Μηνιαία αρχεία:

Απρίλιος 2019

Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων

Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

ΜΠρΡοδ 233/2018, σε: ΕΠολΔ 4/2018, σχόλιο: Δεληκωστόπουλος, Κοπακάκης, σ. 436-442, Sakkoulas-Online.gr
Δικαστής: Ε. Παπαδοπούλου, Πρωτόδικης
Δικηγόροι: Ελ.-Γ. Πάσσος – Α. Κουκούλης
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 72, 144 § 1, 933, 934 § 1 στοιχ. β΄, 953, 985, 986, 988, 989 ΚΠολΔ, 4 § 2 ν.δ. 31/1968

Παρατηρήσεις Ιωάννη Δεληκωστόπουλου – Γεωργίου Κοπακάκη

Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων· η ανακοπή του οφειλέτη με την οποία προβάλλονται λόγοι ακυρότητας της αναγκαστικής κατάσχεσης μπορεί να ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης. Επί αναγκαστικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου, η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα, σε περίπτωση καταφατικής υπό την έννοια του άρθρου 985 δήλωσης, επέρχεται μετά την, προϋποθέτουσα τήρηση της οκταήμερης του άρθρου 985 § 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, καταφατική τυχόν δήλωση του τρίτου και την παρέλευση ακολούθως της προθεσμίας του άρθρου 988 § 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ. Σε περίπτωση δε αρνητικής δήλωσης, επέρχεται διά της τελεσιδικίας της απόφασης με την οποία γίνεται δεκτή η κατά το επόμενο άρθρο 986 ανακοπή. Έναρξη οκταήμερης προθεσμίας του άρθ. 988. Κατάσχεση εις χείρας των ΟΤΑ ως τρίτων· προϋποθέσεις. Κατάσχεση εις χείρας τετάρτου· νομιμοποίηση του δανειστή κατ’ άρθ. 72 ΚΠολΔ να την επιβάλει, δηλαδή να ασκήσει πλαγιαστικώς κατάσχεση εις χείρας τρίτου και έτσι να εισπράξει αμέσως το ποσό που αναλογεί στην απαίτησή του· λειτουργία και προϋποθέσεις· με εκτελεστό τίτλο πρέπει να είναι εξοπλισμένη τόσο η απαίτηση υπέρ της οποίας επιβάλλεται η πλαγιαστικά ασκούμενη κατάσχεση στα χέρια τρίτου όσο και εκείνη που δίνει το δικαίωμα της πλαγιαστικής αυτής επιβολής.

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 933, 934 § 1 στοιχ. β΄, 953, 985, 988 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η ανακοπή του οφειλέτη με την οποία προβάλλονται λόγοι ακυρότητας της αναγκαστικής κατάσχεσης, όπως επειδή κατασχέθηκε ακατάσχετη απαίτηση, μπορεί να ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, που είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού (ΑΠ 872/1998). Αν η κατάσχεση χρηματικής απαίτησης γίνει εις χείρας τρίτου και ο τρίτος προβεί σε καταφατική δήλωση προβλέπεται διαδικασία εξόφλησης του κατασχόντος είτε απευθείας από τον τρίτο είτε με διανομή του ποσού μέσω συμβολαιογράφου (988 § 1 ΚΠολΔ). Ο δε οφειλέτης μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 934 § 1 β΄ ΚΠολΔ, να ασκήσει ανακοπή προβάλλοντας λόγους ακυρότητας της κατάσχεσης, όπως το ακατάσχετο αυτής. Το απώτερο όμως χρονικό σημείο άσκησης της ανακοπής από τον οφειλέτη για τους παραπάνω λόγους πρέπει να συνδεθεί με την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 § Ια ΚΠολΔ προθεσμίας, οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα και ο τελευταίος αποκτά τον κατ’ άρθρο 989 εκτελεστό τίτλο σε βάρος του τρίτου. Ειδικότερα, επί αναγκαστικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου, η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα, σε περίπτωση καταφατικής υπό την έννοια του άρθρου 985 δήλωσης, επέρχεται μετά την, προϋποθέτουσα τήρηση της οκταήμερης του άρθρου 985 § 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, καταφατική τυχόν δήλωση του τρίτου και την παρέλευση ακολούθως της προθεσμίας του άρθρου 988 § 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ. Σε περίπτωση δε αρνητικής, υπό την έννοια του άρθρου 985, δήλωσης, ή παράλειψης του τρίτου να προβεί εμπροθέσμως στην οφειλόμενη κατά το ανωτέρω άρθρο 985 ρητή δήλωση, η οποία εξομοιώνεται, σύμφωνα με την § 3 εδ. α΄ αυτού, με δήλωση αρνητική, επέρχεται διά της τελεσιδικίας της απόφασης με την οποία γίνεται δεκτή η κατά το επόμενο άρθρο 986 ανακοπή (ΟλομΑΠ 3/1993, ΑΠ 688/2010). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, «Οι προθεσμίες που ορίζονται από τον νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά τον νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επομένης μη εξαιρετέας ημέρας». Η οκταήμερη, επομένως, προθεσμία του άρθρου 988 αρχίζει από την επομένη της επίδοσης του κατασχετηρίου στον καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον όμως προηγήθηκε η προς τον τρίτο επίδοση του κατασχετηρίου, διότι από τότε η κατάσχεση θεωρείται υπαρκτή (ΟλομΑΠ 3/1993). Αν η επίδοση στον καθ’ ου η εκτέλεση του κατασχετηρίου προηγήθηκε της επίδοσης αυτού στον τρίτο, η οκταήμερη προθεσμία προς καταβολή αρχίζει από την επίδοση στον τρίτο, οπότε υποχρεούται να δηλώσει εντός οκταημέρου και να καταβάλει μετά την πάροδο του οκταημέρου, που αρχίζει από την επόμενη του κατασχετηρίου στον τρίτο, δηλαδή την 9η ημέρα και όχι από την καταφατική δήλωση. Οι προθεσμίες των άρθρων 934, 985, 988 ΚΠολΔ είναι δικονομικές, διεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 144επ ΚΠολΔ, εξετάζονται δε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης εκτέλεσης (ΑΠ 360/2017, ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 4 § 2 του ν.δ/τος 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως», το οποίο ορίζει ότι «κατάσχεσις εις χείρας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ως τρίτων δύναται να επιβληθεί μόνον κατόπιν αδείας του κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου και υπό τας λοιπάς ισχύουσας εκάστοτε διά το Δημόσιον προϋποθέσεις», για το κύρος της κατάσχεσης στα χέρια οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ως τρίτου, απαιτείται αφενός μεν συνδρομή των προϋποθέσεων, που απαιτούνται κάθε φορά για την κατάσχεση στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου, δηλαδή των προϋποθέσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 97 του ν.δ/τος 321/1969 και ήδη στο άρθρο 95 του νόμου 2362/1995 «Περί δημοσίου λογιστικού κ.τ.λ.», με την κατάλληλη προσαρμογή τους στη φύση και τις ιδιαιτερότητες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και αφετέρου προηγούμενη άδεια του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία παρέχεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση εκείνου που επιθυμεί να προβεί στην κατάσχεση και κλήτευση του καθ’ ου η αίτηση οργανισμού, όπως και του καθ’ ου η εκτέλεση, και αφού, εκτός των άλλων, πιθανολογηθεί η ύπαρξη της οφειλής του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της κατάσχεσης, όπως και η βασιμότητα της ουσιαστικής αξίωσης, για την ικανοποίηση της οποίας επιβάλλεται η κατάσχεση, καθόσον πρόκειται για διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, με την αποφυγή της εμπλοκής τους σε ελαττωματικές εκτελεστικές διαδικασίες (ΑΠ 783/2015, ΝΟΜΟΣ).

III. Ο αυξημένος βαθμός αλυσιτελών κατασχέσεων εις χείρας οφειλετών ή εις χείρας τρίτων, εξωνομικοί παράγοντες, όπως η ανάγκη επιβίωσης των οφειλετών σε συνδυασμό με νομικές παραμέτρους όπως το γεγονός ότι ο εκάστοτε αφερέγγυος οφειλέτης με αφανή περιουσιακά στοιχεία εμφανίζεται να είναι μόνο δικαιού χος απαιτήσεων, έχουν οδηγήσει στη μεγιστοποίηση του φαινόμενου της καταδολίευσης δανειστών. Ανεξαρτήτως των πτωχεύσεων, η καταδολίευση δανειστών διογκώνεται ελλείψει άμεσης και λυσιτελούς ικανοποίησης των απαιτήσεων των κατασχόντων δανειστών εξαιτίας των μεταβιβάσεων από τους οφειλέτες σε τρίτα πρόσωπα με νομική αυτοτέλεια. Η κατάσχεση εις χείρας τέταρτου δεν προβλέπεται υπό τον ισχύοντα ΚΠολΔ, ωστόσο στην πραγματικότητα, κατ’ επιτρεπτή απλούστευση, η κατάσχεση εις χείρας τέταρτου είναι δύο ταυτόχρονες κατασχέσεις εις χείρας τρίτου σε ένα ενδεχομένως κατασχετήριο: μια πρώτη πλαγιαστικώς ασκούμενη κατάσχεση εις χείρας τρίτου υπό την αίρεση ότι υπάρχει η πρώτη. Στην πρώτη κατάσχεση ο κατασχών, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος, ασκεί πλαγιαστικά τα δικαιώματα του  οφειλέτη του και «κέκτηται την εξουσίαν» προς επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Στη δεύτερη κατάσχεση που δεν είναι τίποτε άλλο από τη κλασική, ο κατασχών ενεργεί εκ δικαίου για να εξασφαλιστεί έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του και πιθανώς έναντι των κακόβουλων ενεργειών του οφειλέτη αλλά και του οφειλέτη του οφειλέτη του. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με τις δυο ταυτόχρονες κατασχέσεις, η τετραμερής σχέση μετουσιώνεται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης σε δυο τριμερείς (Κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, Ιωάννης Δεληκωστόπουλος/Γεώργιος Κοπακάκης, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2017. 248).
Προς κατανόηση της λειτουργίας της κατάσχεσης εις χείρας τέταρτου παρατίθεται οι εξής διαμορφούμενες έννομες σχέσεις: ο Α είναι δανειστής του Β, ο Β είναι δανειστής του Γ και ο Γ είναι δανειστής του Δ, ο οποίος είναι τέταρτος σε σχέση με τον Α και όχι τρίτος. Στην τριγωνική σχέση ΑΒΓ τρίτος έναντι του Α είναι ο Γ, αν όμως ο τελευταίος δεν έχει περιουσία αλλά έχει έναν οφειλέτη, τον Δ, αυτός είναι τρίτος έναντι του οφειλέτη Β. Αν ωστόσο ο οφειλέτης Β αδρανεί, τίθεται το ερώτημα, εάν ο Α δανειστής του Β μπορεί να επιβάλει πλαγιαστικά κατάσχεση στα χέρια του. Στην Πολιτική Δικονομία του 1834 η κατάσχεση εις χείρας τέταρτου ήταν μια πραγματική δικονομική δυνατότητα που διέθετε ο δανειστής δυνάμει της εφαρμογής του άρθ. 1025 § 2 ΚΠολΔ («πας δανειστής έχει το δικαίωμα να εκτελή εν ονόματι του οφειλέτη όλα τα δικαιώματα αυτού»), ο οποίος ενασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη του και τηρώντας όλες τις διατυπώσεις που έπρεπε να τηρήσει και αυτός ο τελευταίος, μπορούσε να επιχειρήσει αντ’ αυτού κατάσχεση στα χέρια τρίτου – δηλαδή τέταρτου σε σχέση με τον κατασχόντα– αναγνωριζόμενη έτσι η κατά νομική ακριβολογία πλαγιαστική άσκηση του δικαιώματος επιβολής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.

