Μηνιαία αρχεία:

Οκτώβριος 2021

Σχέση σύμβασης πώλησης μετοχών και συμφωνίας μετόχων στην περίπτωση στρατηγικής επένδυσης

Σχέση σύμβασης πώλησης μετοχών και συμφωνίας μετόχων στην περίπτωση στρατηγικής επένδυσης 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Εφετείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 2805/2021

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2021, σελ. 522

Πρόεδρος: Ελ. Παπαδοπούλου (Πρόεδρος Εφετών) Εισηγήτρια: Χαρ. Ηλιοπούλου (Εφέτης)

Δικηγόροι εκκαλούσας: Γ. Κοπακάκης, Ι. Δεληκωστόπουλος 

Δικηγόρος εφεσιβλήτων: Κ. Μακαρώνας

Ταυτόχρονη κατάρτιση αφενός «Συμφωνητικού μετόχων» και αφετέρου «Σύμβασης πώλησης μετοχών». Διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στις δύο ως άνω συμβάσεις κατ’ εφαρμογήν των ερμηνευτικών κανόνων των ΑΚ 173 και 200. Το δικαστήριο κρίνει ότι οι δύο συμφωνίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση κύριας (η πρώτη) προς παρεπόμενη (η δεύτερη), με συνέπεια η αθέτηση της συμφωνίας των μετόχων να δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, την υπαναχώρηση από την πώληση (λόγω έκλειψης του συμφέροντος του αγοραστή για διατήρηση της επένδυσής του). Σε μια τέτοια περίπτωση ο πωλητής υποχρεούται σε απόδοση του ληφθέντος τιμήματος με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (αιτία λήξασα). Σε περίπτωση περισσότερων πωλητών-υποχρέων σε απόδοση του πλουτισμού, αυτοί ευθύνονται έναντι του δότη διαιρετώς και όχι εις ολόκληρον.

Σ χ ε τ ι κ έ ς Δ ι α τ ά ξ ε ι ς: ΑΚ 173, 200, 904

 

Κείμενο απόφασης

[…Επί της παραπάνω αναιρέσεως, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1134/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθώς δέχθηκε, κατ’ αρχήν ότι υπήρχε ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία των εκτιθεμένων στην αγωγή συμβάσεων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, πλην όμως έσφαλε κατά την κρίση του ότι τα πραγματικά περιστατικά που έκρινε ως αποδειχθέντα υπάγονται στο εννοιολογικό εύρος των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ και ειδικότερα, διότι αρκέσθηκε στη γραμματική ερμηνεία των δύο επιδίκων συμφωνητικών, χωρίς να κάνει αναφορά στον οικονομικό σκοπό των συμβάσεων, στο αποτέλεσμα που επεδίωκε και στα συμφέροντα της ενάγουσας, ως αλλοδαπού επενδυτή στην Ελλάδα, στους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας τέτοιων επενδύσεων, με την εξασφάλιση, δηλαδή, της βιωσιμότητάς τους, διά της συμμετοχής του επενδυτή στη διοίκηση της εταιρείας έτσι, ώστε να εκτιμηθεί εάν είχε συμφέρον η ενάγουσα να προβεί στην επένδυση, χωρίς την τήρηση των όρων, που εγγυώνται τη βιωσιμότητα της επενδύσεως. Ακολούθως, με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτός ο μοναδικός αναιρετικός λόγος, που στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ και αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 3157/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στο σύνολό της και παραπέμφθηκε προς εκδίκαση, ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου για εκδίκαση της εφέσεως από άλλους Δικαστές. Νομίμως δε φέρεται ήδη προς νέα εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αυτή η έφεση […], κατά της υπ’ αριθμ. 2537/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την από 17.12.2019 κλήση της εκκαλούσας-ενάγουσας […], μετά την έκδοση της προεκτεθείσας υπ’ αριθμ. 1134/2019 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 3157/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υποθέσεως προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συγκροτούμενου από διαφορετικούς από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση Δικαστές. […]

