Χωρίς κατηγορία

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ στην αίτηση ακύρωσης της Αυτοδιαχείρισης κατά της άδειας της ΕΔΕΜ

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ στην αίτηση ακύρωσης της Αυτοδιαχείρισης κατά της άδειας της ΕΔΕΜ 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Αριθμός 2105/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Μ. Καραμανώφ, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Αντωνόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνης, Ελ. Παπαδημητρίου, Μ. Σωτηροπούλου, Π. Τσούκας, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Μίντζια, Α. Σδράκα, Ιφ. Αργυράκη, Ν. Σκαρβέλης, Στ. Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Ο. Νικολαράκου, Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Κονιδιτσιώτου και Α. Σδράκα, καθώς και η Πάρεδρος Δ. Μαυροπόδη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 5 Μαρτίου 2020 αίτηση:

του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ – Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ – ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Κοραή 3), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Λαζαράτο (Α.Μ. 14350), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία παρέστη με την Αγγελική Καστανά, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινόντων: Α. Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.), που εδρεύει στην Αθήνα (Μετσόβου 5), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους α. Φίλιππο Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310) και β. Μελέτιο Μουστάκα (Α.Μ. 10371), που τους διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρός του, Παναγιώτης Τσίρης, Β. Αστικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ-ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (Ε.Δ.Ε.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Σίνα 23), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: α. Ιωάννη Δρόσο (Α.Μ. 7760) και β. Μαρία Πετροπούλου (Α.Μ. 32882), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, Γ. Ελένης Γιαννατσούλια του Αθανασίου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Οδ. Ανδρούτσου 8), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Στυλιανό Κατσέλη (Α.Μ. 17004), που τον διόρισε στο ακροατήριο, Δ. Σταματίου Κραουνάκη του Αντωνίου, κατοίκου Καλλιθέας (Αγνώστου Στρατιώτη 1), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ακρίτα Καϊδατζή (Α.