Υπό την ισχύ του ΚΠολΔ τέθηκε αρχικά το ερώτημα, κατά πόσο είναι δυνατή η ανωτέρω μορφή κατάσχεσης υπό το όχημα της διάταξης του άρθ. 72 ΚΠολΔ και γιατί, αν αναγνωρίζεται η κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί και πέμπτου κ.ο.κ., η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική, καθώς η κατάσχεση εις χείρας τέταρτου αποτελεί νόμιμο τρόπο άμεσης και λυσιτελούς ικανοποίησης της απαίτησης ως ήδη αναγνωριζόμενη από το διαχρονικό δίκαιο, αντιθέτως κατάσχεση εις χείρας πέμπτου δεν νοείται (Κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, Ιωάννης Δεληκωστόπουλος/Γεώργιος Κοπακάκης, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2017. 248), περαιτέρω και ως προς το πρώτο ερώτημα γίνεται δεκτό από τη θεωρία, ότι το άρθ. 72 ΚΠολΔ νομιμοποιεί τον δανειστή να επιβάλει κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, δηλαδή να ασκήσει πλαγιαστικώς κατάσχεση εις χείρας τρίτου και έτσι να εισπράξει αμέσως το ποσό που αναλογεί στην απαίτησή του (Καστριώτης, Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου, 2009, 54). Ωστόσο, και δεδομένου ότι το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής είναι να γίνει καταβολή στον οφειλέτη και όχι στον ενάγοντα δανειστή, ανακύπτει η προβληματική της άμεσης είσπραξης της απαίτησης από τον πλαγιαστικώς κατασχόντα δανειστή. Η λύση που υποδείχθηκε για την αντιμετώπιση αυτού του κενού συνίσταται στην επιβολή δύο κατασχέσεων στα χέρια τρίτου (που υποστηρίζεται ότι μπορεί να γίνει με το ίδιο κατασχετήριο), μιας πρώτης που επιβάλλεται από τον δανειστή Α με την πλαγιαστική άσκηση του δικαιώματος του οφειλέτη του Β για την επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, η οποία καταλήγει να είναι κατάσχεση εις χείρας τέταρτου. Και μιας δεύτερης, που επιβάλλεται και πάλι από τον κατασχόντα δανειστή Α κατά του οφειλέτη του Β για τη μελλοντική απαίτηση που έχει αυτός έναντι του τέταρτου δυνάμει προηγούμενης κατάσχεσης στα χέρια του, την οποία έχει επιβάλει συγχρόνως ο ίδιος πλαγιαστικά. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η δυνατότητα άμεσης είσπραξης της απαίτησης από τον κατασχόντα (Α από τον Δ). Ευνόητο καθίσταται ότι κάθε μια εκ των δύο κατασχέσεων ακολουθεί τους δικούς της κανόνες, γίνεται έτσι δεκτό ότι με εκτελεστό τίτλο πρέπει να είναι εξοπλισμένη τόσο η απαίτηση υπέρ της οποίας επιβάλλεται η πλαγιαστικά ασκούμενη κατάσχεση στα χέρια τρίτου (του Β κατά του Γ) όσο και εκείνη που δίνει το δικαίωμα της πλαγιαστικής αυτής επιβολής (του Α κατά του Β). (Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, 2018, ΙΙ/Β 36, Καστριώτης, Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου, 2009, 54, Κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, Ιωάννης Δεληκωστόπουλος/Γεώργιος Κοπακάκης, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2017. 248.)

Με την υπό κρίση ανακοπή, το ανακόπτον ΝΠΔΔ ζητεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, να ακυρωθεί το από 16.4.2013 κατασχετήριο έγγραφο, με βάση το οποίο η καθ’ ης επέβαλε κατάσχεση σε βάρος του ως οφειλέτη, εις χείρας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «A. ΑΕ» ως τρίτης κάθε χρηματικής απαίτησης του ανακόπτοντος, παρούσας ή μελλοντικής, μέχρι του ποσού των 58.163,39 ευρώ. Η υπό κρίση ανακοπή του άρθ. 933 ΚΠολΔ αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε νόμιμη με αίτημα την ακύρωση της πράξης εκτέλεσης και συγκεκριμένα της επιβληθείσας σε βάρος του ανακόπτοντος και εις χείρας της «Τ. Δ. ΣΥΝΠΕ» κατάσχεσης με το από 16.4.2013 κατασχετήριο έγγραφο, έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 934 § 1β ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Με τον πρώτο λόγο ανακοπής και κατ’ εκτίμηση αυτού, το ανακόπτον ΝΠΔΔ ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος του αναγκαστική κατάσχεση και εις χείρας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ως τρίτης είναι άκυρη, καθώς αυτή επισπεύσθηκε χωρίς να υπάρχει σε βάρος του εκτελεστός τίτλος. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος (άρθ. 904, 933 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως άμεση απόδειξη είτε ως δικαστικά τεκμήρια, από τις ομολογίες των διαδίκων με τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο καθ’ ου η ανακοπή είχε πετύχει την έκδοση της με αριθμό 1403/2005 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Τ. Κ. και ΣΙΑ ΕΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ» και του ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή αυτής Τ. Κ., με την οποία αυτοί υποχρεώθηκαν να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 44.940 ευρώ με επίδοση επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου του ως άνω εκτελεστού τίτλου. Παράλληλα, η ανωτέρω οφειλέτιδα κατασκευαστική εταιρεία είχε συνάψει σύμβαση έργου με τον Δήμο Σύμης, εκ της οποίας η εργολάβος εταιρεία διατηρούσε απαίτηση επί της αμοιβής της, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από κανένα έγγραφο ότι η απαίτηση αυτή είναι βέβαια και εκκαθαρισμένη. Εν συνεχεία και κατόπιν της ατελέσφορης εκτέλεσης σε βάρος της ανωτέρω οφειλέτιδας μετά και τη δεύτερη επίδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με επίδοση αντιγράφου απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, όπως αποδείχθηκε, με τη με αριθμό 2070/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, χορηγήθηκε στον επισπεύδοντα δανειστή-καθ’ ου η ανακοπή άδεια, προκειμένου αυτός να επισπεύσει αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας του Δήμου Σύμης ως τρίτου, της απαίτησης που πιθανολογήθηκε ότι διατηρεί η δική του οφειλέτιδα εταιρεία με την επωνυμία «Τ. Κ. και ΣΙΑ ΕΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ» απέναντι στον ανωτέρω Δήμο, από τη μεταξύ τους σύμβαση έργου. Κατά συνέπεια και βάσει των ανωτέρω δεδομένων την ιδιότητα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη φέρει η ετερόρρυθμη εταιρεία και ο ομόρρυθμος εταίρος αυτής και την ιδιότητα του τρίτου ο Δήμος Σύμης. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, ο Χ. Κ., επισπεύδων δανειστής, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση με το από 16.4.2013 κατασχετήριο μέχρι του ποσού των 58.163,39 ευρώ σε βάρος του Δήμου Σύμης ως οφειλέτη και όχι εις χείρας του ως τρίτου, παρά επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της Τ. Δ. ΣΥΝΠΕ, με την οποία το ως άνω ΝΠΔΔ είχε συνάψει σύμβαση λογαριασμού. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του από 16.4.2013 κατασχετηρίου, ο καθ’ ου η ανακοπή επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του Δήμου Σύμης εις χείρας του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος επιτάσσοντας αυτό να μην καταβάλει κανένα ποσό στον ανωτέρω Δήμο μέχρι του ποσού της κατάσχεσης, να παρακρατήσει το ποσό αυτό και να του το αποδώσει προς εξόφληση των απαιτήσεών του. Όπως ισχυρίζεται ο καθ’ ου προέβη σε μερική άρση της κατάσχεσης με την από 22.4.2014 εξώδικη δήλωσή του, η οποία επιδόθηκε μόνο στην τρίτη τράπεζα, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/22.4.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ν. Φ. και ακολούθως προέβη σε νέα κατάσχεση δυνάμει του από 22.4.2014 κατασχετηρίου, ωστόσο σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας η παραίτηση από την κατάσχεση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 294, 295 § 1, 297 και 299 του ΚΠολΔ, συνδυαζόμενων με τη φύση της αναγκαστικής εκτέλεσης ως εξώδικης διαδικασίας, λαμβάνει χώρα με εξώδικη δήλωση του επισπεύδοντος την εκτέλεση, που κοινοποιείται στον καθ’ ου αλλά και στον τρίτο, συνεπώς εν προκειμένω ελλείψει της επίδοσης αυτής προς τον Δήμο Σύμης – καθ’ ου οφειλέτη (κατά το κατασχετήριο), η παραίτηση δεν ανέπτυξε τα αποτελέσματά της. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και αν η παραίτηση από την κατάσχεση ήταν νομότυπη, ο ισχυρισμός περί άνευ αντικειμένου της παρούσας δίκης τυγχάνει απορριπτέος, επιπλέον διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ανακόπτον ΝΠΔΔ έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την παρούσα ανακοπή και να ακυρωθεί η κατάσχεση, καθώς στην περίπτωση αυτή θα έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επιστροφή των καταβληθέντων που κατασχέθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, δικαίωμα αποζημίωσης για την άδικη εκτέλεση που υπέστη κατ’ άρθρο 940 ΚΠολΔ αλλά και τυχόν αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών κατά του νομικού προσώπου για τις τυχόν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων υπαλλήλων του.
Περαιτέρω, όπως επιπλέον αναφέρεται στο κατασχετήριο, η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε δυνάμει της με αριθμό 2070/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως η ανωτέρω απόφαση, η οποία χορήγησε άδεια αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας του Δήμου Σύμης ως τρίτου (και όχι σε βάρος του), δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό που μπορεί να επιστηρίξει αναγκαστική κατάσχεση, πολλώ δε μάλλον και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος τρίτου, ήτοι της «Τ. Κ. και ΣΙΑ ΕΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ», η οποία προφανώς δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό σε βάρος του Δήμου Σύμης, μη υπάρχουσας μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ ου εκτέλεση οιασδήποτε ενοχικής σχέσης από την οποία ο ένας να υποχρεούται σε παροχή έναντι του άλλου. Πλέον συγκεκριμένα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι υφίστανται τρεις παράλληλες έννομες σχέσεις, συγκεκριμένα, η πρώτη ενοχική σχέση σύμβασης έργου μεταξύ του Χ. Κ. και της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Τ. Κ. και ΣΙΑ ΕΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ», η δεύτερη ενοχική σχέση σύμβασης έργου μεταξύ της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Τ. Κ. και ΣΙΑ ΕΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ» και του Δήμου Σύμης, και η τρίτη ενοχική σχέση, σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης μεταξύ του Δήμου Σύμης και της Τ. Δ. ΣΥΝΠΕ. Με βάση τις ανωτέρω διαμορφωθείσες έννομες σχέσεις, το πρώτο νοητό σχήμα αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτεί ο επισπεύδων δανειστής, έχοντας εκτελεστό τίτλο σε βάρος της Οφειλέτιδας εταιρείας «Τ. Κ. και ΣΙΑ ΕΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ», να επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του και εις χείρας του τρίτου σε σχέση με αυτόν, Δήμου Σύμης, ο οποίος φέρεται να οφείλει στην ανωτέρω εταιρία από τη μεταξύ τους ενοχική σχέση. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται ο επισπεύδων δανειστής επέβαλε απευθείας κατάσχεση σε βάρος του τρίτου χωρίς να προϋπάρχει δεσμός δικαίου μεταξύ τους και κατά συνέπεια χωρίς να έχει ο ίδιος σε βάρος του τίτλο εκτελεστό, σύμφωνα με τον οποίο να είναι υπόχρεος χρηματικής παροχής, τη στιγμή μάλιστα που ούτε και η δανειστής του Δήμου Σύμης δεν μπορούσε να επιβάλει, δεδομένου ότι ούτε αυτή είχε εξοπλίσει την απαίτησή της με τίτλο εκτελεστό έναντι αυτού. Το δεύτερο νοητό σχήμα κατάσχεσης θα μπορούσε, να ήταν, όπως γίνεται δεκτό από μέρος της θεωρίας, ο επισπεύδων δανειστής να ασκήσει πλαγιαστική κατάσχεση κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ, ήτοι να ασκήσει το δικαίωμα της οφειλέτιδας εταιρείας του που αδρανεί για την επιβολή κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση η δομή της πλαγιαστικής αγωγής δεν επιτρέπει την άμεση είσπραξη της απαίτησης από τον πλαγιαστικώς κατασχόντα, καθώς αίτημα θα είναι η καταβολή στην οφειλέτιδα εταιρεία και όχι στον κατασχόντα, ώστε η πλαγιαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου να μην μπορεί να οδηγήσει σε άμεση είσπραξη της απαίτησης από τον πλαγιαστικώς κατασχόντα δανειστή. Προς κάλυψη του κενού αυτού ως έτερο νοητό σχήμα κατάσχεσης θα ήταν να επιβάλει ο επισπεύδων δανειστής κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, και εν προκειμένω εις χείρας της ΣΥΝΠΕ, σχήμα που επικαλείται ο κατασχών στο από 16.4.2013 κατασχετήριό του. Ωστόσο ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για κατάσχεση εις χείρας τέταρτου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή της είναι να υπάρχει εκτελεστός τίτλος του κατασχόντος σε βάρος της οφειλέτιδάς του και επιπλέον δεύτερος εκτελεστός τίτλος της οφειλέτιδας του κατασχόντος απέναντι στον τρίτο Δήμο Σύμης και με βάσει αυτόν τον δεύτερο εκτελεστό τίτλο (της οφειλέτιδάς του κατά του τρίτου), ενόψει και της αδράνειας της οφειλέτιδάς του, ο κατασχών ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος να επιβάλει κατάσχεση της απαίτησης του τρίτου έναντι του τέταρτου.

