή από τη σύμβαση πώλησης των μετοχών λόγω αθέτησης του συμφωνητικού μετόχων εκ μέρους των πωλητών. Αναζήτηση του βαθμού εξάρτησης μεταξύ των δύο ως άνω συμβάσεων· ιδίως εξέταση του ζητήματος αν η παραβίαση του συμφωνητικού των μετόχων, και ειδικότερα η παράλειψη εξασφάλισης υπέρ του επενδυτή της δυνατότητας ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση της εταιρείας, συνιστά ουσιώδη παραβίαση και της σύμβασης πώλησης των μετοχών. Αναιρείται η απόφαση του Εφετείου διότι κατά τη διαδικασία ανεύρεσης της αληθινής βούλησης των μερών το δικαστήριο αρκέστηκε στη γραμματική ερμηνεία των επίμαχων συμφωνιών, χωρίς να λάβει υπόψη του περιστατικά κρίσιμα κατά την καλή πίστη για τον εντοπισμό του αμοιβαία αποδεκτού νοήματος των δηλώσεων βουλήσεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 200 ΑΚ (όπως π.χ. τον οικονομικό σκοπό των παραπάνω συμβάσεων, τα δικαιολογημένα συμφέροντα της αναιρεσείουσας εταιρείας, ως αλλοδαπού επενδυτή στην Ελλάδα, τη συνηθισμένη σε τέτοιες συναλλαγές εξασφάλιση της συμμετοχής του επενδυτή στη διοίκηση της εταιρείας κ.ά).
Σ χ ε τ ι κ έ ς Δ ι α τ ά ξ ε ι ς
Διατάξεις: ΑΚ 173, 200
K ε ί μ ε ν ο α π ό φ α σ η ς
[…Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα περιστατικά: «… Οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι (και ήδη αναιρεσίβλητοι) ήταν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία N.» και με διακριτικό τίτλο «N. ΑΕ», η οποία είχε συσταθεί με την 13510/4.4.1994 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Κ., σε συνδυασμό με την 13544/21.4.1994 διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου και της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 5.430.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.357.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 ευρώ εκάστη. Από τις μετοχές αυτές 1.018.125, που αντιπροσωπεύουν το 75% του συνόλου, ανήκαν στον πρώτο εναγόμενο και 339.375 που αντιπροσωπεύουν το 25% του συνόλου, ανήκαν στο δεύτερο εναγόμενο. Αντικείμενο δραστηριότητας της εταιρείας ήταν η παραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία ελαιολάδου και σπορέλαιων, καθώς και η εμπορία δημητριακών, τυριών, γάλακτος και ζυμαρικών. Μεταξύ των εφεσίβλητων-εναγομένων, μετόχων της ανωτέρω εταιρείας και της εκκαλούσας- ενάγουσας (και ήδη αναιρεσείουσας), στις 13.3.2008, καταρτίστηκαν Τεύχος Ιανουαρίου δύο συμβάσεις και ειδικά η από 13.3.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας και το με ίδια ημερομηνία συμφωνητικό μετόχων. Με την πρώτη εξ αυτών σύμβαση πώλησης μετοχών και σύμφωνα με τον όρο 05 της σύμβασης, ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει στην ενάγουσα 325.800 μετοχές και ο δεύτερος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει σε αυτήν 135.750 μετοχές, έτσι ώστε η ενάγουσα να λάβει συνολικά 461.550 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 34% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, ενώ ο πρώτος εκ των εναγομένων να κατέχει, μετά την ολοκλήρωση της πώλησης, 692.325 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 51% και ο δεύτερος 203.625 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 15% του μετοχικού κεφαλαίου. Το συνολικό τίμημα για την πώληση των μετοχών συμφωνήθηκε (όρος 07 της σύμβασης) στο ποσό των 7.820.000 ευρώ, (5.520.000 ευρώ στον πρώτο εναγόμενο και 2.300.000 ευρώ στον δεύτερο εναγόμενο). Το τίμημα προσδιορίστηκε, κατά τον όρο 07.02, στο παραπάνω ποσό με βάση τη συμφωνηθείσα εκτίμηση της εταιρείας στο συνολικό ύψος των 23.000.000 ευρώ, που έγινε με τη μέθοδο της προεξόφλησης των ταμειακών ροών και με βάση τις δηλώσεις, υποσχέσεις και εγγυήσεις των πωλητών-εναγομένων, που αναφέρονται στον όρο 09 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο οι πωλητές, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο έναντι της αγοράστριας, υπόσχονται ότι έχουν την πλήρη κυριότητα των μετοχών, ότι η μεταβίβαση των μετοχών δεν είναι αντίθετη με τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι τρίτων, ότι οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας έχουν συνταχθεί νόμιμα και με ακρίβεια αποτυπώνουν την αληθή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, ότι δεν έχει επέλθει και δεν θα επέλθει μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών δυσμενής μεταβολή στην νομική, οικονομική ή επιχειρηματική κατάσταση της εταιρείας, ότι αυτή είναι κυρία των συγκεκριμένων ακινήτων, ότι η εταιρεία δεν οφείλει ποσά προς τρίτους, πέραν των συνήθων συναλλαγών αυτής, ότι τηρεί τις φορολογικές της υποχρεώσεις και ότι δεν υφίστανται γεγονότα που να απειλούν επιβολή προστίμων ή έγερση αξιώσεων κατ’ αυτής, ούτε υφίστανται εκκρεμείς υποχρεώσεις προς τρίτους, πέραν του τραπεζικού δανεισμού και των υποχρεώσεων της εταιρείας από τις συνήθεις συναλλαγές της. Περαιτέρω, με τον όρο 08 της σύμβασης ρυθμίζεται η καταβολή του τιμήματος και ειδικά ότι θα καταβαλλόταν αυτό με δύο ή περισσότερες επιταγές που θα παραδίδονταν αντίστοιχα σε κάθε ένα πωλητή, εφόσον συνέτρεχαν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) καταβολή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του φόρου μεταβίβασης για την εν λόγω πώληση μετοχών, 2) ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών με υπογραφή των πράξεων μεταβίβασης των μετοχών προς την αγοράστρια και καταχώρηση μερίδας της αγοράστριας στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, 3) υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων που προβλέπεται στον όρο 14, 4) συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας κατά την οποία α) θα παραιτούνταν τρία μέλη του υφισταμένου επταμελούς διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και στη θέση τους θα ορίζονταν προσωρινοί σύμβουλοι οι P.Ρ., D.P. και L.P. και β) θα αποφασιζόταν η έκδοση προσωρινών τίτλων για όλες τις μετοχές της εταιρείας και 5) έκδοση με βάση την ανωτέρω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου στο όνομα της αγοράστριας προσωρινού τίτλου μετοχών για όλες τις μετοχές και παράδοση του σε αυτήν και επιπλέον ότι ποσοστό 15% του τιμήματος θα πιστωθεί και θα κατατεθεί ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή του 85% του τιμήματος στον προβλεπόμενο στον όρο 12 της σύμβασης τραπεζικό λογαριασμό που θα ανοιχθεί επ’ ονόματι των δύο πωλητών και της αγοράστριας, προκειμένου να καταβληθεί αργότερα στους πωλητές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους όρους 12 και 13. Επίσης, με τον όρο 11 της σύμβασης, που αφορά τις αποζημιώσεις, συμφωνήθηκε ότι στην περίπτωση που οι δοθείσες με τον όρο 9 υποσχέσεις και εγγυήσεις αναδειχθούν ανακριβείς ή δεν τηρηθούν και επέλθει εξ αυτού οικονομική ζημία είτε της αγοράστριας είτε της εταιρείας, οι πωλητές αναλαμβάνουν, σε ολόκληρο ο καθένας, την υποχρέωση να αποζημιώσουν την αγοράστρια, αν μεν η ζημία επέλθει στην τελευταία, με την καταβολή ποσού ίσου με την ζημία που υπέστη, αν δε επέλθει στην εταιρεία είτε με την καταβολή ποσού ίσου με το ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία είτε με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με ποσό ίσο με τη ζημία, αύξηση που θα καλύψουν οι πωλητές. Τέλος, με τον όρο 14 της σύμβασης, που αφορά το συμφωνητικό μετόχων, συμφωνήθηκε ότι αμέσως με την υπογραφή της παρούσας σύμβασης, θα υπογραφεί μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνητικό μετόχων που θα περιέχει πρόσθετες συμφωνίες μεταξύ αυτών, τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τον τρόπο αναδιάρθρωσης και εφεξής διοίκησης