Μ. 6004 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, Ε. 1. Δημητρίου (Μίμη) Πλέσσα του Αντωνίου, κατοίκου Καλλιτεχνούπολης Ραφήνας Αττικής (Διονυσίου Σολωμού 24), 2. Χριστόδουλου (Χρήστου) Νικολόπουλου του Βασιλείου, κατοίκου Ν. Κηφισιάς Αττικής (Διός 23), 3. Διονύση Σαββόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Αναγνωστοπούλου 69), 4. Ευαγγελίας (Λίνας) Νικολακοπούλου του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Αρτεμισίου 15), 5. Στέργιου Μικρούτσικου του Αθανασίου, κατοίκου Αθηνών (Δόμπολη 17), 6. Κωνσταντίνας Μικρούτσικου του Αθανασίου, 7. Καικιλίας Μικρούτσικου του Αθανασίου, κατοίκων Αθηνών (Σίνα 60), 8. Αλεξάνδρας Μικρούτσικου του Αθανασίου, 9. Μαρίας Παπαγιάννη του Στυλιανού, κατοίκων Αθηνών (Δόμπολη 17, Μετς), 10. Νικολάου Πορτοκάλογλου του Ελευθερίου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Ήβης 20Β), 11. Μυρσίνης Λοΐζου του Εμμανουήλ, κατοίκου Χολαργού Αττικής (Ερατούς 34), 12. Δήμητρας Γαλάνη του Μιχαήλ, κατοίκου Αθηνών (Αρτεμησίου 7, Κεραμεικός), 13. Αγαθής Δημητρούκα του Σωτηρίου, κατοίκου Αθηνών (Νικηφόρου Ουρανού 14, Εξάρχεια), 14. Αικατερίνης Ζαμπέτα του Γεωργίου, κατοίκου Πεντέλης Αττικής (Τροίας 46), 15. Βασιλείου Μελιγκώνη του Δημητρίου, κατοίκου Βύρωνα Αττικής (Γ. Γεννηματά 52), 16. Άγγελου Τόκα του Μάριου, 17. Χαρούλας Τόκα του Μάριου, 18. Κωνσταντίνου Τόκα του Μάριου, 19. Αμαλίας Πετσοπούλου του Κωνσταντίνου, κατοίκων Πικερμίου Αττικής (Ανδρέα Ζάκου 10), 20. Γεωργίου Νταλάρα του Λουκά, κατοίκου Φιλοθέης Αττικής (Ίριδος 9), 21. Ηλία Ανδριόπουλου του Ιωάννη, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (Πλαταιών 26), 22. Αικατερίνης Καμπανέλη του Ιακώβου, κατοίκου Αθηνών (Μαρκορά 41), 23. Μιχάλη Γκανά του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Ν. Γεννηματά 19), 24. Γεωργίου Κατσαρού του Αντωνίου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Καραολή και Δημητρίου 1), 25. Αλκίνοου Ιωαννίδη του Ανδρέα, κατοίκου Σταμάτας Αττικής (Κολοκοτρώνη 9), 26. Βασιλικής (Βίκυς) Γεροθόδωρου του Δημητρίου, κατοίκου Αλίμου Αττικής (Καραϊσκάκη 1), 27. Αλεξάνδρου Χρυσοβέργη του Δημητρίου, κατοίκου Καρέα-Βύρωνα Αττικής (Ιερού Λόχου 14), 28. Αθανασίου Παπακωνσταντίνου του Αριστοτέλη, κατοίκου Μεταξοχωρίου Αγιάς Λάρισας, 29. Διονυσίου-Φοίβου Δεληβοριά του Φώτιου, κατοίκου Καλλιθέας (Μάρκου Μουσούρη 95-97), 30. Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου του Αθανασίου, κατοίκου Μεταξοχωρίου Αγιάς Λάρισας, 31. Μιλτιάδη (Μίλτου) Πασχαλίδη του Ευγένιου, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (Αγίου Γεωργίου 54), 32. Αντωνίου Μαγκάφα του Αντωνίου, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (Αμαρουσίου-Χαλανδρίου 70), 33. Νικολάου Σπανού του Αντωνίου, κατοίκου Νέου Ψυχικού Αττικής (Αγίου Γεωργίου 14-16), 34. Σοφίας-Ελένης Μαγκάφα του Βασιλείου, κατοίκου Αθηνών (Ν. Νομικού 9), 35. Ελένης Παπαλιάκου του Παναγιώτη, 36. Μαρίας Κλάρα Μαχαιρίτσα του Λαυρεντίου, κατοίκων Αθηνών (Κλεομένους 51-55, Κολωνάκι), 37. Μύρωνα Στρατή του Νικολάου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Βοσπόρου 62), 38. Χρήστου Θηβαίου του Νικολάου, κατοίκου Νεάπολης Αττικής (Μαυρομιχάλη 182), 39. Γεωργίου Χατζηνάσιου του Αγαπίου, κατοίκου Παπάγου Αττικής (Γράμμου 36), 