Εν συνεχεία, ωστόσο, ο κατασχών, προκειμένου να μπορέσει να πετύχει άμεση είσπραξη της ανωτέρω απαίτησης, θα έπρεπε να επιβάλει δύο παράλληλες κατασχέσεις, τη μία ως μη δικαιούχος διάδικος με πλαγιαστική άσκηση του δικαιώματος της οφειλέτιδάς του εταιρείας, στα χέρια του τρίτου Δήμου Σύμης, και μία δεύτερη κατάσχεση που θα έπρεπε να επιβληθεί από τον κατασχόντα εξ ιδίου δικαίου κατά της οφειλέτιδάς του για τη μελλοντική απαίτηση που έχει αυτή έναντι του τέταρτου δυνάμει της προηγούμενης κατάσχεσης στα χέρια αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναγκαστική κατάσχεση, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος του τρίτου Δήμου Σύμης και κατά λογική αναγκαιότητα μη έχοντος την ιδιότητα του οφειλέτη, είναι άκυρη, δεδομένου ότι ενεργήθηκε αφενός μεν και σε κάθε περίπτωση χωρίς να υπάρχει εναντίον του τίτλος εκτελεστός αλλά ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι επιβλήθηκε σε βάρος του κατάσχεση εις χείρας τέταρτου πλαγιαστικά από τον κατασχόντα, και αυτή είναι άκυρη, καθώς πέραν του εκτελεστού τίτλου του επισπεύδοντος κατά της κατασκευάστριας εταιρείας, δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος αυτής εναντίον του τρίτου, δηλαδή ο κατασχών εν προκειμένω ενήργησε κατάσχεση την οποία ούτε η δανειστής του τρίτου δεν μπορούσε να ενεργήσει. Ο δε τρίτος Δήμος Σύμης, βάσει του προσβαλλόμενου κατασχετηρίου ορθώς θεώρησε ότι επιβάλλεται σε βάρος του κατάσχεση και αμυνόμενος κατ’ αυτής άσκησε την υπό κρίση ανακοπή του άρθ. 933 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι κατέστη πλέον καθ’ ου η εκτέλεση, αλλά και η τέταρτη Συνεταιριστική Τράπεζα ορθώς θεώρησε ότι επιβάλλεται κατάσχεση σε βάρος του δανειστή της Δήμου Σύμης, πλην όμως λανθασμένα προέβη σε θετική δήλωση και διάθεση του ποσού χωρίς να υπάρχει εκτελεστός τίτλος σε βάρος του ανακόπτοντος και δανειστή της. Επιπλέον, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει της οποίας φέρεται να επιβάλλεται η αναγκαστική κατάσχεση χορηγεί απλώς άδεια στον κατασχόντα να επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του Δήμου ως τρίτου στα πλαίσια της απαραίτητης προδικασίας για την κατάσχεση εις χείρας των νπδδ, παρά ελλείψει εκτελεστού τίτλου θα μπορούσε να επιτευχθεί η συντηρητική κατάσχεση ως ασφαλιστικό μέτρο. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ισχυρισμός του καθ’ ου η ανακοπή ότι τίτλο εκτελεστό που στηρίζει την προσβαλλόμενη κατάσχεση αποτέλεσε εν προκειμένω η διαταγή πληρωμής του κατασχόντος σε βάρος της οφειλέτιδας εταιρίας, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, τυγχάνει απορριπτέος, καθώς ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι επιβλήθηκε από τον ίδιο κατάσχεση εις χείρας τέταρτου δεν συντρέχουν σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της παρούσας οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για αυτήν. Ειδικότερα, αφενός μεν δεν επιβλήθηκαν από τον κατασχόντα δύο παράλληλες κατασχέσεις (ακόμα και με το ίδιο κατασχετήριο) αφετέρου δεν υφίσταται πέραν του εκτελεστού τίτλου, με τον οποίο έχει εξοπλιστεί η απαίτηση του κατασχόντος κατά της οφειλέτιδας εταιρίας, δεύτερος εκτελεστός τίτλος της τελευταίας κατά του τρίτου Δήμου Σύμης, ο οποίος είναι απαραίτητος προκειμένου να ασκηθεί πλαγιαστικά η ασκούμενη κατάσχεση στα χέρια τρίτου και να μπορέσει ο κατασχών, ως μη δικαιούχος διάδικος στο όνομα του οφειλέτη του, που αδρανεί, —στοιχείο που επίσης δεν αναφέρεται στο κατασχετήριο-, να κατάσχει την απαίτηση του Δήμου έναντι της Τράπεζας, η οποία στηρίζεται στη μεταξύ τους σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης με τη μορφή τραπεζικής κατάθεσης, ώστε να καταλήξει στο σχήμα της κατάσχεσης εις χείρας τέταρτου. Κατόπιν των ανωτέρω λόγων η επιβληθείσα με το από 16.4.2013 κατασχετήριο κατάσχεση πρέπει να ακυρωθεί και τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος να επιβληθούν σε βάρος του καθ’ ου, που ηττάται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Παρατηρήσεις
Ιωάννη Στ. Δεληκωστόπουλου,
Επ. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Γεωργίου Ε. Κοπακάκη,
LL.M University of London, Δικηγόρου

Κατάσχεση εις χείρας τετάρτου
1. Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου υπ’ αριθ. 233/2018 σχετικά με το πολύπλοκο θέμα της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου είναι επιδοκιμαστέα. Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε υποστηρίξει και σε άλλη θέση [1] και είναι ευρύτερα αποδεκτό στη δικονομική θεωρία [2], η κατάσχεση εις χείρας τετάρτου είναι δύο ταυτόχρονες κατασχέσεις εις χείρας τρίτου σ’ ένα ενδεχομένως κατασχετήριο: μία πρώτη πλαγιαστικώς ασκούμενη κατάσχεση εις χείρας τρίτου και, συγχρόνως, μία δεύτερη απλή κατάσχεση εις χείρας τρίτου, υπό την αίρεση ότι υπάρχει η πρώτη. Στην πρώτη κατάσχεση, ο κατασχών, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος [3], ασκεί τα δικαιώματα του οφειλέτη του, δηλαδή «κέκτηται την εξουσίαν» [4] προς διεξαγωγή κατασχέσεως εις χείρας τρίτου. Στη δεύτερη κατάσχεση, που δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία κλασική, θα λέγαμε, κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ο κατασχών ενεργεί πλέον εξ ιδίου δικαίου [5] για να εξασφαλισθεί έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του και, πιθανώς, έναντι των κακόβουλων ενεργειών του οφειλέτη του, αλλά και του οφειλέτη του οφειλέτη του. Με αυτόν τον τρόπο, με τις δύο δηλαδή ταυτόχρονες κατασχέσεις, η τετραμερής σχέση μετουσιώνεται, σύμφωνα και με την αρχή της οικονομίας της δίκης, σε δύο τριμερείς έννομες σχέσεις. 2. Πιο συγκεκριμένα, το σχήμα της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου είναι το εξής: ο Α διατηρεί αξίωση εξοπλισμένη με νόμιμο τίτλο κατά του Β και έχει συνεπώς το δικαίωμα, πρώτον, να κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία του Β και, δεύτερον, να ασκήσει πλαγιαστικά τις αξιώσεις του Β κατά των οφειλετών του. Παράλληλα, ο Β διατηρεί δική του αξίωση εξοπλισμένη με νόμιμο τίτλο κατά του Γ, η οποία του δίνει το δικαίωμα να κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία του Γ. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων του Γ περιλαμβάνεται και μια άλλη –τρίτη– απαίτηση που διατηρεί ο Γ κατά του Δ. Ερωτάται: μπορεί ο Β, σε εκτέλεση του εκτελεστού τίτλου που έχει κατά του Γ να κατασχέσει την απαίτηση του Γ στα χέρια του Δ; Βεβαίως και μπορεί, βάσει των άρθρων 982επ ΚΠολΔ. Τη δυνατότητα αυτήν όμως του Β μπορεί να την ασκήσει πλαγιαστικά για λογαριασμό του και ο Α ως δανειστής του, δυνάμει του άρθρου 72 ΚΠολΔ και υπό τους όρους του άρθρου αυτού. Ο Α ασκεί έτσι πλαγιαστικά τα δικαιώματα του οφειλέτη του Β και εκτελεί τον τίτλο που ο Β διαθέτει κατά του Γ. Κατάσχει λοιπόν για λογαριασμό του Β στα χέρια του Δ την απαίτηση του Γ έναντι του Δ. Πρόκειται περί της πλαγιαστικά ασκούμενης κατάσχεσης σε χέρια τρίτου, στην οποία αναφερθήκαμε στα ανωτέρω. Η κατάσχεση αυτή είναι κατάσχεση στα χέρια τρίτου και όχι τετάρτου, αφού ο Δ είναι τρίτος και όχι τέταρτος ως προς τον Β, του οποίου τα δικαιώματα κατά του Γ πλαγιαστικά και μόνο ασκεί ο Α. Κατάσχεση, επιπλέον, η οποία διενεργείται στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης του τίτλου που έχει επιτύχει ο Β κατά του Γ και όχι ο Α κατά του Β. Όμως, η κατάσχεση αυτή δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα παρά την περιέλευση της απαίτησης του Γ έναντι του Δ στα χέρια του Β. Τούτο διότι η εκ μέρους του Α πλαγιαστικήάσκηση των δικαιωμάτων του Β γίνεται για λογαριασμό του Β και δεν μπορεί να έχει άλλο αίτημα παρά μόνο την ικανοποίηση του Β. Βάσει λοιπόν της πλαγιαστικά διενεργούμενης κατάσχεσης στα χέρια του Δ, ο Β και όχι ο Α αποκτά απαίτηση κατά του Δ κατά τα άρθρα 988 και 989 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η δημιουργούμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο απαίτηση του Β κατά του Δ συνιστά πλέον περιουσιακό στοιχείο του Β, το οποίο ο Α μπορεί βεβαίως να κατασχέσει στα χέρια του Δ, σε εκτέλεση του δικού του εκτελεστού τίτλου κατά του Β. Και αυτό πράττει με μια παράλληλη δεύτερη κατάσχεση, την οποία σωρεύει στο ίδιο κατασχετήριο. Εκτυπώσατε ένα αντίτυπο αυτής της ενότητας για προσωπική χρήση. 3. Από τη φύση, συνεπώς, της κατάσχεσης στα χέρια τετάρτου ως δύο παράλληλα ασκουμένων κατασχέσεων καθίσταται σαφής η αναγκαιότητα της ύπαρξης και δύο εκτελεστών τίτλων, αντίθετα απ’ ότι ίσχυε, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο Ρόδου με την απόφασή του υπ’ αριθ. 233/2018, στην υπό ανάλυση υπόθεση: από τη μία ενός τίτλου του Β κατά του Γ, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στον Β να κατασχέσει στα χέρια του Δ την απαίτηση του Γ κατά του Δ. Από την άλλη ενός τίτλου του Α κατά του Β, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στον Α να κατασχέσει την απαίτηση του Β στα χέρια του Δ. Έλλειψη οποιουδήποτε από τους δύο αυτούς τίτλους καθιστά το σχήμα αδύνατο. Και αυτό επειδή στερεί την αντίστοιχη κατάσχεση από τον απαραίτητο νόμιμο τίτλο που θα την επέτρεπε. Ακριβώς όπως ορθά εντοπίζει το θέμα και η σχολιαζόμενη απόφαση. Σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου Ρόδου, ακόμη και αν ήθελε κριθεί εν προκειμένω ότι επρόκειτο για κατάσχεση εις χείρας τετάρτου, τότε θα έπρεπε να υπάρχει και δεύτερος εκτελεστός τίτλος της οφειλέτιδας του κατασχόντος απέναντι στο ανακόπτον ΝΠΔΔ (ΟΤΑ). Τέτοιος εκτελεστός τίτλος δεν υπήρχε. 4. Διαφορετικά θα ήταν βέβαια τα πράγματα στην περίπτωση της συντηρητικής κατάσχεσης, όπου εκεί ο νόμιμος τίτλος δεν είναι απαραίτητος και αρκεί η πιθανολόγηση της απαίτησης και του κινδύνου της. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, το δικαστήριο που εξετάζει την αναγκαιότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια τετάρτου, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τον διττό χαρακτήρα της και να εξετάσει κατά πόσο πιθανολογείται, τόσο η ύπαρξη όσο και ο κίνδυνος, όχι απλώς της απαίτησης του Α κατά του Β, για να επανέλθουμε στο παράδειγμά μας, αλλά και αυτής της απαίτησης του Β κατά του Γ. Τούτο διότι, στην ουσία, η σχετική απόφαση θα επιτρέψει τη συντηρητική κατάσχεση τόσο των περιουσιακών στοιχείων του Γ, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η απαίτησή του Γ κατά του Δ, όσο και των περιουσιακών στοιχείων του Β, στα οποία θα συμπεριλαμβάνεται πλέον και η απαίτησή του Β κατά του Δ.