Επί των ως άνω δύο αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν με τις ασκηθείσες (αντιστοίχως για κάθε αγωγή) πρόσθετες (υπέρ της εκεί εναγομένης εταιρείας «[…]») παρεμβάσεις των ήδη εναγομένων-εφεσιβλήτων, εξεδόθησαν οι υπ’ αριθμ. 85/24.5.2013 και 86/24.5.2013 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των εν λόγω αποφάσεων του Δ.Σ. λόγω αντιθέσεώς τους στις διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας (και όχι λόγω αντιθέσεώς τους στην εξωεταιρική συμφωνία λόγω της ισχύος αυτής μόνο μεταξύ των διαδίκων) με βάση τις διατάξεις του άρθρου 35α του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 και 281 του ΑΚ και, συνακολούθως, απερρίφθησαν οι αντίστοιχες πρόσθετες παρεμβάσεις των ήδη εναγομένων-εφεσιβλήτων. Ειδικότερα, με τις ως άνω οριστικές δικαστικές αποφάσεις αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των δύο αποφάσεων του Δ.Σ. λόγω καταχρήσεως της εξουσίας της πλειοψηφίας. Περί της τελεσιδικίας ή μη των ως άνω δικαστικών αποφάσεων αμφότερες οι διάδικες πλευρές σιωπούν, με τους εναγόμενους-εφεσίβλητους να εκθέτουν μόνο με την πρωτοδίκως κατατεθείσα προσθήκη επί των εγγράφων προτάσεών τους ότι οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν επιδοθεί στην Εταιρεία «[…]» και ότι οι ίδιοι προτίθεντο να προκαλέσουν συνεδρίαση του Δ.Σ. αυτής, προκειμένου να αποφασισθεί η κατά των αποφάσεων αυτών άσκηση εφέσεως, χωρίς, όμως, να εκθέτουν με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εάν ασκήθηκε πράγματι έφεση. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα είχε ασκήσει και την από 25.2.2010 αίτησή της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία έγινε δεκτή και εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1120/2010 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη προσωρινά η ισχύς της από 27.1.2010 αποφάσεως του Δ.Σ. της εταιρείας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της σχετικής αγωγής που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Οι ανωτέρω δύο αποφάσεις του Δ.Σ. (27.1.2010 και 23.4.2010) συνιστούσαν, πράγματι, παράβαση των υποχρεώσεων, που οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει με το «Συμφωνητικό Μετόχων», καθώς με τη μεν πρώτη εξ αυτών το Δ.Σ. της εταιρείας με απλή πλειοψηφία των 4/7 των μελών του αποφάσισε να ανατεθεί η αποκλειστική εκπροσώπηση, διαχείριση και διοίκηση όλων των εταιρικών υποθέσεων στους εναγόμενους-εφεσίβλητους, σε αντίθεση με όσα είχαν συμφωνηθεί με το

«Συμφωνητικό Μετόχων», ήτοι ότι οι σημαντικότερες αποφάσεις θα λαμβάνονταν με τη σύμφωνη πάντα γνώμη της εκκαλούσας-ενάγουσας, με τη δε δεύτερη εξ αυτών τοποθετήθηκε στη θέση του παραιτηθέντος μέλους του Δ.Σ., που είχε επιλεγεί από την εκκαλούσα-ενάγουσα, πρόσωπο επιλογής των εναγομένων-εφεσιβλήτων κατά προφανή παράβαση του υπ’ αριθμ. 6 όρου του «Συμφωνητικού Μετόχων». Δηλαδή, με τις δύο ως άνω αποφάσεις του Δ.Σ. της Εταιρείας οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι πέτυχαν ουσιαστικά την αποβολή και εξοβελισμό της εκκαλούσας-ενάγουσας από την Εταιρεία, αποδυναμώνοντας την επιρροή της στο ελάχιστο (Γνωμοδότηση Μαριάνου Καράση, Ομότιμου Καθηγητή, Αντεπ. Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, προσκομιζ.). Στις 17.9.2010 και 22.9.2010, η εκκαλούσα-ενάγουσα απέστειλε προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων- εφεσιβλήτων, αντίστοιχα, την από 17.9.2010 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία δήλωνε ότι υπαναχωρεί από τη με ημερομηνία 13.3.2008 «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», επικαλούμενη την αθέτηση εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων της υποχρεώσεως που αυτοί είχαν αναλάβει με βάση και το από 13.3.2008 «Συμφωνητικό Μετόχων», το οποίο, όπως εξέθετε στην εξώδικη δήλωσή της, υπεγράφη ταυτόχρονα με τη «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», έτσι ώστε να συναποτελέσουν μία ενιαία και αδιαίρετη σύμβαση, να εξασφαλίσουν την ισότιμη συμμετοχή της (της εκκαλούσας-ενάγουσας) στη διοίκηση και διαχείριση της Εταιρείας. Εξέθετε δε η εκκαλούσα-ενάγουσα στην εν λόγω εξώδικη δήλωση ότι η προεκτεθείσα αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως των εναγομένων-εφεσιβλήτων έλαβε χώρα με τη λήψη των από 27.1.2010 και 23.4.2010 αποφάσεων του Δ.Σ. και ότι λόγω των αποφάσεων αυτών η ίδια (η εκκαλούσα-ενάγουσα), μη έχουσα πλέον συμφέρον στη «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», υπαναχωρούσε από αυτήν, ζητώντας την επιστροφή του καταβληθέντος από αυτήν τιμήματος των 7.820.000 ευρώ, με ταυτόχρονη επιστροφή εκ μέρους της των μετοχών.

Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψιν και της αμφισβητήσεως των εναγομένων-εφεσιβλήτων, γεννάται ζήτημα ερμηνείας των επίδικων συμβάσεων, προκειμένου να ανευρεθεί το ισχύον και αποφασιστικό νόημα που ήθελαν τα μέρη. Από την ερμηνεία των δύο ως άνω συμβάσεων, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψιν και τα συναλλακτικά ήθη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173 και 200), προκύπτει ότι αυτές συνδέονταν μεταξύ τους εις τρόπον, ώστε να αποτελούν μία ενιαία σύμβαση υπό την έννοια ότι η μία δεν θα υπήρχε χωρίς την άλλη. Έτσι, λοιπόν, σταθμίζοντας στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, τόσον τα επιχειρηματικά και επιχειρησιακά συμφέροντα, στα οποία απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη και λαμβάνοντας προς τούτο επίσης υπόψιν και αποδεικτικά μέσα και στοιχεία και εκτός του περιεχομένου των ερμηνευτέων συμβάσεων, το Δικαστήριο τούτο καταλήγει στην κρίση ότι η «Σύμβαση πωλήσεως μετοχών» και το «Συμφωνητικό Μετόχων», που υπεγράφησαν με ξεχωριστά μεν έγγραφα αλλά ταυτόχρονα κατά την ίδια ημερομηνία (13.3.2008) αποτελούν μία ενιαία σύμβαση, με την πρώτη εξ αυτών να συνιστά την κύρια σύμβαση και τη δεύτερη εξ αυτών να συνιστά παρεπόμενη συμφωνία. Με την κύρια σύμβαση («Σύμβαση πωλήσεως μετοχών») αναλαμβάνονται οι κύριες υποχρεώσεις των μερών (πώληση και μεταβίβαση των μετοχών και καταβολή του τιμήματος) και προσδιορίζεται ο τρόπος εκπληρώσεως αυτών και η ευθύνη των μερών περί μη εκπληρώσεως, ενώ παρέχονται και πληροφορίες για τη νόμιμη και υγιή λειτουργία της εταιρείας, ενώ με την παρεπόμενη συμφωνία («Συμφωνητικό Μετόχων») συνάπτονται πρόσθετες συμφωνίες (όπως, συμμετοχή της αγοράστριας εταιρείας στο Δ.Σ. της Εταιρείας «[…]» με συγκεκριμένο αριθμό μελών κατ’ ελάχιστο, μελλοντικές επενδύσεις της τελευταίας εταιρείας, λειτουργία του Δ.Σ., δικαίωμα προτιμήσεως των μετοχών, ισότιμη συμμετοχή σε συγκεκριμένες αποφάσεις κ.λπ.), οι οποίες (πρόσθετες συμφωνίες) αποτέλεσαν, όμως, προϋποθέσεις για την αγορά των μετοχών από την εκκαλούσα-ενάγουσα και χωρίς τις οποίες αυτή δεν προέβαινε στην αγορά των μετοχών. Στην κρίση αυτή, καταλήγει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν: α) ότι τα δύο συμφωνητικά υπεγράφησαν ταυτόχρονα, κατά την αυτή ημερομηνία, β) ότι στη «Σύμβαση Πωλήσεως μετοχών» τέθηκε όρος (8.01), με τον οποίο, εξαρτήθηκε η καταβολή του 85% του τιμήματος στους πωλητές από την υπογραφή του «Συμφωνητικού Μετόχων», που προβλέφθηκε με ξεχωριστό όρο (υπ’ αριθμ. 14) της Συμβάσεως Πωλήσεως Μετοχών, με τον οποίο (όρο) συμφωνήθηκε η υπογραφή «συμφωνητικού μετόχων», το οποίο θα περιείχε «πρόσθετες συμφωνίες», δηλαδή πρόσθετες προς την κύρια σύμβαση συμφωνίες, γ) ότι στο ίδιο το «Συμφωνητικό Μετόχων» περιέχεται ρητή αναφορά στα τρία πρώτα άρθρα του στη «Σύμβαση Πώλησης μετοχών», στη νέα μετοχική σύνθεση της εταιρείας και στη σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας, ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο της πωλήσεως, δ) ότι στις ανωτέρω συμβάσεις συμβαλλόμενοι ήταν όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας «[…]», δηλαδή πρόκειται για «καθολική» εξωεταιρική συμφωνία, που συνηγορεί υπέρ της ώσμωσης της εξωεταιρικής συμφωνίας με την κύρια συμφωνία, αλλά και με την καταστατική συμφωνία (πρβλ. Γεωργίου Μιχαλόπουλου, Σύγχρονες τάσεις του Δικαίου της Α.Ε.: Από την καταστατική αυστηρότητα στην ώσμωση με τις εξωεταιρικές συμφωνίες, ΕπισκΕμπΔ 2008, 963-986), ε) ότι με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας είθισται (και, μάλιστα, σε διεθνές επίπεδο) να συνάπτονται συμβάσεις μετόχων στενά συνδεδεμένες εσωτερικά με συμβάσεις αγοράς μετοχών, οπότε ο πυρήνας του συμβατικού συμπλέγματος είναι βασικά μία σχέση οικονομικής συναλλαγής. Σε τέτοιες μικτές μορφές συμβάσεων, οι εφαρμοστέοι κανόνες στην κύρια σύμβαση (αγορά) είναι, επίσης, κατά κύριο λόγο εφαρμοστέοι και στη Σύμβαση Μετόχων, σε περίπτωση δε συγκρούσεως η σύμβαση που