αυτής, τις απαραίτητες τροποποιήσεις του καταστατικού κλπ. Ακολούθως, με τη δεύτερη σύμβαση, που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων την ίδια ημερομηνία (13.3.2008) και τιτλοφορείται «συμφωνητικό μετόχων» γίνεται αρχικά αναφορά περί της σύναψης της σύμβασης πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας, που ήδη ανωτέρω αναφέρεται και της μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας, όπως θα διαμορφωθεί με την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών. Στη συνέχεια με τον όρο 03 του συμφωνητικού, οι συμβαλλόμενοι εκθέτουν ότι δικαιοπρακτικό θεμέλιο για τη σύναψη της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις ακόλουθες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ περίπου και ειδικά […]. Ακολούθως, με τον όρο 05 του συμφωνητικού ορίζουν ότι μετά τα ανωτέρω και προκειμένου τα συμβαλλόμενα μέρη να αποσαφηνίσουν τις σχέσεις και υποχρεώσεις τους ως μετόχων της εταιρείας τόσο μεταξύ τους όσο και μεταξύ αυτών και της εταιρείας, αλλά και να ορίσουν τον τρόπο διοίκησης και μελλοντικής λειτουργίας αυτής μετά την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών στην ενάγουσα προέβησαν στις αναφερόμενες στους επόμενους όρους του συμφωνητικού ρυθμίσεις. Ειδικότερα, μεταξύ των συμφωνηθέντων, προβλέφθηκε με τον όρο 06 ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα απαρτίζεται από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα θα επιλέγονται από τον μέτοχο ή τους μετόχους που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των μετοχών που ανήκουν στους παλαιούς μετόχους ή τους δικαιοδόχους αυτών και τρία θα επιλέγονται από τη νέα μέτοχο, στον όρο 11 ότι σε περίπτωση παραίτησης, αποχώρησης, θανάτου ή παύσης με οποιονδήποτε τρόπο μέλους του διοικητικού συμβουλίου που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και εγγυώνται όπως τα υπόλοιπα μέρη του διοικητικού συμβουλίου ψηφίσουν ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους το πρόσωπο εκείνο που θα υποδειχθεί από την πλευρά αυτή, στον όρο 12 ότι οι ακόλουθες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη πάντα γνώμη της νέας μετόχου και συνεπώς εάν λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση θα απαιτείται απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και εάν από το διοικητικό συμβούλιο θα απαιτείται πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών αυτού και ειδικά: α) αύξηση ή μείωση του εταιρικού κεφαλαίου, β) διανομή μερισμάτων, γ) εκλογή ορκωτών ελεγκτών και καθορισμός της αμοιβής τους, δ) διενέργεια πάσης φύσεως επενδύσεων αξίας άνω των 250.000 ευρώ κατά περίπτωση ή άνω των 500.000 ευρώ ετησίως καθώς και εξαγορές, συγχωνεύσεις και άσκηση νέων δραστηριοτήτων της εταιρείας, ε) αγορά, πώληση ή μίσθωση παγίων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, στ) υποθήκευση ή ενεχύραση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, ζ) χάραξη, καθορισμός και τυχόν αναπροσαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου της εταιρείας, η) σύναψη πάσης φύσεως μακροπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανειακών συμβάσεων, θ) ίδρυση θυγατρικών εταιρειών ή υποκαταστημάτων της εταιρείας και ι) πρόσληψη ανώτατων στελεχών της εταιρείας και καθορισμός των αποδοχών και των βασικών όρων των συμβάσεων εργασίας τους, καθώς και λύση των συμβάσεων είτε με καταγγελία είτε συμβατικά, στον όρο 23 ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και υπόσχονται να ψηφίζουν στα αρμόδια προς τούτο όργανα της εταιρείας έτσι ώστε να υλοποιούνται οι ανωτέρω συμφωνίες τους και στον όρο 24 προβλέφθηκε η ανατροπή της σύμβασης πώλησης των μετοχών για την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά τη μεταβίβαση 461.550 μετοχών, λόγω πώλησης, για την οποία καταρτίστηκε η από 17.4.2008 σύμβαση και καταβλήθηκε ο σχετικός φόρος, όπως προκύπτει από τα 2190/16.4.2008 και 2191/16.4.2008 διπλότυπα είσπραξης εκδοθέντα από τη Δ.