[1] Ι. Δεληκωστόπουλος/Γ. Κοπακάκης, Κατάσχεση εις χείρας τετάρτου, ΧρΙΔ 2017. 248επ, 249.
[2] Βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙβ, Ειδικό μέρος2, 2018, σ. 38.
[3] Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος τρίτος2, Αθήναι 1980, σ. 1253.
[4] Στ. Δεληκωστόπουλος/Λ. Σινανιώτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Α΄, 1968, σ. 213.
[5] Μπρίνιας, ό.π., σ. 1255.

Κατάσχεση εις χείρας τετάρτου

Κατάσχεση εις χείρας τετάρτου 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

 

Δεληκωστόπουλος Ιωάννης, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο

Κοπακάκης Γεώργιος, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, LL.M University of London

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τεύχος Απριλίου 2017, σελ. 248

Η μελέτη αυτή ασχολείται με τη δυνατότητα επιβολής κανονικής ή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια τετάρτου, ως λυσιτελούς μηχανισμού ικανοποίησης ή εξασφάλισης επισφαλών απαιτήσεων. Αντιμετωπίζει τη δυνατότητα αυτή ως δικονομικά επιτρεπτό συνδυασμό δύο
ταυτοχρόνων κατασχέσεων στα χέρια τρίτου, μιας πλαγιαστικά ασκούμενης και μιας απλής. Εξετάζει το μηχανισμό της διττής αυτής κατάσχεσης, στο πλαίσιο της οποίας ο τέταρτος μετατρέπεται δικονομικά σε τρίτο, χρησιμοποιώντας ως υπόθεση εργασίας μια τετραμερή
σχέση διαδοχικών ενοχών. Τέλος, εξετάζει τη δυνατότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου στο πλαίσιο της διαιτητικής δίκης.

Ι. Αλυσιτελείς κατασχέσεις. Η αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου
Ο αυξημένος βαθμός αλυσιτελών κατασχέσεων εις χείρας των οφειλετών ή εις χείρας τρίτων αποτελεί μια πραγματικότητα. Εξωνομικοί
παράγοντες, όπως είναι η ανάγκη για επιβίωση των οφειλετών ιδίως σε εποχή οικονομικής κρίσης και η ανθρώπινη ιδιοτέλεια ανεξαρτήτως κρίσης, σε συνδυασμό με αμιγώς νομικές παραμέτρους, όπως το γεγονός ότι ενόψει ελλιπούς πληροφόρησης του δανειστή (1) ο εκάστοτε αφερέγγυος οφειλέτης με αφανή περιουσιακά στοιχεία εμφανίζεται στην καλύτερη των περιπτώσεων να είναι μόνο δικαιούχος απαιτήσεων, έχουν οδηγήσει στη μεγιστοποίηση του φαινομένου της καταδολίευσης των δανειστών (2). Ανεξαρτήτως των πτωχεύσεων (3), η καταδολίευση διογκώνεται ελλείψει άμεσης και λυσιτελούς ικανοποίησης των απαιτήσεων των κατασχόντων δανειστών εξαιτίας και των μεταβιβάσεων από τους οφειλέτες περιουσιακών στοιχείων τους σε τρίτα πρόσωπα με νομική αυτοτέλεια. Επί καταδολιευτικώς απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου, η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εμφανίζεται απρόσφορη (4). Και τούτο διότι εάν τα κατασχεθέντα δεν ανήκουν στον οφειλέτη, η συντηρητική κατάσχεση είναι άκυρη (5).
Σ’ αυτό το εισαγωγικό στάδιο της ανάλυσης χρήσιμο είναι ένα πρώτο παράδειγμα: ο Β είναι οφειλέτης του Α με βάση οριστική δικαστική απόφαση. Ο Β είναι επίσης μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος της ετερόρρυθμης εταιρείας Γ. Ο Β δεν έχει εμφανή περιουσιακά στοιχεία, καθώς έχει μεταβιβάσει όλα του τα ακίνητα στην Γ, αλλά διατηρεί απαίτηση έναντι της εταιρείας Γ για μερίσματα από τα κέρδη της εταιρείας. Ενόψει της υφιστάμενης αντιδικίας ανάμεσα στον Α και στον Β και του γεγονότος ότι ο Α θα μπορούσε να κατασχέσει το δικαίωμα του Β να λάβει μέρισμα από την Γ, ή να συμμετάσχει στο προϊόν της εκκαθάρισης, η εταιρεία Γ μεταβιβάζει τα ακίνητά της στο τέκνο του Β, Δ. Η εταιρεία Γ διατηρεί αξίωση έναντι του τέκνου του Β, Δ για τα πιστωθέντα δυνάμει των πωλητηρίων συμβολαίων τιμήματα. Όπως γίνεται αντιληπτό, η σχέση που δημιουργείται δεν είναι πλέον τριγωνική, αλλά τετραμερής. Έννομη πάντως σχέση ανάμεσα στο δανειστή Α και στο τέκνο Δ δεν υφίσταται, ούτε υπάρχει άμεση έννομη σχέση μεταξύ του οφειλέτη Β και του τέκνου του Δ. Κατασχέσεις από τον Α εις χείρας του Β ή εις χείρας του τρίτου Γ, από μόνες τους, καταλήγουν εν τοις πράγμασι ατελέσφορες.
Για την αντιμετώπιση της αποτροπής του κινδύνου κατεξοχήν χρήσιμη εμφανίζεται μία όχι και τόσο μοντέρνα (6), εν μέρει ξεχασμένη, αλλά πάντως πραγματική δικονομική δυνατότητα που διαθέτει ο δανειστής: αυτή της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου. Εκ πρώτης όψεως, ο όρος προβληματίζει.
Ερωτάται: Υπάρχει κατάσχεση εις χείρας τετάρτου; Και αν υπάρχει, γιατί όχι κατάσχεση εις χείρας πέμπτου, έκτου και ούτω καθεξής; Διότι,
αντίθετα με την κατάσχεση εις χείρας τετάρτου, που αποτελεί νόμιμο τρόπο άμεσης και λυσιτελούς ικανοποίησης της απαιτήσεως του δανειστή και είναι διαχρονικά αποδεκτή, υπό προϋποθέσεις βέβαια, τόσο από τη θεωρία (7) όσο και από τη νομολογία8, κατάσχεση εις χείρας πέμπτου, έκτου κλπ δεν επιτρέπεται (9). Έτσι, ειδικά για την κατάσχεση εις χείρας τετάρτου, το θέμα ετίθετο ως εξής από τη θεωρία ήδη από το 1935: «δανειστής τις δύναται να κατάσχη εις χείρας τετάρτου προσώπου τα ποσά τα οφειλόμενα εις τον οφειλέτην του οφειλέτου του. Παράδειγμα: Ο Primus είναι δανειστής του Secundus, ο Secundus είναι δανειστής του Tertius και ο Tertius του Quartus (10). Στην πραγματικότητα, κατ’ επιτρεπτή απλούστευση, η κατάσχεση εις χείρας τετάρτου είναι δύο ταυτόχρονες κατασχέσεις εις χείρας τρίτου σ’ ένα ενδεχομένως κατασχετήριο: μία πρώτη πλαγιαστικώς ασκούμενη κατάσχεση εις χείρας τρίτου και, συγχρόνως, ταυτόχρονα, μία δεύτερη απλή κατάσχεση εις χείρας τρίτου, υπό την αίρεση ότι υπάρχει η πρώτη. Στην πρώτη κατάσχεση, ο κατασχών, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος (11), ασκεί πλαγιαστικά τα δικαιώματα του οφειλέτη του,«κέκτηται την εξουσίαν» (12) προς επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Στη δεύτερη κατάσχεση, που δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία κλασσική, θα λέγαμε, κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ο κατασχών ενεργεί πλέον εξ ιδίου δικαίου (13) για να εξασφαλισθεί έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του και, πιθανώς, έναντι των κακόβουλων ενεργειών του οφειλέτη του, αλλά και του οφειλέτη του οφειλέτη του. Με αυτό τον τρόπο, με τις δύο δηλαδή ταυτόχρονες κατασχέσεις, η τετραμερής σχέση μετουσιώνεται, σύμφωνα και με την αρχή της οικονομίας της δίκης, σε δύο τριμερείς έννομες σχέσεις.