θεωρείται η κύρια έχει προτεραιότητα έναντι της δευτερεύουσας, όπου η αρχή της καλής πίστεως (άρθρο 288 του ΑΚ) χαράσσει μία γενική γραμμή. Ιδιαίτερα δε τούτο συνηθίζεται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο νέος μέτοχος αποκτά μειοψηφικό πακέτο μετοχών, που δεν του προσδίδει τυπικώς δικαιώματα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, πλην όμως βούληση και των δύο συμβαλλομένων μερών (αγοραστή και πωλητή των μετοχών) είναι η συμφωνία, ο νέος μέτοχος, παρά το μειοψηφικό πακέτο μετοχών που αγοράζει, να αποκτά ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, διαφορετικά, δεν θα υπήρχε ανάγκη συνάψεως τέτοιας εξωεταιρικής συμφωνίας. Η παραβίαση δε της συμβάσεως μετόχων, που καταρτίσθηκε από όλους τους μετόχους, «λειτουργεί» ως παραβίαση υποχρεώσεως εμπιστοσύνης, που είτε τερματίζει τα αποτελέσματα των αλληλοεξαρτώμενων πράξεων, συγκεκριμένα της μεταβιβάσεως των μετοχών, είτε δίδει το δικαίωμα να θεωρηθεί η σύμβαση πωλήσεως καταργηθείσα, καθώς δικαιολογείται υπαναχώρηση του αγοραστή από τη σύμβαση αγοράς των μετοχών (άρθρο 382-387 του ΑΚ) (Λ. Κοτσίρη, Μελέτη-Γνωμοδότηση: Σύμβαση Μετόχων καταρτιζόμενη από όλους τους μετόχους ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο σύμβασης πώλησης μετοχών. Ισχύς ρητρών που παρέχουν δικαιώματα διοίκησης σε μειοψηφία. Δέσμευση πλειοψηφίας, ΕΕμπΔ2006, 237, με τις εκεί αναφορές σε διεθνή παραδείγματα). Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για δύο συμβάσεις, που αποτελούν μία ολότητα, η μεταβίβαση δε του ποσοστού 34% των μετοχών από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους πωλητές προς την αγοράστρια, εκκαλούσα-ενάγουσα, το οποίο δεν επαρκούσε για την απόκτηση πλειοψηφίας στο Δ.Σ. της Εταιρείας, εξαρτήθηκε από τη θεμελιώδη ρύθμιση της όλης συμφωνίας ότι το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση των μετοχών θα ήταν το τίμημα, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν τα υπερβαίνοντα του ποσοστού του 34% δικαιώματα, ήτοι η ισότιμη συμμετοχή της εκκαλούσας-ενάγουσας στη διοίκηση και διαχείριση της Εταιρείας και δη στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων αυτής, ε) ότι η αποφασιστική συμμετοχή της εκκαλούσας-ενάγουσας στην πορεία των εταιρικών υποθέσεων ήταν γι αυτήν στοιχείο ουσιώδες για την απόφασή της να επενδύσει στην εταιρεία «[…]» καθίσταται πρόδηλο από το γεγονός ότι, ενώ η αξία του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής ήταν κατά το χρόνο αγοράς των μετοχών ίση με το ποσό των 5.430.000 ευρώ, η εκκαλούσα-ενάγουσα κατέβαλε για την αγορά του ποσοστού 34% της αξίας αυτής ποσό τετραπλάσιο, ήτοι αυτό των 7.820.000 ευρώ και στ) ότι με το από Νοέμβριο 2009 φαξ του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας-ενάγουσας, P.P., αυτός διετύπωσε έντονη διαμαρτυρία για τον εν τοις πράγμασι δοθέντα στην εταιρεία του «διακοσμητικό ρόλο» στη λειτουργία της Εταιρείας «[…]», καθώς και στην βούληση του ιδίου να είναι «manager» της τελευταίας αυτής εταιρείας και όχι απλώς εκπρόσωπος αυτής, στο οποίο (φαξ) οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι ουδέποτε απήντησαν ή αντέλεξαν με οποιονδήποτε τρόπο. Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο κρίνει ότι κυρίαρχος και καθοριστικός γνώμονας για τη σύναψη της από 13.3.2008 Συμβάσεως πωλήσεως μετοχών, ήταν μία επιχειρηματική και επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη της εταιρείας «[…]», προς τον οποίο ο ρόλος της εκκαλούσας-ενάγουσας δεν θα εξαντλείτο στην απλή χρηματοδότηση με προσδοκία για κέρδη, αλλά και στην ουσιαστική συμμετοχή της με δυνατότητα αποφασιστικού επηρεασμού των εταιρικών υποθέσεων. Η επικαλούμενη δε από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους ενσωμάτωση της εξωεταιρικής συμφωνίας στο νέο τροποποιημένο καταστατικό της Εταιρείας δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθώς η κατάρτιση νέου καταστατικού δεν κατήργησε την εξωεταιρική συμφωνία, η οποία, άλλωστε, προέβλεπε (υπ’ αριθμ. 