40. Ευσταθίου Δρογώση του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Φωκίωνος Νέγρη 43), 41. Σωκράτη Μάλαμα του Ιωάννη, κατοίκου Μεγάλου Κεφαλόβρυσου Τρικάλων, 42. Κωνσταντίνου Καλδάρα του Αποστόλου, κατοίκου Χώρας Νερό Νάουσας, 43. Διονυσίου Τσακνή του Γεωργίου, κατοίκου Παπάγου Αττικής (Σαρανταπόρου 133), 44. Νικολάου Ζιώγαλα του Στεφάνου, κατοίκου Χολαργού Αττικής (Κρέσνης 20), 45. Μαρίας Φασουλάκη του Ιωάννη, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Παπαφλέσσα 20), 46. Γεράσιμου Ανδρεάτου του Σπυράγγελου, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (Ηλείας 35), 47. Μάριου Στρόφαλη του Νικολάου, κατοίκου Αθηνών (Κρήτης 22), 48. Ελένης Ζιώγα του Βασιλείου, κατοίκου Χολαργού Αττικής (Σερίφου 37), 49. Γεωργίου Ανδρέου του Ανδρέα, κατοίκου Θρακομακεδόνων Αττικής (Γρεβενών 9), 50. Φωτεινής Λαμπρίδη του Εμμανουήλ, κατοίκου Αθηνών (Κ. Τσάτσου 8), 51. Γεωργίου Κολοκοτρώνη του Χρήστου, κατοίκου Νέας Ιωνίας Αττικής (Ομορφοκκλησίας 38, Καλογρέζα), 52. Αθηνάς Παντελίδου του Τριαντάφυλλου, 53. Κωνσταντίνου Παντελίδη του Σταύρου, 54. Σταύρου Παντελίδη του Παντελή, 55. Τριαντάφυλλου Παντελίδη του Σταύρου, κατοίκων Νέας Ιωνίας Αττικής (Σηλυβρίας 6), 56. Ιωάννη Βαρδή του Αντωνίου, κατοίκου Παιανίας Αττικής (θέση Χαλιδού), 57. Αθανασίου Πολυκανδριώτη του Θεοδώρου, κατοίκου Θρακομακεδόνων Αττικής (Δράμας 4), 58. Αλεξίου Πολυζωγόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Πρατίνου 34, Παγκράτι), 59. Παναγιώτη (Νότη) Μαυρουδή του Χαριλάου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Σεβαστής Καλλισπέρη 63), 60. Οδυσσέα Ιωάννου του Δημητρίου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Λακωνίας 38), 61. Εμμανουήλ Φάμελλου του Πέτρου, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (Βαλαωρίτου 11), 62. Ευανθίας Ρεμπούτσικα του Γεωργίου, κατοίκου Ψυχικού Αττικής (Βύρωνος 30), 63. Ιωάννη Ζουγανέλη του Νικολάου, κατοίκου Μελισσίων Αττικής (Αγίας Ειρήνης 17), 64. Κωνσταντίνου Λειβαδά του Αλεξάνδρου, κατοίκου Παλαιάς Πεντέλης Αττικής (Ιωάννου Μεταξά 6), 65. Λουκίας-Ελένης Καρρέρ του Ερρίκου, κατοίκου Ραφήνας Αττικής (Διονυσίου Σολωμού 24, Καλλιτεχνούπολη), 66. Βασιλικής Καζαντζίδου του Ηλία, κατοίκου Νίκαιας Αττικής (Λ. Κατσώνη και Ακροπόλεως 16), 67. Αθηνάς Θεοτόκη του Αθανασίου, κατοίκου Πόρτο Ράφτη Αττικής (Γεωργίου Μητσάκη 4), 68. Χρήστου Τσιτρούδη του Στεργίου, κατοίκου Αθηνών (Μιχαήλ Χρήστου 26), 69. Κωνσταντίνου Τουρνά του Ευάγγελου, κατοίκου Αθηνών (Καυκάσου 133), 70. Άννας Βαγενά του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Ακάδημου 16), 71. Μιχαήλ Δέλτα του Μιλτιάδη, κατοίκου Βοτανικού Αττικής (Αγίας Μαρκέλλας 5), 72. Ευθυμίου Καραμουρατίδη του Στέλιου, κατοίκου Αθηνών (Β. Λάσκου 19), 73. Ιωάννη Αγγελάκα του Κωνσταντίνου, κατοίκου Θέρμης Θεσσαλονίκης (Μανδηλαρά 4), 74. Παρασκευά Καρασούλου του Παναγιώτη, κατοίκου