 

ΙΙ. Η ατελέσφορη πλαγιαστική αγωγή (14)
Δημιούργημα του γαλλικού δικαίου (‘action oblique’) (15), απόρροια του θεσμού του γενικού ενεχύρου των άρθρων 2092 επ. του γαλλικού ΑΚ16, η
πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 ΚΠολΔ, θεσμός γνωστός στην Ελλάδα ήδη από την ΠολΔ του 1834 στο άρθρο 1025 εδάφιο 217, αποτελεί πιστή
σχεδόν μετάφραση του άρθρου 1166 του γαλλικού ΑΚ18. Σύμφωνα με τη θέση που κρατεί στην ελληνική δικονομική επιστήμη, ο πλαγιαστικώς
ενάγων, ο οποίος στρέφεται κατά του οφειλέτη του αδρανούντος οφειλέτη του, ενεργεί στη δίκη ως μη δικαιούχος (νομιμοποιούμενος) διάδικος (19).
Καίτοι δηλαδή δεν είναι δικαιούχος του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος –φορέας του επίδικου δικαιώματος εξακολουθεί να είναι ο οφειλέτης– ο ενάγων δανειστής νομιμοποιείται παράλληλα να ασκήσει την αγωγή20, «κέκτηται την εξουσίαν προς διεξαγωγήν της συγκεκριμένης δίκης» (21). Καθοριστικό στοιχείο, επομένως, της πλαγιαστικής αγωγής είναι η επίκληση της ιδιότητας του ενάγοντα ως δανειστή του δανειστή του πλαγιαστικώς εναγόμενου οφειλέτη και των δικαιωμάτων που έχει κατά του οφειλέτη ο αδρανών να ασκήσει αυτά δανειστής. Με άλλα λόγια, με την πλαγιαστική αγωγή διασφαλίζεται έμμεσα η απαίτηση του δανειστή που την ασκεί για την προάσπιση της περιουσίας του οφειλέτη, ο οποίος αδρανεί (22).
Συνεπώς, για να λειτουργήσει ο μηχανισμός της πλαγιαστικής αγωγής απαιτείται κατ’ αρχήν να υπάρχει η ιδιότητα του δανειστή (23), στη συνέχεια να προκύπτει αδράνεια του οφειλέτη και να γίνεται επίκληση, επί ποινή αοριστίας της αγωγής (24), της αδράνειας του οφειλέτη. Η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή από το δικαίωμα του οφειλέτη και η αδράνεια του οφειλέτη θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του δανειστή για άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής (25). Στα αυτοκινητικά ατυχήματα, για παράδειγμα, υπάρχει, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα της άσκησης πλαγιαστικής αγωγής του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή. Μάλιστα, ως προς την ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, συνήθης δικηγορική πρακτική αποτελεί η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο της ευθείας αγωγής κατά του υπόχρεου και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του αλιστή. Η πρώτη αξίωση (παθόντος τρίτου κατά του υπόχρεου) έχει ως βάση την αδικοπραξία. Η δεύτερη αξίωση έχει ως βάση τη σύμβαση ασφάλισης (26), πηγή της είναι όμως η αδικοπραξία του ασφαλισμένου και την ασκεί ο παθών τρίτος, ζητώντας πλαγιαστικά έννομη προστασία και νομιμοποιούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος (27). Αμφισβήτηση βέβαια υπάρχει, σε αυτή την κατηγορία περιπτώσεων, για το αν απαιτείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έγερση της πλαγιαστικής αγωγής η προηγούμενη επίδοση στον ασφαλισμένο της ευθείας αγωγής του παθόντος τρίτου. Κατά μία θέση υποστηριζόμενη στη νομολογία28, όταν ο παθών τρίτος με το ίδιο δικόγραφο ασκεί ευθεία αγωγή κατά του υπόχρεου ασφαλισμένου και πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή, δεν προλαβαίνει να συντρέξει η κατά το νόμο προϋπόθεση της αδράνειας του οφειλέτη.
Σε μία τέτοια περίπτωση η πλαγιαστική αγωγή θεωρείται ότι ασκείται πρόωρα. Τούτο διότι δεν έχει γεννηθεί ακόμη αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, ούτε έχει επακολουθήσει αδράνεια του ασφαλισμένου, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής.
Η νομολογία αυτή κάθε άλλο παρά στερείται δογματικής θεμελίωσης. Σύμφωνα όμως με άλλη νομολογιακή θέση –η οποία νομίζω ότι είναι κατ’
αποτέλεσμα ορθότερη και τείνει να επικρατήσει– και «η οποία θέλει να αποκλείσει την απόρριψη της πλαγιαστικής αγωγής λόγω πρόωρης, για την άνω αιτία, ασκήσεώς της» (29), γίνεται δεκτό ότι όταν υπάρχει σώρευση στο ίδιο δικόγραφο της ευθείας αξίωσης κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το χρονικό σημείο επίδοσης της αγωγής στον υπόχρεο ασφαλισμένο.
Αρκεί η επίδοση του δικογράφου της αγωγής στον ασφαλισμένο να έχει γίνει κατά το χρόνο εκδίκασης των αγωγών στο δικαστήριο (30).
Σε κάθε περίπτωση πάντως, τόσο στο γαλλικό όσο και στο ελληνικό δίκαιο, πλαγιαστική αγωγή δε νοείται εάν ο πλαγιαστικώς ενάγων δεν έχει την
ιδιότητα του δανειστή έναντι του αδρανούντος τρίτου, δηλαδή του δικαιούχου της απαίτησης (31). Αυτός είναι και ο πυρήνας του μηχανισμού της
πλαγιαστικής αγωγής, που αποτελεί, εν τέλει, δικονομική «εξαίρεση από τη σχετική ενέργεια κάθε ενοχής» (32). Ειδικότερα, στο γαλλικό δίκαιο η
απαίτηση πρέπει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, χωρίς να απαιτείται ο δανειστής να διαθέτει εκτελεστό τίτλο (33). Στο ελληνικό δίκαιο πάντως (άρθρο 72 ΚΠολΔ), «οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί […]».
Αντίθετα όμως με την πλαγιαστική αγωγή που έχει ούτως ή άλλως μειωμένη πρακτική εφαρμογή (34) έναντι της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου αυτής καθ’ εαυτήν, αφού προαπαιτεί, θεωρητικώς έστω, αδράνεια του οφειλέτη, την ίδια στιγμή που έχει ως αίτημα την καταδίκη του τρίτου σε παροχή προς τον οφειλέτη του ενάγοντα δανειστή (35) διασφαλίζοντας έτσι μόνο έμμεσα την απαίτηση του δανειστή που την ασκεί για την προάσπιση της περιουσίας του αδρανούντος οφειλέτη, επί αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου, που θεμελιώνεται επίσης στο άρθρο 72 ΚΠολΔ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην πρώτη από τις δύο κατασχέσεις, δηλαδή την πλαγιαστικά ασκηθείσα κατάσχεση εις χείρας τρίτου, επέρχεται τελικά διά μέσου της δεύτερης ταυτόχρονης κατάσχεσης στέρηση του δικαιώματος της διαθέσεως του οφειλέτη. Με τη δεύτερη ταυτόχρονη κατάσχεση που δεν είναι τίποτε περισσότερο, όπως ελέχθη, από μία κλασσική κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ο κατασχών ενεργεί πλέον εξ ιδίου δικαίου για να εξασφαλισθεί έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του και, πιθανώς, έναντι των κακόβουλων ενεργειών του οφειλέτη του, αλλά και του οφειλέτη του οφειλέτη του. Με άλλες λέξεις, το κατ’ αρχήν αργόσυρτο και ατελέσφορο άρθρο 72 ΚΠολΔ είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί δραστικά για την κίνηση της διαδικασίας της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου (36), που είναι στην πραγματικότητα κατάσχεση εις χείρας τετάρτου. Ο οφειλέτης στερείται του δικαιώματος της διαθέσεως διότι, κατ’ άρθρο 984 παρ. 1 ΚΠολΔ, «απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντος η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση».
Σ’ αυτό το σημείο της ανάλυσης και πριν υπεισέλθουμε στο μηχανισμό αυτό καθ’ εαυτό της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου αναγκαία είναι η
ακόλουθη διευκρίνιση: άλλη είναι, προφανώς, η συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου και άλλη η αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας
τετάρτου. Η αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου απαιτεί την ύπαρξη δύο εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 ΚΠολΔ: έναν εκτελεστό τίτλο του δανειστή Α κατά του οφειλέτη Β και έναν άλλο εκτελεστό τίτλο του Β κατά του Γ (37). Η συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου απαιτεί τη συνδρομή επικείμενου κινδύνου και προϋποθέτει την έκδοση δικαστικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 707 ΚΠολΔ) ή, ενδεχομένως -αλλά αυτά ερευνώνται- την έκδοση διαταγής πληρωμής ή, πλέον, την έκδοση οριστικής μόνο δικαστικής απόφασης, κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ.