13β΄ όρος) ότι η τροποποίηση του καταστατικού της Εταιρείας θα γινόταν έτσι, ώστε να ενσωματωθούν σε αυτό «στο μέτρο του εφικτού» διατάξεις, που να διασφαλίζουν τα οριζόμενα στο άρθρο 12 της Συμφωνίας των Μετόχων, ήτοι της συμμετοχής της εκκαλούσας-ενάγουσας στις σημαντικές αποφάσεις της Εταιρείας. Δεν θα είχε, επομένως, συμφέρον η εκκαλούσα-ενάγουσα να προβεί στην εν λόγω επένδυση, εάν δεν τηρούντο οι συμφωνηθέντες με το «Συμφωνητικό Μετόχων» όροι και δη των όρων που εξασφάλιζαν την αποφασιστική συμμετοχή της στην πορεία των εταιρικών υποθέσεων. Ως εκ τούτου, οι προεκτεθείσες αθετήσεις των όρων αυτών εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων κατέστησαν την από 17.9.2010 υπαναχώρηση της εκκαλούσας-ενάγουσας από τη «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών» δικαιολογημένη, καθώς λόγω της συμπεριφοράς αυτής των εναγομένων-εφεσιβλήτων αλλά και την όλη στάση τους, ήταν πρόδηλο ότι εξέλιπε το συμφέρον της για τη διατήρηση των μετοχών, που είχε αγοράσει. Ακολούθως, λόγω της από 17.9.2010 νόμιμης υπαναχωρήσεως της εκκαλούσας-ενάγουσας από την από 13.3.2008 «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», επήλθε λύση της συμβάσεως αυτής και δη αναδρομικώς, με αποτέλεσμα οι μεν εναγόμενοι να υποχρεούνται να αποδώσουν στην εκκαλούσα-ενάγουσα το ποσό των 7.820.000 ευρώ, ήτοι, το ποσό των 5.520.000 ευρώ, ο πρώτος εξ αυτών και το ποσό των 2.300.000 ευρώ, ο δεύτερος εξ αυτών ποσά, κατά τα οποία αυτοί κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι από αιτία που έληξε. Εσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικασθεί εκ νέου και, ακολούθως, να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Οι επικουρικώς προβληθείσες-από τους εναγόμενους-ενστάσεις επισχέσεως και μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, οι οποίες επαναφέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι απορριπτέες ως μη νόμιμες, δεδομένου ότι το αίτημα της ένδικης αγωγής έχει μετατραπεί από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Με δεδομένο ότι, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό (ΑΠ 205/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), οι ενστάσεις επισχέσεως (άρθρο 325 του ΑΚ) και μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρο 374 του ΑΚ), δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά αναγνωριστικής αγωγής (ΕΑ 220/2011 ΕλλΔνη 2011, 1071, ΕφΠατρ 134/2001 ΑχΝμλγ 2002, 73, ΕφΑθ 704/1999 ΕλλΔνη 1999, 1135, ΕφΑθ 4885/1998 Ελλ Δνη 1998, 1667, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2018, σ. 210, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ. 2018, σ. 1172 και υποσ. 87, με τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, Κουμάνης, σε ΣΕΑΚ, υπό άρθρο 325, αρ. 22, σ. 626), με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ εννόμου επιρροής η προβληθείσα με την προσθήκη επί των προτάσεων της ενάγουσας αντένσταση περί προσφοράς από αυτήν των πωληθεισών μετοχών. Το επικουρικό αίτημα των εναγομένων περί διαταγής πραγματογνωμοσύνης για τον προσδιορισμό της αξίας των 618.800 μετοχών που κατέχει η ενάγουσα κατά τον «παρόντα κρίσιμο χρόνο», εννοώντας προφανώς το χρόνο συζητήσεως της εφέσεως είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο (πέραν του ότι στο αίτημα αυτό περιλαμβάνονται και οι 157.250 ονομαστικές μετοχές, τις οποίες απέκτησε η ενάγουσα μετά την από 23.6.2009 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και οι οποίες μετοχές δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής), διότι με την υπαναχώρηση από σύμβαση πωλήσεως, αποδοτέο ως αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι το τίμημα που εισέπραξε ο πωλητής (εδώ, οι εναγόμενοι), χωρίς να συναρτάται με την αξία της αντιπαροχής (ήτοι, των μετοχών). Συνεπώς, οι εναγόμενοι οφείλουν να αποδώσουν στην ενάγουσα, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ήτοι για αιτία που έληξε, το καταβληθέν από αυτήν τίμημα ποσού