Ο.Υ. Αταλάντης, έγινε σχετική καταχώριση στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, στην οποία συμμετείχαν ο πρώτος εναγόμενος με 692.325 μετοχές, ο δεύτερος εναγόμενος με 203.625 μετοχές και η ενάγουσα με 461.550 μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 51%, 15% και 34% του μετοχικού κεφαλαίου, αντίστοιχα. Επίσης, με την από 23.6.2009 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, το μετοχικό κεφάλαιό της αυξήθηκε κατά το ποσό του 1.850.000 ευρώ και ανήλθε σε 7.280.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.820.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 ευρώ η καθεμία και στην αύξηση αυτή συμμετείχαν οι διάδικοι ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους και συγκεκριμένα […]. Από το έτος 2010 δημιουργήθηκαν προβλήματα στη συνεργασία των δύο πλευρών και ειδικά κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 27.1.2010 ελήφθη με πλειοψηφία των 4/7 των μελών του, δηλαδή με τις ψήφους του πρώτου εναγομένου, του δεύτερου εναγομένου, του Ν. Ζ. και του Ι. Ζ., μειοψηφησάντων των τριών υπολοίπων μελών του P. P., D. P. και Γ. Μ. που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα, η απόφαση ότι την εταιρεία εκπροσωπούν, δεσμεύουν και διοικούν για όλα τα ζητήματα οι εναγόμενοι, ενεργώντας από κοινού ή χωριστά με την υπογραφή του ενός εξ αυτών υπό την εταιρική σφραγίδα και επιπλέον ότι ο πρώτος εναγόμενος εκπροσωπεί την εταιρεία μόνος του στις αγορές και τις πωλήσεις προϊόντων. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατά παράβαση του ανωτέρω αναφερόμενου όρου 12 του από 13.3.2008 συμφωνητικού μετόχων. Επίσης, στις 23.4.2010 συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, προκειμένου να εκλέξει αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους του Γ. Μ., ο οποίος είχε εκλεγεί καθ’ υπόδειξη της ενάγουσας, η οποία διά του μέλους του διοικητικού συμβουλίου P. Ρ. υπέδειξε ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους Γ. Μ. τον Ι. Χ. του Γ., ενώ ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου Γ. Μ. (δεύτερος εναγόμενος) εισηγήθηκε να εκλεγεί ως νέο μέλος του διοικητικού συμβουλίου ο Χ. Κ. του Ι. Κατά την ψηφοφορία τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα P. P. και D. P. ψήφισαν υπέρ της εκλογής του Ι. Χ., ενώ τα υπόλοιπα μέλη, δηλαδή οι εναγόμενοι, ο Ν. Ζ. και ο Ι. Ζ. ψήφισαν υπέρ της εκλογής του Χ. Κ. Με την απόφαση αυτή παραβιάστηκαν οι υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι με τους όρους 06 και 11 του από 13.3.2008 συμφωνητικού μετόχων. Η εκκαλούσα-ενάγουσα, λόγω των ανωτέρω αθετήσεων, που όπως εκθέτει, αφορούν την υποχρέωση των εναγομένων να της παράσχουν και να της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, προέβη σε δήλωση υπαναχώρησης της σύμβασης πώλησης μετοχών, την οποία επέδωσε στον μεν πρώτο εναγόμενο στις 17,9.2010, στο δε δεύτερο εναγόμενο στις 22.9.2010 … Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η σύμβαση πώλησης των μετοχών και το συμφωνητικό μετόχων αποτελεί μία ενιαία σύμβαση και ότι οι υποχρεώσεις των εναγομένων, που ανέλαβαν με το συμφωνητικό μετόχων, συνιστούν την κύρια παροχή τους, ήτοι την παροχή προς την ενάγουσα να της παράσχουν και της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ότι η αθέτηση της ανωτέρω υποχρέωσης των εναγομένων είναι τόσο ουσιώδης, ώστε αναιρεί το συμφέρον της στην αγορά ποσοστού 34% των μετοχών και ότι λόγω της ουσιώδους, παράνομης και υπαίτιας αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων αυτή δικαιούται, κατά την ΑΚ 383, να υπαναχωρήσει από την οπό 13.3.2003 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.3.2008 συμφωνητικό μετόχων, ισχυρισμοί που αμφισβητούνται από τους εναγομένους. Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη και της αμφισβήτησης των εναγομένων, γεννάται ζήτημα ερμηνείας των επίδικων συμβάσεων, προκειμένου να ανευρεθεί το ισχύον και αποφασιστικό νόημα που ήθελαν τα μέρη ως προς ανωτέρω αμφισβητούμενο ζήτημα. Εκ των ανωτέρω προβλεπόμενων στις συμβάσεις, ερμηνευμένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη και χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173, 200), προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκαν δύο συμβάσεις σε διαφορετικά έγγραφα, αλλά την ίδια ημερομηνία και σε κάθε μία εκ των συμβάσεων γίνεται αναφορά της άλλης. Έτσι, στην μεν σύμβαση πώλησης μετοχών γίνεται μνεία του συμφωνητικού μετόχων τόσο στον όρο 08 (γ), που αφορά την καταβολή του τιμήματος, ανάγοντας την υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων σε προϋπόθεση της καταβολής του τιμήματος πώλησης των μετοχών, και στον όρο 14, όπου συμφωνείται η υπογραφή και του συμφωνητικού μετόχων που θα περιέχει πρόσθετες συμφωνίες, τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τον τρόπο αναδιάρθρωσης και εφεξής διοίκησης αυτής κλπ. Στο δε συμφωνητικό μετόχων γίνεται μνεία της σύμβασης πώλησης στον όρο 01, που αναφέρεται στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, στον όρο 02, όπου εκθέτει τη μετοχική σύνθεση της εταιρείας μετά την πώληση των μετοχών, στον όρο 03 όπου εκτίθεται ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις καθοριζόμενες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ, και στον όρο 24, που αφορά την ανατροπή της σύμβασης πώλησης των μετοχών κατά την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Περαιτέρω, ρητά δηλώνεται στο συμφωνητικό μετόχων (όρος 03) ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης πώλησης μετοχών και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση των δραστηριοτήτων της εταιρείας, όπως ανωτέρω αναφέρεται και όχι, όπως διατείνεται η εκκαλούσα-ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, το δικαίωμα για ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, το οποίο, επιπλέον, δεν αποτελούσε και κύρια υποχρέωση στη σύμβαση πώλησης, αφού η κύρια παροχή είναι η μεταβίβαση των μετοχών κατά κυριότητα και η παράδοση αυτών στην αγοράστρια-ενάγουσα. Επίσης, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, εξαρτήθηκε με τον όρο 08 (γ) της σύμβασης πώλησης των μετοχών η καταβολή του τιμήματος για την αγορά των μετοχών, από την κατάρτιση του συμφωνητικού μετόχων, κατά τον όρο 14 της σύμβασης. Όμως, με τον όρο 14 της σύμβασης πώλησης, πέραν της υποχρέωσης υπογραφής και του συμφωνητικού μετόχων, υποχρέωση που τηρήθηκε, γενική κατεύθυνση δίνεται περί του περιεχομένου αυτού, χωρίς να εκτίθενται, πολύ δε περισσότερο, να εξειδικεύονται εκείνα τα στοιχεία που κατά την εκκαλούσα-ενάγουσα αποτελούν ουσιώδη και θεμελιώδη για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης μετοχών, και ειδικά την υποχρέωση των εναγομένων-πωλητών και ήδη αναιρεσιβλήτων να εξασφαλίσουν την ισότιμη συμμετοχή της ενάγουσας-αγοράστριας στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ακολούθως, με το συμφωνητικό μετόχων καθορίζονται οι σχέσεις των συμβαλλόμενων μετά την ολοκλήρωση της πώλησης και της μεταβίβασης των μετοχών· η διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με το συμφωνητικό αυτό έγινε, σύμφωνα με τους όρους 13 και 14 του συμφωνητικού μετόχων, με την ανάληψη της υποχρέωσης για σύγκληση καθολικής έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων για να τροποποιηθούν οι διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας, ώστε να δίνεται η δυνατότητα ορισμού