ΙΙΙ. Ο μηχανισμός της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου
Το αντικείμενο της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου δεν αποτελεί πραγματικό πρόβλημα. Με την έννοια ότι αντικείμενο της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου μπορεί να αποτελέσει οτιδήποτε αποτελεί αντικείμενο της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Αμφισβήτηση όμως δύναται να δημιουργηθεί ως προς το μηχανισμό της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου. Κατ’ αρχάς, ζήτημα γεννάται ως προς το αν μπορεί να διενεργηθεί συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου με βάση οριστική απόφαση, κατ’ εφαρμογή της καινούργιας εν μέρει ρύθμισης του άρθρου 724 ΚΠολΔ. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι, όπως προκύπτει από το Ν. 4335/2015, ο δανειστής μπορεί πλέον με βάση μόνο οριστική απόφαση να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση. Για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης με βάση οριστική δικαστική απόφαση εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 711 επ. ΚΠολΔ, με τη διαφορά –και αυτό δεν είναι αμελητέο– ότι «αντί για την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, εκτελείται και επιδίδεται η οριστική απόφαση» (38) (ό,τι δηλαδή ίσχυε για τη διαταγή πληρωμής πριν από το Ν. 4335/2015). Ερωτάται: μπορεί ο δανειστής (Α), του οποίου η απαίτηση μόνο κατά του Β είναι ήδη εξοπλισμένη με οριστική απόφαση, να επιβάλλει συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου (Δ) με βάση οριστική δικαστική απόφαση κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ ή οφείλει να ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και κατά του Γ βάσει του άρθρου 707 ΚΠολΔ; Κατά τη γνώμη μας, ο δανειστής που επιδιώκει να εγγράψει τη θεωρητικώς λιγότερο επαχθή (αλλά πάντως εξασφαλιστική) (39) προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο του Δ ή να κατάσχει συντηρητικά και εις χείρας τετάρτου (Δ) τα χρηματικά ποσά τα οποία οφείλονται στον οφειλέτη του οφειλέτη του, απαιτείται να ασκήσει πλαγιαστικά αντίστοιχη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του Γ προς εξασφάλιση της απαίτησης του Β και, στη συνέχεια, αφού πετύχει την έκδοση της σχετικής απόφασης που θα διατάζει την προσημείωση υποθήκης ή τη συντηρητική κατάσχεση σε βάρος του Γ, να ασκήσει πλαγιαστικά αγωγή κατά του Γ εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 715 παρ. 5 ΚΠολΔ. Αυτή είναι η πιο ασφαλής νομικά οδός, μεταξύ άλλων έναντι των υποθηκοφυλάκων (ως προς την προσημείωση υποθήκης)40, αλλά και η μόνη που εξασφαλίζει τα δικαιώματα των εκάστοτε τρίτων και τέταρτων (41). Παρόλο δηλαδή που δεν απαιτείται (χωρίς να αποκλείεται εκ προοιμίου) (42), κατά την άποψή μας, ανακοίνωση δίκης από τον αιτούντα (43) για τη διάταξη του σχετικού ασφαλιστικού μέτρου του άρθρου 707 ΚΠολΔ, ούτε είναι επιβεβλημένο εξ επόψεως παραδεκτού η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να στρέφεται κατά του τετάρτου, απαραίτητη εμφανίζεται η υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου τουλάχιστον κατά του Γ. Η απόφαση αυτή των ασφαλιστικών μέτρων είναι που θα τύχει στη συνέχεια της διπλής επίδοσης προς τον τέταρτο Δ, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 712 ΚΠολΔ. Ο μηχανισμός της κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου έχει ως εξής: Ο Δ οφείλει στον Γ. Ο Γ οφείλει στον Β. Ο Β οφείλει στον Α. Ο Α, μέσω της πρώτης κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, την οποία ασκεί πλαγιαστικά για λογαριασμό του Β, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος, δημιουργεί μία υποχρέωση του Δ, δηλαδή του τρίτου ως προς τον Β, να καταβάλει στον Β αντί του Γ. Η πρώτη όμως αυτή κατάσχεση που καταλήγει να γίνει στα χέρια τετάρτου (44) (Δ) δεν αρκεί, αφού αυτή διακωλύει τη διάθεση μόνο της απαίτησης του τρίτου (Γ) προς τον τέταρτο (Δ), η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης (45). Πράγματι, όπως επισημαίνεται (46), ελλείψει δεύτερης ταυτόχρονης χρονικά κατάσχεσης, δεν αποκλείεται η διάθεση να λάβει χώρα αμέσως μετά την επιβολή της πρώτης κατάσχεσης εις χείρας του Δ. Τούτο διότι η εφαρμογή του άρθρου 72 ΚΠολΔ εμποδίζει μόνο τη διάθεση της απαίτησης Γ έναντι Δ και μόνο χάριν του Β, χωρίς να μεταβιβάζει την απαίτηση του οφειλέτη Β στο δανειστή Α (47) ή, έστω, να εμποδίζει τη διάθεσή της από τον Β. Όμως, η πρώτη αυτή κατάσχεση που δημιουργεί την υποχρέωση του Δ, δηλαδή του τρίτου ως προς τον Β, να καταβάλει βάσει του άρθρου ΚΠολΔ 988 στον Β, δημιουργεί και μία καινούργια άμεση έννομη σχέση μεταξύ Β και Δ. Σ’ αυτή πλέον τη σχέση ο Δ είναι δεύτερος ως προς τον Β και οφειλέτης του. Γίνεται έτσι τρίτος και όχι τέταρτος ως προς τον Α. Συνεπώς, ο Α προβαίνει σε δεύτερη ταυτόχρονη κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ενεργώντας αυτή τη φορά στο όνομά του και όχι πλαγιαστικά. Στη δεύτερη αυτή κατάσχεση που κινεί ο Α, αυτός κατάσχει στα χέρια του Δ την απαίτηση που απέκτησε προηγουμένως εναντίον του, κατά τα αμέσως ανωτέρω, ο Β. Πρόκειται για δύο ταυτόχρονες κατασχέσεις σ’ ένα ενδεχομένως κατασχετήριο: μία πρώτη πλαγιαστικώς ασκούμενη κατάσχεση εις χείρας τρίτου και, συγχρόνως, μία δεύτερη απλή κατάσχεση εις χείρας τρίτου, υπό την αίρεση ότι υπάρχει η πρώτη. Στην πρώτη κατάσχεση, ο κατασχών Α, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος (48), ασκεί τα δικαιώματα του οφειλέτη του Β. Στη δεύτερη κατάσχεση, που δεν είναι τίποτε περισσότερο –το επαναλαμβάνουμε– από μία κλασσική κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ο κατασχών Α ενεργεί πλέον εξ ιδίου δικαίου (49). Στην κατάσχεση εις χείρας τετάρτου δεν υπάρχει πρόβλημα πολλαπλών κατασχέσεων (υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι δανειστές), ούτε ζήτημα αδράνειας του οφειλέτη γεννάται. Στη συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου πάντως, απαιτείται συνδρομή επικείμενου κινδύνου, δηλαδή, στην πραγματικότητα, διαρκώς μειούμενη περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη Β. Απλώς ενδεχόμενη απαίτηση καλύπτεται εδώ, αν και το αποτέλεσμα εξαρτάται, θεωρούμε, από την επιτυχή έκβαση της πρώτης κατάσχεσης (εις χείρας τετάρτου). Αυτή είναι η κρίσιμη νομικά. Για να εξασφαλισθεί όμως ο δανειστής Α πρέπει να γίνει και η δεύτερη κατάσχεση (εις χείρας τρίτου). Διαφορετικά, η απαίτηση μένει έωλη. Αν εφαρμόσουμε όλα τα παραπάνω στην αρχική υπόθεση εργασίας, η προβληματική μορφοποιείται δικονομικά ως εξής: ο Α, δανειστής του Β που είναι και ο μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος της ετερόρρυθμης εταιρείας Γ και η οποία έχει μεταβιβάσει τα ακίνητά της στο τέκνο του Β Δ, στρέφεται κατά περίπτωση με πλαγιαστική αγωγή ή με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των Β και Γ ζητώντας να αποκτήσει τίτλο που θα του δίνει το δικαίωμα να κατάσχει για λογαριασμό του Β αναγκαστικά ή συντηρητικά κατά περίπτωση την περιουσία του Γ, στην οποία περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η απαίτηση του Γ κατά του Δ, προκειμένου κατά περίπτωση να ικανοποιηθεί ή να εξασφαλισθεί η αξίωση του Β κατά του Γ. Ο Α δεν απαιτείται να ανακοινώσει τη δίκη στον Δ, ούτε χρειάζεται να στραφεί και κατά του Δ, ούτε και νομιμοποιείται, νομίζουμε, ενεργητικά να το πράξει. Ο Α, αμέσως μόλις αποκτήσει τον τίτλο αυτό, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος, ασκεί πλαγιαστικά την πρώτη αναγκαστική ή συντηρητική κατάσχεση (εις χείρας τρίτου) για λογαριασμό του Β, δημιουργώντας έτσι μία υποχρέωση του Δ, δηλαδή του τρίτου ως προς τον Β, να καταβάλει στον Β. Η πρώτη αυτή κατάσχεση καταλήγει να γίνει στα χέρια τετάρτου, ως προς τον Α, Δ. Ταυτόχρονα ο Α προβαίνει σε δεύτερη κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ενεργώντας στο όνομά του και όχι πλέον πλαγιαστικά. Στη δεύτερη αυτή κατάσχεση που κινεί ο Α, αυτός κατάσχει στα χέρια του Δ την απαίτηση που απέκτησε έναντι του Δ ο Β. Πρόκειται για δύο κατασχέσεις που γίνονται συγχρόνως. Πιο συγκεκριμένα, ο δανειστής Α ζητάει πλαγιαστικά και προς ικανοποίηση ή διασφάλιση της απαίτησης που έχει ο Β έναντι της εταιρείας Γ να λάβει μέρισμα από τα κέρδη ή το προϊόν διανομής αυτής, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της Γ, στην οποία περιλαμβάνονται και οι αξιώσεις της τελευταίας έναντι του Δ δυνάμει των πωλητηρίων συμβολαίων των ακινήτων. Έχοντας επιτύχει την έκδοση του σχετικού τίτλου, κατάσχει για λογαριασμό του Β την απαίτηση της Γ στα χέρια του Δ. Ο Δ πλέον υποχρεούται να καταβάλει στον Β. Ταυτόχρονα όμως ο Α, ως δανειστής του Β, κατάσχει την οφειλή αυτή στα χέρια του Δ και απαιτεί να την καταβάλει ο Δ, όχι πλέον στον Β, αλλά απ’ ευθείας στον ίδιο τον Α.

ΙV. Συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου και ρήτρα διαιτησίας
Κατ’ άρθρο 715 παρ. 5 ΚΠολΔ, «μέσα σε τριάντα ημέρες από την επίδοση στον οφειλέτη του εγγράφου για την κατάσχεση ο δανειστής οφείλει να ασκήσει εναντίον του αγωγή για την κύρια απαίτηση, που να απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο. Δεν απαιτείται να ασκηθεί αγωγή, αν έχει ήδη ασκηθεί η αγωγή για την κύρια απαίτηση ή η συντηρητική κατάσχεση έγινε με βάση διαταγή πληρωμής ή αν επιδοθεί διαταγή πληρωμής μέσα στην παραπάνω προθεσμία». Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 889 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν διατάχθηκε ασφαλιστικό μέτρο από το αρμόδιο δικαστήριο και ορίστηκε προθεσμία για την άσκηση αγωγής ή, μεταξύ άλλων, συντρέχει περίπτωση να εφαρμοστεί το άρθρο 715 παρ. 5 ΚΠολΔ, ο αιτών είναι υποχρεωμένος να προκαλέσει την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία (50). Όπως επισημαίνεται στη θεωρία (51), το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης συνεπάγεται σοβαρή επιβάρυνση για την περιουσία του οφειλέτη, μιας και συνέπεια της κατάσχεσης είναι, κατ’ άρθρο 715 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ακυρότητα της διάθεσης των πραγμάτων που κατασχέθηκαν. Συνεπώς, αν ο δανειστής δεν ασκήσει αγωγή για την κύρια απαίτησή του ενώπιον των πολιτειακών δικαστηρίων ή αν δεν κινήσει τη διαδικασία ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου μέσα σε τριάντα ημέρες από την επίδοση στον οφειλέτη του εγγράφου για την κατάσχεση, τότε το ασφαλιστικό μέτρο αίρεται αυτοδικαίως (52). Δεν απαιτείται νέα δικαστική απόφαση. Επομένως, τυχόν αίτηση για ανάκληση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται ελλείψει εννόμου συμφέροντος (53). Ό,τι ισχύει, κατά πάγια θέση, για τη συντηρητική κατάσχεση και τη διαιτησία, ισχύει, θεωρούμε, για τη συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου. Ζήτημα γεννάται, σ’ ένα βαθμό, ως προς τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων εάν έχει συνομολογηθεί ρήτρα διαιτησίας. Στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για ημεδαπή διαιτησία, είτε πρόκειται για διεθνή εμπορική διαιτησία του Ν. 2735/1999, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν πάντα την εξουσία να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα ακόμη και όταν η κύρια διαφορά έχει υπαχθεί σε διαιτησία. Μόνο που στην πρώτη εκ των ανωτέρω περιπτώσεων, ήτοι επί ημεδαπής διαιτησίας, αντίθετα απ’ ό,τι ισχύει πλέον στα περισσότερα αλλοδαπά δίκαια (54), σύμφωνα με κανόνα αναγκαστικού δικαίου55, δεν ισχύει συμφωνία διαιτησίας σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 685 ΚΠολΔ), ενώ, κατ’ άρθρο 889 παρ. 1 ΚΠολΔ, «οι διαιτητές δεν μπορούν να διατάζουν, να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα». Δηλαδή, αποκλειστικά στην εσωτερική διαιτησία (56), «επικείμενης ή αρξαμένης και εκκρεμούσης της διαιτητικής διαδικασίας» (57), εξακολουθεί να υφίσταται η αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων (58). Εάν οι διαιτητές παρά ταύτα εκδώσουν απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αυτή δεν επιφέρει νόμιμες συνέπειες, είναι ανύπαρκτη (59). Αντίθετα, επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή του Ν. 2735/1999 (60), υφίσταται, κατά κρατούσα θέση στην επιστήμη (61) και στη νομολογία (62), παράλληλη δικαιοδοσία τόσο των πολιτειακών δικαστηρίων, όσο και του διαιτητικού δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2735/1999, αν τα μέρη δεν συμφώνησαν διαφορετικά, υπάρχει εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου, με αίτημα ενός μέρους, να διατάσσει «τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς». Εξάλλου, κατ’ άρθρο 9 του Ν. 2735/1999, διατηρείται η εξουσία των πολιτειακών δικαστηρίων να διατάζουν «ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με το αντικείμενο της διαιτησίας πριν ή μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας». Ειδικά για τα ασφαλιστικά μέτρα που απευθύνονται κατά τρίτου ή τετάρτου, αυτά δεν μπορούν να ληφθούν από το διαιτητικό δικαστήριο (63). Μπορούν όμως να ληφθούν από τα αρμόδια πολιτειακά δικαστήρια. Κατεξοχήν τέτοιο μέτρο είναι η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τετάρτου παρά τη ρήτρα διαιτησίας που έχει συνομολογηθεί. Αν ο δανειστής δεν κινήσει τη διαδικασία ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου μέσα σε τριάντα ημέρες από την επίδοση στον οφειλέτη του εγγράφου για την κατάσχεση, τότε το ασφαλιστικό μέτρο αίρεται αυτοδικαίως. Διαφορετικά, ο τέταρτος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το πολιτειακό δικαστήριο την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 696 παρ. 1 ΚΠολΔ. Θα πρέπει όμως να δικαιολογεί έννομο συμφέρον, ήτοι εν προκειμένω ουσιαστικό δικαίωμα υπέρτερο ή έστω ισοδύναμο με εκείνο που εξασφαλίσθηκε προσωρινά με το διαταχθέν ασφαλιστικό μέτρο. Η επίκληση μόνο βλάβης, από μόνη της, δεν αρκεί.