7.820.000 ευρώ και δη διαιρετώς και όχι εις ολόκληρον, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, καθ’ ότι ουδείς νόμιμος λόγος συντρέχει παράκαμψης του κανόνα ότι οι οφειλέτες από αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν ευθύνονται εις ολόκληρον αλλά διηρημένα για τον πλουτισμό που περιήλθε πραγματικά στην περιουσία τους (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ-Γενικό Ενοχικό, υπό άρθρο 481, τ. 2, έκδ. 2003, σ. 702, Α. Βαλτούδη, Αποζημίωση και αδικαιολόγητος πλουτισμός στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, σε Ένωση Αστικολόγων 2010, σ. 183-211). Ζήτημα, άλλωστε, εις ολόκληρον ευθύνης δεν προκύπτει ούτε από τον υπ’ αριθμ. 9 όρο της Συμβάσεως πωλήσεως των μετοχών, όπου προβλέπεται μεν εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, για τις εκεί περιοριστικώς εκτιθέμενες περιπτώσεις, στις οποίες, όμως, δεν υπάγεται η ένδικη περίπτωση, διότι η εν λόγω σύμβαση έχει ανατραπεί διά της υπαναχωρήσεως της ενάγουσας.

Κατόπιν τούτων, πρέπει, γενομένης δεκτής της εφέσεως και εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης αποφάσεως, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί εκ νέου και να γίνει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ακολούθως δε πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο μεν πρώτος εξ αυτών το ποσό των πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων (5.520.000) ευρώ, ο δε δεύτερος εξ αυτών, το ποσό των δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων (2.300.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως σε αυτούς της από 17.9.2010 εξώδικης υπαναχωρήσεως της ενάγουσας, ήτοι από τις 18.9.2010, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο και από τις 23.9.2010, όσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση…]