του 1/3 των μελών του διοικητικού συμβουλίου από την εκκαλούσα-ενάγουσα, να διασφαλίζονται τα οριζόμενα στον όρο 12 του συμφωνητικού μετόχων και να συμπεριληφθεί δικαίωμα προτίμησης των μετόχων σε περίπτωση εκποίησης μετοχών της εταιρείας, γεγονότα που έλαβαν χώρα και έγιναν οι σχετικές συμβατικά οριζόμενες τροποποιήσεις. Επίσης, προβλέφθηκε, με τον όρο 24 του συμφωνητικού μετόχων, η ανατροπή της σύμβασης πώλησης μετοχών και αφού είχαν ήδη ρυθμιστεί οι σχέσεις των συμβαλλόμενων ως μετόχων πλέον της εταιρείας, μόνο για την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη με τον όρο 14 του συμφωνητικού αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Μάλιστα, στον ανωτέρω όρο (24) του συμφωνητικού μετόχων, γίνεται ρητή αναφορά τόσο του όρου 03, όσο και του όρου 14, από τα οποία συνάγεται ότι τα μέρη απέβλεπαν με τη σύμβαση πώλησης στην επέκταση της εταιρείας και στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της με την πραγματοποίηση των προβλεπόμενων στο συμφωνητικό επενδύσεων και στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις με ίδια κεφάλαια. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένωση δύο τύπων συμβάσεων, κατά τέτοιο τρόπο που να δημιουργείται κάποια εξάρτηση μεταξύ τους ως προς τη νομική μεταχείριση τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρηθεί ενιαία σύμβαση, υπαγόμενη σε ενιαίους κανόνες. Έτσι, λοιπόν, καθεμία από τις συμβάσεις και στον βαθμό που δεν υπάρχει εξάρτηση από την άλλη, διέπεται από τους δικούς της κανόνες, αφού δεν πρόκειται για ενιαία (δηλαδή μικτή) σύμβαση. Οι ανωτέρω δε αθετήσεις των συμφωνηθέντων εκ μέρους των εφεσίβλητων-εναγομένων και ειδικά οι δύο αποφάσεις (27.1.2010 και 23.4.2010) του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, αποτελούν παραβάσεις των υποχρεώσεων που οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν πρωτίστως με το τροποποιημένο με βάση τις προβλέψεις του συμφωνητικού μετόχων, καταστατικό της εταιρείας και δευτερευόντως των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με το συμφωνητικό μετόχων, δεδομένου ότι πράγματι τροποποιήθηκε το καταστατικό κατά τα προβλεπόμενα στο συμφωνητικό, που, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, αποτελούσε τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με το συμφωνητικό μετόχων. Η παραβίαση όμως αυτή δεν αποτελεί και παράβαση κύριας και ουσιώδους υποχρέωσης που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι-πωλητές με τη σύμβαση πώλησης, έτσι ώστε να μπορεί η εκκαλούσα να ασκήσει το κατά την ΑΚ 383 δικαίωμα υπαναχώρησης. Και αυτά διότι το δικαίωμα της ισότιμης συμμετοχής της εκκαλούσας στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, που φέρεται ότι προσβλήθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, δεν αποτελεί κύρια παροχή των εφεσίβλητων στη σύμβαση πώλησης, ούτε δε συνιστά πλημμελή εκπλήρωση και μάλιστα τόσο ουσιώδη, ώστε η εκκαλούσα ως δανείστρια να μην έχει συμφέρον στην πλημμελή παροχή και να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης. Περαιτέρω, δεν συντρέχει και περίπτωση ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου της σύμβασης πώλησης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εκκαλούσα και η συνεπεία της ανατροπής διορθωτική λειτουργία της ΑΚ 288, που εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως, καθόσον, όπως ρητά συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη, με τον όρο 03 του συμφωνητικού μετόχων, δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις αναφερόμενες στο συμφωνητικό επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ και όχι η ισότιμη, όπως διατείνεται η εκκαλούσα, συμμετοχή της στις εσωτερικές υποθέσεις». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη.