1. Για μία σύνοψη των περιπτώσεων στις οποίες τα έγγραφα είναι ανεπίδεκτα επιδείξεως στις ιδιωτικές διαφορές στην ελληνική έννομη τάξη βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Η αναζήτηση της αλήθειας στην πολιτική δίκη, 2016, σ. 185188. Το ζήτημα της επίδειξης εγγράφων είναι βέβαια ένα μέρος μόνο της προβληματικής σχετικά με την ελλιπή πληροφόρηση του δανειστή.

2. Για την έννοια της καταδολίευσης δανειστών από την πλούσια βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά Μ. Αυγουστιανάκη, Η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, 1991· Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, 2η έκδοση, 2015, σ. 767 επ. Από την πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. Ι. Σπυριδάκη, Η κατάσταση καταδολιεύσεως, ΕφΑΔ 2016, 999 επ. Για τα αποτελέσματα της παυλιανής διάρρηξης ειδικά βλ. Στ. Ματθία, ΕλλΔνη 1989, 1273 επ.

3. Για ένα πρόσφατο ενδιαφέρον νομολογιακό παράδειγμα μεταβίβασης από τον μετέπειτα πτωχό σε τρίτο προς καταδολίευση των δανειστών του πριν από την ύποπτη περίοδο και απόρριψης της αίτησης για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ελλείψει πιθανολόγησης επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης όπως και ευδοκίμησης της αγωγής διάρρηξης βλ. ΜΠρΘεσ 4012/2014 [Μ. Κουκουδέα] Αρμ 2015, 91 επ., με παρατηρήσεις Χ. Ευθυμίου, 9699.

4. Λ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, 2010, σ. 65.

5. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Κράνης), Ερμηνεία ΙΙ, 2000, άρθρο 707, αριθ. 2.

6. Η συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τετάρτου πηγάζει στη νομολογιακή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1025 παρ. 2 της Πολιτικής Δικονομίας του Maurer. Έτσι, Π. ΓέσιουΦαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Ειδικό μέρος ΙΙ, 2001, σ. 694695.

7. Βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος τρίτος, Β’ έκδοσις, 1980, σ. 1245 επ.· ΓέσιουΦαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ό.π., σ. 693 επ.· Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Ειδικό μέρος ΙΙ, 2012, σ. 617. \

8. Βλ. ΜΠρΕυρ 46/1971 [Ε. Σούσουλας] Δ 1972, 297 επ., με παρατηρήσεις Παπακαρυά, Μπρίνια και Μπέη, σ. 300 επ.· ΜΠρΑθ 6043/1994 [Δ. Καπετσώνης] ΤΝΠ ΔΣΑ.

9. ΓέσιουΦαλτσή, ό.π., σ. 695.

10. Γ. Ράμμος, σε Glasson/Tissier/Morel, V, 1935, σ. 316.

11. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος τρίτος, ό.π., σ. 1253.

12. Στ. Δεληκωστόπουλος/Λ. Σινανιώτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Α’, 1968, σ. 213.

13. Μπρίνιας, ό.π., σ. 1255.

14. Βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2014, 1612 επ. = Τιμητικός τόμος Ν. Κλαμαρή, 2016, σ. 101 επ.

15. Κατ’ άρθρο 1166 του γαλλικού Αστικού Κώδικα, «néanmoins, les créanciers peuvent exercer tous les droits et actions de leur débiteur, à l’exception de ceux qui sont exclusivement attachés à la personne». Πρόκειται για τη μόνη διάταξη στο γαλλικό ΑΚ που αναφέρεται στην πλαγιαστική αγωγή. Κατά τα λοιπά, στο ισχύον γαλλικό δίκαιο η “action oblique” είναι δημιούργημα της νομολογίας. Έτσι, F. Terré/Ph. Simler/Y. Lequette, Droit civil. Les obligations, 11ème édition, Dalloz 2013, p. 1195. Όπως επισημαίνεται, «le Code civil étant muet sur le régime de l’action oblique – l’article 1166 précité est le seul texte évoquant cette action – la jurisprudence a progressivement élaboré et adapté les conditions de sa mise en oeuvre». Βλ. και J. Carbonnier, Droit civil, Tome 4, Les obligations, 16ème édition, PUF 1992, p. 6513· Ch. Larroumet, Droit civil, Tome III, 2ème édition, Economica 1990, p. 523.

16. Βλ. Λ. Κιτσαρά, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σ. 5. 17. Βλ. Κ. Καλαβρό, Παρατηρήσεις τινές εξ αφορμής της πλαγιαστικής αγωγής, Δ 1977, 474· Κ. Μακρίδου, Οι σχέσεις δανειστή και οφειλέτη στην πλαγιαστική αγωγή, ΕλλΔνη 1983, 1172.

18. Έτσι, Σινανιώτης, Η νομιμοποίησης των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σ. 231· Μακρίδου, ΕλλΔνη 1983, 1173.

19. Έτσι, Ράμμος, Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, E΄ έκδοσις, 1961, σ. 193 και υποσημείωση 1β· Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, Ερμηνεία Α΄, ό.π., σ. 213· Καλαβρός, Δ 1977, 483· Μακρίδου, ΕλλΔνη 1983, ιδίως 1175· Στ. Κουσούλης, Η κύρια παρέμβαση στην πολιτική δίκη, 1987, σ. 257· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Ι, 2000, άρθρο 72, αριθ. 3· Κιτσαράς, ό.π., σ. 89· Ν. Κλαμαρής/Στ. Κουσούλης/Στ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2012, σ. 339· Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Ι, 2012, άρθρο 72, αριθ. 5 και άρθρο 325, αριθ. 8.

20. Έτσι, Καλαβρός, Δ 1977, 488489. Βλ. και Κουσούλη, Η κύρια παρέμβαση στην πολιτική δίκη, σ. 257.

21. Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, Ερμηνεία Α΄, σ. 213.

22. Έτσι, ΑΠ 369/2011 [Εισηγητής Ν. Λεοντής] ΝοΒ 2011, 2151.

23. Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1589/1999 [Εισηγητής Ζ. Κώττας] ΕλλΔνη 2000, 176 επ., ιδίως 179.

24. Από την πρόσφατη νομολογία βλ. π.χ. ΜΠρΘεσ 2005/2016 [Ι. Ελευθεριάδης] ΕλλΔνη 2016, 1702 επ., με παρατηρήσεις Α. Πλεύρη, 1703 επ.

25. Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, ό.π., σ. 212· Γ. Μητσόπουλος/Κ. Κεραμεύς, ΕλλΔνη 1983, 13.

26. Βλ. Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, σ. 622.

27. Πάγια νομολογία. Βλ. π.χ. ΑΠ 235/2010 [Εισηγήτρια Γ. Λαλούση] ΕφΑΔ 2010, 828.

28. Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 2152/1990 Δ 1991, 125 επ., με σύμφωνες παρατηρήσεις Κρητικού, 127 επ., 128· ΕφΑθ 7854/2001 [Εισηγήτρια Ε. Τσελεχοβίτου] ΕλλΔνη 2002, 171 επ.· ΕφΑθ 4959/2001 [Εισηγητής Χ. Αθανασίου]· ΑΠ 798/2012 [Εισηγητής Π. Ρουμπής] ΕλλΔνη 2012, 1241 επ., με παρατηρήσεις Δεληκωστόπουλου, 1242 επ.

29. Κρητικός, ό.π., σ. 713.

30. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 398/2007, ΑΠ 1535/2007, ΑΠ 598/2009 ΝοΒ 2009, 1715, ΑΠ 1544/2010 ΝοΒ 2011, 988, ΑΠ 69/2011 [Εισηγήτρια Δ. Υφαντή] ΕλλΔνη 2011, 1350.

31. Για το γαλλικό δίκαιο βλ. Terré/Simler/Lequette, Droit civil. Les obligations, op. cit. («l’action oblique est ouverte à tout créancier – mais seulement aux créanciers»).

32. Μ. Σταθόπουλος, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 2004, σ. 183.

33. G. Marty/P. Raynaud/Ph. Jestaz, Droit civil. Les obligations, 2ème édition, Tome 2, Sirey 1989, p. 136.

34. Βλ. και Πλεύρη, ΕλλΔνη 2016, 1704.

35. Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, Ερμηνεία Α΄, σ. 214. 36. Έτσι, Μπρίνιας, ό.π., σ. 1247.

37. Βλ. Μπρίνια, ό.π., σ. 1255· ΓέσιουΦαλτσή, ό.π., σ. 697.

38. Ι. Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδοση, 2016, σ. 240.

39. Γ. Ορφανίδης, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση, 2004, σ. 124125.

40. Για το σημαντικό ζήτημα αν είναι δυνατή η επιβολή προσημείωσης υποθήκης με πλαγιαστική υποβολή της αιτήσεως από το δανειστή πριν τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Δ΄, σ. 186· Χ. Απαλαγάκη, Προσημείωση υποθήκης, 2005, σ. 141 επ.) ή αν μπορεί να διαταχθεί μόνο η δικαστική μεσεγγύηση του μεταβιβασθέντος βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 64 επ., 68· Κ. Γεωργίου (επιμέλεια Μ. Βαρκλαντή), Ασφαλιστικά Μέτρα, 2015, σ. 441446. Σύμφωνα με την Πίψου (ό.π., σ. 68), δεν είναι δυνατή η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο ακίνητο του τρίτου πριν διαταχθεί η διάρρηξη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Από τη νομολογία βλ. ΜΠρΑθ 3601/2008 [Στ. Αλεξανδράκη] ΕλλΔνη 2008, 11111112 (δεν είναι δυνατή η επιβολή προσημείωσης πριν γίνει διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, μπορεί όμως να διαταχθεί η μεσεγγύηση του μεταβιβασθέντος)· ΜΠρΘεσ 1092/2013 [Χ. Μαυρίδης] ΕλλΔνη 2014, 573, με παρατηρήσεις Γεωργίου, 573576, με σημείωση Σ. Μούζουρα, 577578 (κατάλληλο ασφαλιστικό μέτρο είναι αυτό της δικαστικής μεσεγγύησης)· ΜΠρΘεσ 6274/2013 [Χ. Μαυρίδης] ΕφΑΔ 2015, 1169 επ., ιδίως 1170 (νόμω αβάσιμη η αίτηση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, εφόσον ο οφειλέτης είναι μη διάδικος που δεν είναι κύριος, πλέον, του επίμαχου ακινήτου). Πρβλ. υπέρ της θέσεως ότι προσφορότερο εξασφαλιστικό μέτρο είναι η προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου ΜΠρΘεσ 8/2009 [Π. Χριστιάς] Αρμ 2009, 252253 (το προσήκον ασφαλιστικό μέτρο δεν είναι η δικαστική μεσεγγύηση, αλλά η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης που ακολουθεί το επίμαχο ακίνητο σε κάθε μεταβίβασή του. Καθ’ ου η αίτηση μπορεί να είναι και τρίτος, στον οποίο μεταβιβάσθηκε εικονικώς από τον οφειλέτη το ακίνητο, ή εάν πιθανολογείται ότι η μεταβίβαση στον τρίτο είναι καταδολιευτική κατά το άρθρο 939 ΑΚ)· ΜΠρΑθ 2173/2011 [Μ. Παπαδογρηγοράκου] ΝοΒ 2011, 958 επ.· ΜΠρΘεσ 115/2013 [Θ. Τσαμαδιά] ΕλλΔνη 2013, 514 επ., ιδίως 515. Σχετικά επισημαίνεται, ότι αντίθετα με τη συντηρητική κατάσχεση, στην προσημείωση «δεν είναι αναγκαία η έγερση αγωγής για την ασφαλιζόμενη απαίτηση εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος» (Ορφανίδης, ό.π., σ. 127). Το ελληνικό δίκαιο δεν γνωρίζει την «εμπράγματη συντηρητική κατάσχεση» του γερμανικού δικαίου (βλ. Ορφανίδη, ό.π., σ. 125).