Επιλογές Απορρήτου

Μπορείτε να ορίσετε τις προτιμήσεις σας συγκατάθεσης και να προσδιορίσετε με ποιους τρόπους θέλετε να χρησιμοποιούνται τα δεδομένα σας σύμφωνα με τους παρακάτω σκοπούς. Μπορείτε να ορίσετε τις προτιμήσεις σας για εμάς, ανεξάρτητα από αυτές για τους τρίτους συνεργάτες μας. Κάθε σκοπός συνοδεύεται από μια περιγραφή, ώστε να γνωρίζετε με ποιους τρόπους χρησιμοποιούμε, εμείς και οι συνεργάτες μας, τα δεδομένα σας.

Για λόγους απόδοσης και ασφάλειας χρησιμοποιούμε το Cloudflare
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ
Το Cloudflare χρησιμοποιεί τα cookies _cflb, _cf_bm και _cfduid για να μεγιστοποιήσει τους πόρους δικτύου, να διαχειριστεί την επισκεψιμότητα και να προστατεύσει τους ιστότοπους των πελατών μας από κακόβουλη επισκεψιμότητα.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε το προσαρμοσμένο περιεχόμενο.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τον κώδικα παρακολούθησης του Google Analytics.
Το Google Analytics είναι ένα εργαλείο που βοηθά τους ιδιοκτήτες ιστοτόπου να μετρήσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των χρηστών με το περιεχόμενο του ιστότοπου. Καθώς ένας χρήστης περιηγείται σε ιστοσελίδες, το Google Analytics παρέχει ετικέτες JavaScript (βιβλιοθήκες) για τους ιδιοκτήτες ιστοτόπων για την καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τη σελίδα που έχει δει ο χρήστης, για παράδειγμα, η διεύθυνση URL της σελίδας. Οι βιβλιοθήκες JavaScript του Google Analytics χρησιμοποιούν τα cookies HTTP για να "θυμούνται" τι έχει κάνει ένας χρήστης σε προηγούμενες σελίδες / αλληλεπιδράσεις με τον ιστότοπο.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τις γραμματοσειρές Google.
Οι Γραμματοσειρές Google καταγράφουν αρχεία των CSS και των αιτημάτων αρχείων γραμματοσειράς και η πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα διατηρείται ασφαλής. Οι συνολικοί αριθμοί χρήσης παρακολουθούν πόσο δημοφιλείς οικογένειες γραμματοσειρών είναι και δημοσιεύονται στη σελίδα αναλυτικών στοιχείων. Χρησιμοποιούμε δεδομένα από τον ανιχνευτή ιστού της Google για να εντοπίσουμε ποιοι ιστότοποι χρησιμοποιούν γραμματοσειρές Google. Αυτά τα δεδομένα δημοσιεύονται και είναι προσβάσιμα στη βάση δεδομένων BigQuery της γραμματοσειράς Google. Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με τις πληροφορίες που συλλέγει η Google και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται και διασφαλίζεται, ανατρέξτε στην Πολιτική Απορρήτου της Google.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τους Χάρτες Google.
Για τους χρήστες του API Χάρτας Ενσωμάτωσης Χαρτών, η Google χρησιμοποιεί ανώνυμα cookies για να καθορίσει τον αριθμό μοναδικών χρηστών του API. Η Google συγκεντρώνει επίσης στατιστικά στοιχεία σχετικά με τους τύπους λειτουργιών που χρησιμοποιούνται από το προϊόν των Χαρτών.


Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τις ενσωματώσεις βίντεο.
Οι πάροχοι των βίντεο (π.χ. YouTube, Vimeo) μπορεί να συλλέγουν δεδομένα για τους χρήστες και να κάνουν καταγραφή πληροφοριών που βοηθά να μετρήσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των χρηστών με το περιεχόμενο του ιστότοπου. Ενεργοποιώντας τις ενσωματώσεις βίντεο, αποδέχεστε τους όρους χρήσης που αναφέρει κάθε πάροχος στη στην πολιτική απορρήτου του.

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.