Η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου, όπως αυτός ορθά εκτιμάται, επικαλείται την παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο, μολονότι εδέχθη την ύπαρξη ασάφειας και κενού στη δήλωση των συμβαλλομένων περί της εννοίας της κρίσιμης για τη διάγνωση της προκειμένης υποθέσεως, από 13/3/2008 σύμβασης πώλησης μετοχών και με την ίδια ημερομηνία συμφωνητικού μετόχων, και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα του αν αντικείμενο της συμφωνηθείσας τότε προστασίας ήταν ή όχι, πέραν του ποσοστού συμμετοχής 34% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου, και το δικαίωμα για ισότιμη και ασύμμετρη προς το μειοψηφικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της «… Ανώνυμης Βιομηχανικής Εταιρείας …» και ενόψει αυτού προέβη σε ερμηνεία τούτου, και αναζήτησε το αληθινό νόημα της βούλησης των συμβαλλομένων, με αναφορά στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες όμως εφάρμοσε εσφαλμένα με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένο συμπέρασμα. Ειδικότερα, από τις παραπάνω παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι σε αυτές περιέχεται σαφής διαπίστωση κενού και ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη διαλαμβανόμενη στην από 13-3-2008 σύμβαση πώλησης μετοχών και στο με την ίδια ημερομηνία συμφωνητικό μετόχων, τα οποία καταρτίστηκαν και υττογράφηκαν ταυτόχρονα μεταξύ των διαδίκων, ως προς το ζήτημα αν οι αντισυμβαλλόμενοι των νόμιμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας ανέλαβαν με αυτή την υποχρέωση να προστατεύσουν το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία «… Ανώνυμη Βιομηχανική Εταιρεία …», δηλαδή το 34% του μετοχικού κεφαλαίου, ή και την ισότιμη με τους αναιρεσίβλητους συμμετοχή τους στη διοίκηση της …, έτσι ώστε η σύμφωνη γνώμη των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας να είναι απαραίτητη για τη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων επί όλων των σημαντικών θεμάτων της διοίκησής της. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε αναγκαία, για την αναζήτηση της αληθινής των συμβαλλόμενων, την προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε στο μείζονα συλλογισμό της, με την επίκληση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, για την αναζήτηση της ρύθμισης που τα μέρη ήθελαν, λαμβανομένων υπόψη, ενδεικτικά, των τυχόν διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν, το ιδιαίτερο νομικό και πραγματικό αποτέλεσμα που επεδίωκαν, τον οικονομικό σκοπό της σύμβασης, τα συμφέροντα του αποδέκτη της δήλωσης και το συσχετισμό με άλλες διατάξεις που τυχόν υπάρχουν και που μπορεί να αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Περαιτέρω ωστόσο το Εφετείο, εσφαλμένα δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά, που έκρινε ως αποδειχθέντα, υπάγονταν στο εννοιολογικό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, και δη στους ερμηνευτικούς κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή της συμπεριφοράς που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου καθώς και των συναλλακτικών ηθών, ήτοι των συνηθισμένων στις συναλλαγές τρόπων ενέργειας. Ειδικότερα, κατά τις πραγματικές παραδοχές του Εφετείου: α) Στις 13-3-2008 καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων δυο συμβάσεις, η πρώτη πώλησης στην ενάγουσα 461.550 μετοχών, που αναλογούν σε ποσοστό 34% του μετοχικού κεφαλαίου, αντί τιμήματος 7.820.000 ευρώ συνολικά, και η δεύτερη, τιτλοφορούμενη