41. Αυτοί έχουν, εφόσον δεν θεωρούνται πρόσωπα που ταυτίζονται με τους διαδίκους (ΜΠρΑθ 2946/2010 ΧρΙΔ 2010, 4678), σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να ζητήσουν την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 696 παρ. 1 ΚΠολΔ. Θα πρέπει όμως να δικαιολογούν έννομο συμφέρον, ήτοι εν προκειμένω ουσιαστικό δικαίωμα υπέρτερο ή έστω ισοδύναμο με εκείνο που εξασφαλίσθηκε προσωρινά με το διαταχθέν ασφαλιστικό μέτρο. Η επίκληση μόνο βλάβης, από μόνη της, δεν αρκεί. Η αίτηση απευθύνεται εναντίον όλων των διαδίκων. Βλ. Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοσις τρίτη, 1980, σ. 80· Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, V, 1983, σ. 192· Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 1989, σ. 61 επ.· Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Δ΄, 1996, σ. 121· Γ. Νικολόπουλο, Η ανάκληση των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων, Η σύγχρονη δυναμική των ασφαλιστικών μέτρων, 1999, σ. 90 επ., 945· Μαργαρίτη/Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΙΙ, άρθρο 696 αριθ. 9· Νικολόπουλο, Η ανάκληση των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων, Γ΄ έκδοση, 2014, σ. 114· Δ. Κράνη, Προσωρινή διαταγή, ανάκληση και μετενέργεια των ασφαλιστικών μέτρων, 2013, σ.

43· Χαμηλοθώρη, ό.π., σ. 78. Από τη νομολογία βλ. π.χ. ΜΠρΘεσ 572/1970 [Β. Κόκκινος] Δ 1971, 786 επ.· ΜΠρΑθ 1042/1983 [Στ. Πατεράκης] ΝοΒ 1983, 1221 επ., σημείωση Ν. Δημαρά, 12251226, Δ 1983, 154 επ., με παρατηρήσεις Μ. Μαντζουράνη, Μπέη, 159 επ.· ΜΠρΑθ 18574/1986 [Γ. Χλαμπουτάκης] Δ 1987, 346 επ., με παρατηρήσεις Κ. Παναγόπουλου, 356 επ.· ΜΠρΑθ 4087/1995 [Μ. Μαραγκάκης] ΕλλΔνη 1998, 221222· ΜΠρΑθ 5964/2006 [Α. Λαμπροπούλου] ΧρΙΔ 2007, 64 επ. 42. Βλ. ΜΠρΕυρ 46/1971, ό.π., 298. 43. Πρβλ. όμως ΓέσιουΦαλτσή, ό.π., σ. 697, υποσ. 195.

44. ΓέσιουΦαλτσή, ό.π., σ. 693 και σ. 696.

45. Έτσι ΜΠρΑθ 6043/1994, ό.π.

46. Μπρίνιας, ό.π., σ. 1254.

47. Μπρίνιας, ό.π.

48. Μπρίνιας, ό.π., σ. 1253.

49. Μπρίνιας, ό.π., σ. 1255.

50. Ως προς το χρόνο έναρξης της εσωτερικής διαιτητικής διαδικασίας, το θέμα δεν ρυθμίζεται από τον ΚΠολΔ. Υπάρχει νομοθετικό κενό (Σταματόπουλος, ΕΠολΔ 2008, 788). Ως χρόνος έναρξης πρέπει να οριστεί, κατά κρατούσα θέση (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Φουστούκος, Ερμηνεία ΙΙ, άρθρο 886, αριθ. 1· ΜΠρΠειρ 6747/2009 ΕΠολΔ 2009, 691 επ., 693 με σημείωμα Π. Γιαννόπουλου, 693694), αν τα μέρη δεν έχουν ορίσει διαφορετικά, «η χρονολογία επιδόσεως του εισαγωγικού εγγράφου της διαιτητικής δίκης που απευθύνει ο ενδιαφερόμενος στον αντίδικό του, σε τρίτον του άρθρου 876 ΚΠολΔ ή σε κέντρο μόνιμης διαιτησίας του άρθρου 902 ΚΠολΔ και με το οποίο καθορίζεται η διαφορά και ορίζεται διαιτητής». Επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, κατ’ άρθρο 21 του Ν. 2735/1999, η διαιτητική διαδικασία αρχίζει, αν τα μέρη δεν έχουν ορίσει διαφορετικά, «από την ημέρα κατά την οποία η αίτηση διαιτησίας περιέρχεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται».

51. Στ. Σταματόπουλος, Άσκηση κύριας αγωγής στη διαιτησία μετά την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ΕΠολΔ 2009, 605 επ., 607.

52. Βλ. Σταματόπουλο, ό.π., 607.

53. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1392/2009 [Εισηγητής Χ. Ζώης] ΧρΙΔ 2010, 460461.

54. Π.χ. στο γερμανικό δίκαιο και στο γαλλικό δίκαιο. Για τις αλλοδαπές ρυθμίσεις συνολικά βλ. Χρ. Τριανταφυλλίδη, Τα ασφαλιστικά μέτρα στις διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, 2008, σ. 375 επ. Για τα ισχύοντα στη Γαλλία βλ. Ch. Seraglini/J. Ortscheidt, Droit de l’arbitrage interne et international, Montchrestien 2013, p. 617 et s.· J.B. Racine, Droit de l’arbitrage, PUF 2016, p. 233 et s. Στη Γαλλία ειδικά, κατά κρατούσα και εν μέρει αμφιλεγόμενη νομολογιακή εφαρμογή, εάν έχει συμφωνηθεί από τα μέρη ή εάν αυτό προκύπτει από τον κανονισμό του διαιτητικού κέντρου (όχι για το ICC), η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα δύναται να είναι αποκλειστική. Κρίσιμο στοιχείο είναι εν προκειμένω το περιεχόμενο του κανονισμού του διαιτητικού κέντρου, αν δηλαδή προβλέπει αποκλειστική δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου ή συντρέχουσα δικαιοδοσία τόσο των πολιτειακών δικαστηρίων, όσο και του διαιτητικού δικαστηρίου. Έτσι, Seraglini/Ortscheidt, Droit de l’arbitrage interne et international, op. cit., p. 6189· Racine, Droit de l’arbitrage, op. cit., p. 237238.

55. Βλ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, 2006, σ. 103· Σταματόπουλο, ΕΠολΔ 2008, 794.

56. Βλ. ΠρΑναθΕπιτρ 1967, σ. 3689

(μειοψηφούσα γνώμη Βαμβέτσου).

57. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Τόμος τέταρτος, 1985, σ. 2174.

58. Για μία νομολογιακή εφαρμογή βλ. ΜΠρΑθ 21374/2011 [Μ. Γουλιανού] ΕΠολΔ 2012, 523 επ., με σημείωμα Γιαννόπουλου, 5245.

59. Ράμμος, ό.π., σ. 2175.

60. Για την ανάλυση πριν από το Νόμο 2735/1999 βλ. Καλαβρό, Ο πρότυπος νόμος Uncitral για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, Θεμελιώδη ζητήματα της πολιτικής δικονομίας, 1991, σ. 309 επ. Για το Ν. 2735/1999 και τα ασφαλιστικά μέτρα βλ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, ό.π., σ. 104 επ.· Σταματόπουλο, ΕΠολΔ 2008, 794· Τριανταφυλλίδη, ό.π., σ. 370 επ.· Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2014, 374375·

Ι. Φιλιώτη, Διαιτησία και ασφαλιστικά

μέτρα, ΕΠολΔ 2015, 12 επ.

61. Κουσούλης, ό.π., σ. 104· Σταματόπουλος, ΕΠολΔ 2008, 794· Γιαννόπουλος, ΕΠολΔ 2014, 374· Φιλιώτης, ό.π., 13. Πρβλ. Τριανταφυλλίδη, ό.π.,

σ. 380 (“επικουρική” δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων στην περίπτωση που τα μέρη έχουν προσφύγει στη διαιτησία).

62. Βλ. π.χ. ΜΠρΘεσ 21480/2013 [Χρ. Τριανταφυλλίδης] ΕΠολΔ 2014, 371 επ., με σημείωμα Γιαννόπουλου, 374375.

63. Βλ. και Φιλιώτη, ό.π., 13.

Επιλογές Απορρήτου

Μπορείτε να ορίσετε τις προτιμήσεις σας συγκατάθεσης και να προσδιορίσετε με ποιους τρόπους θέλετε να χρησιμοποιούνται τα δεδομένα σας σύμφωνα με τους παρακάτω σκοπούς. Μπορείτε να ορίσετε τις προτιμήσεις σας για εμάς, ανεξάρτητα από αυτές για τους τρίτους συνεργάτες μας. Κάθε σκοπός συνοδεύεται από μια περιγραφή, ώστε να γνωρίζετε με ποιους τρόπους χρησιμοποιούμε, εμείς και οι συνεργάτες μας, τα δεδομένα σας.

Για λόγους απόδοσης και ασφάλειας χρησιμοποιούμε το Cloudflare
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ
Το Cloudflare χρησιμοποιεί τα cookies _cflb, _cf_bm και _cfduid για να μεγιστοποιήσει τους πόρους δικτύου, να διαχειριστεί την επισκεψιμότητα και να προστατεύσει τους ιστότοπους των πελατών μας από κακόβουλη επισκεψιμότητα.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε το προσαρμοσμένο περιεχόμενο.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τον κώδικα παρακολούθησης του Google Analytics.
Το Google Analytics είναι ένα εργαλείο που βοηθά τους ιδιοκτήτες ιστοτόπου να μετρήσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των χρηστών με το περιεχόμενο του ιστότοπου. Καθώς ένας χρήστης περιηγείται σε ιστοσελίδες, το Google Analytics παρέχει ετικέτες JavaScript (βιβλιοθήκες) για τους ιδιοκτήτες ιστοτόπων για την καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τη σελίδα που έχει δει ο χρήστης, για παράδειγμα, η διεύθυνση URL της σελίδας. Οι βιβλιοθήκες JavaScript του Google Analytics χρησιμοποιούν τα cookies HTTP για να "θυμούνται" τι έχει κάνει ένας χρήστης σε προηγούμενες σελίδες / αλληλεπιδράσεις με τον ιστότοπο.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τις γραμματοσειρές Google.
Οι Γραμματοσειρές Google καταγράφουν αρχεία των CSS και των αιτημάτων αρχείων γραμματοσειράς και η πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα διατηρείται ασφαλής. Οι συνολικοί αριθμοί χρήσης παρακολουθούν πόσο δημοφιλείς οικογένειες γραμματοσειρών είναι και δημοσιεύονται στη σελίδα αναλυτικών στοιχείων. Χρησιμοποιούμε δεδομένα από τον ανιχνευτή ιστού της Google για να εντοπίσουμε ποιοι ιστότοποι χρησιμοποιούν γραμματοσειρές Google. Αυτά τα δεδομένα δημοσιεύονται και είναι προσβάσιμα στη βάση δεδομένων BigQuery της γραμματοσειράς Google. Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με τις πληροφορίες που συλλέγει η Google και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται και διασφαλίζεται, ανατρέξτε στην Πολιτική Απορρήτου της Google.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τους Χάρτες Google.
Για τους χρήστες του API Χάρτας Ενσωμάτωσης Χαρτών, η Google χρησιμοποιεί ανώνυμα cookies για να καθορίσει τον αριθμό μοναδικών χρηστών του API. Η Google συγκεντρώνει επίσης στατιστικά στοιχεία σχετικά με τους τύπους λειτουργιών που χρησιμοποιούνται από το προϊόν των Χαρτών.


Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τις ενσωματώσεις βίντεο.
Οι πάροχοι των βίντεο (π.χ. YouTube, Vimeo) μπορεί να συλλέγουν δεδομένα για τους χρήστες και να κάνουν καταγραφή πληροφοριών που βοηθά να μετρήσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των χρηστών με το περιεχόμενο του ιστότοπου. Ενεργοποιώντας τις ενσωματώσεις βίντεο, αποδέχεστε τους όρους χρήσης που αναφέρει κάθε πάροχος στη στην πολιτική απορρήτου του.

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.