ως «συμφωνητικό μετόχων», που αφορούσε τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου, τον τρόπο αναδιάρθρωσης της εταιρείας και εφεξής διοίκησης αυτής, τις απαραίτητες τροποποιήσεις του καταστατικού και ότι κατά τον 03 όρο του συμφωνητικού δικαιοπρακτικό θεμέλιο για τη σύναψη της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας, με τις αναφερόμενες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ. β) Τρία (3) μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας από τα επτά (7) συνολικά, θα επιλέγονται από τη νέα μέτοχο, δηλαδή την ενάγουσα, ενώ ορισμένες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη γνώμη της νέας μετόχου, ούτως ώστε στη μεν γενική συνέλευση θα απαιτείται απαρτία και πλειοψηφία των 2/3, στο δε διοικητικό συμβούλιο πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών του. γ) Ότι στις 27-1-2010 και στις 23-4-2010 ο 12ος όρος του συμφωνητικού μετόχων, σχετικά με τη διοίκηση της εταιρείας, παραβιάστηκε από τους εναγόμενους, λόγος για τον οποίο η ενάγουσα υπαναχώρησε από τη σύμβαση πώλησης των μετοχών στις 17-9-2010. δ) Ότι στις πιο πάνω, από 13- 3-2008 ταυτόχρονες συμβάσεις, σε κάθε μία γίνεται αναφορά της άλλης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται κάποια εξάρτηση μεταξύ τους ως προς τη νομική μεταχείρισή τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρηθεί ενιαία σύμβαση, υπαγόμενη σε ενιαίους κανόνες. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχτηκε ότι οι παραπάνω από 27-1-2010 και 23-4-2010 παραβάσεις των υποχρεώσεων των εναγομένων αναιρεσιβλήτων, που αυτοί είχαν αναλάβει με το από 13-3-2008 συμφωνητικό μετόχων, αποτελούν πρωτίστως παραβάσεις, του τροποποιημένου με βάση τις προβλέψεις του συμφωνητικού αυτού, καταστατικού της εταιρείας και δευτερευόντως παραβάσεις υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό το συμφωνητικό, ούτε δε παραβάσεις ουσιωδών όρων της σύμβασης πώλησης. Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα αναιρεσείουσα δεν διατηρεί δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης, κατά το άρθρο 383 ΑΚ.
Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, όμως, αναζήτησε το νόημα της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων, αρκούμενο ουσιαστικά στη γραμματική ερμηνεία των επίδικων, από 13-3-2008, δύο (2) συμφωνητικών, χωρίς να παραθέτει πραγματικά περιστατικά, δεκτικά υπαγωγής στην έννοια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που επικαλείται επιγραμματικά ως ερμηνευτικούς κανόνες. Ειδικότερα, ενόψει και της ταυτόχρονης υπογραφής των δύο συμφωνητικών δεν κάνει αναφορά στον οικονομικό σκοπό των παραπάνω συμβάσεων, στο αποτέλεσμα που επεδίωκε και στα συμφέροντα της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, ως αλλοδαπού επενδυτή στην Ελλάδα, στους συνηθισμένους στις συναλλαγές τρόπους ενέργειας τέτοιων επενδύσεων, με την εξασφάλιση δηλαδή της βιωσιμότητας τους, διά της συμμετοχής του επενδυτή στη διοίκηση της εταιρείας, και μάλιστα με τη δυνατότητα αποφασιστικού επηρεασμού της πορείας των εταιρικών υποθέσεων, όπως άλλωστε προκύπτει και από το σχετικό όρο του συμφωνητικού μετόχων, που περιλαμβάνεται στις παραδοχές του Εφετείου, έτσι ώστε να εκτιμηθεί εάν είχε συμφέρον να προβεί στην επένδυση, χωρίς την τήρηση των όρων που εγγυώνται τη βιωσιμότητα της επένδυσης.
Επομένως, το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ με την εσφαλμένη εφαρμογή τους και πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ…]