Υμηττού Αττικής (Γρηγ. Κυδωνιών 21), 75. Ελένης Καραΐνδρου του Χρήστου, κατοίκου Αθηνών (Δικαιάρχου 42-44, Μετς), 76. Ισαάκ Σούση του Ραφαήλ, κατοίκου Αθηνών (Νηλέως 55, Θησείο), 77. Μαρίας (Μαριανίνας) Κριεζή του Κωνσταντίνου, κατοίκου Ψυχικού Αττικής (Χλόης 5), 78. Ελεάνας-Ευαγγελίας Βραχάλη του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Ευελπίδων 89), 79. Δημητρίου Ζερβουδάκη του Ιωάννη, κατοίκου Μεσημερίου Επανομής Θεσσαλονίκης, 80. Κωνσταντίνου Λογοθετίδη του Γεωργίου, κατοίκου Γαλατσίου Αττικής (Ερνέστου Κούρτιου 15Β), 81. Νικολάου Καλλίνη του Γεωργίου, κατοίκου Βύρωνα Αττικής (Χαριδήμου 30), 82. Γεωργίου Θεοδοσιάδη του Βασιλείου, κατοίκου Αθηνών (Φθιώτιδος 10Α, Αμπελόκηποι), 83. Γεωργίου Μακρή του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αθηνών (Αμφιλοχίας 2), 84. Στέλιου Αγακίδη του Παναγιώτη, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Ηρακλείου 9), 85. Παναγιώτας Βελησσάρη του Λάμπρου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Θέμιδος 34), 86. Κωνσταντίνου Στιβακτή του Γεωργίου, κατοίκου Αλίμου Αττικής (Νίκης 31), 87. Αλίκης Μαργαρίτη του Μιχαήλ Σουγιούλ, κατοίκου Άνω Ηλιούπολης Αττικής (Αλέκου Παναγούλη 48), 88. Όλγας Κουκλάκη του Ιωάννη, κατοίκου Βούλας Αττικής (Σολωμού 24), 89. Σμαράγδας Κιόσογλου του Γαληνού, κατοίκου Αθηνών (Δημητρακοπούλου 35), 90. Ευσταθίου Κιόσογλου του Γαληνού, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (Ακακίων 29Α), 91. Αθηνάς Τασούλα του Κωνσταντίνου, 92. Δημητρίου Σινανόγλου του Αντωνίου, κατοίκων Αιγάλεω Αττικής (Κέρκυρας 25), 93. Αλεξάνδρας-Τατιανής Ζωγράφου του Λεωνίδα, κατοίκου Νέας Φιλοθέης Αττικής (Βαρίκα 21), 94. Δημητρίου Μπίζου του Παναγιώτη, κατοίκου Αθηνών (Αριστοφάνους 11), 95. Νικόλ Σαραβάκου του Δημητρίου, κατοίκου Αλίμου Αττικής (Καραϊσκάκη 1), 96. Ειρήνης Αλεξανδράκη του Ιωάννη, 97. Αλεξάνδρου Χρυσοβέργη του Αλεξάνδρου, κατοίκων Καρέα – Βύρωνα Αττικής (Ιερού Λόχου 14), 98. Χρήστου Αλεξόπουλου του Βασιλείου, κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής (Ευρώτα 3), 99. Ευαγγέλου Δασκαλόπουλου του Χρήστου, κατοίκου Καισαριανής Αττικής (Ευφρονίου 43), 100. Ελένης Νιάρχου του Σπυρίδωνος, 101. Γεωργίου Λαβράνου του Σπυρίδωνος, κατοίκων Άνω Πατησίων Αττικής (Αγίας Λαύρας 3), 102. Γεωργίου Παπαδούκα του Παναγιώτη, κατοίκου Αθηνών (Δημ. Σούτσου 19), 103. Θεοδώρου Μουραμπά του Χρήστου, κατοίκου Αθηνών (Αυλίδος 8), 104. Κωνσταντίνου Μπαρμπόπουλου του Λεωνίδα, κατοίκου Αθηνών (Φαλήρου 12), 105. Νικολάου Πατρελάκη του Στεφάνου, κατοίκου Αθηνών (Κρατερού 25, Ιλίσια), 106. Ανδρέα Ρούσση του Παντελή, κατοίκου Πειραιά (Μαυρομιχάλη 50), 107. Παντελεήμονος Αμπαζή του Παναγιώτη, κατοίκου Αθηνών (Λ. Κατσώνη 55), 108. Νικολάου Πλατυρράχου του Ιωάννη, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Σάκη Καράγιωργα 50), 109. Νικολάου Αβατάγγελου του Αρίωνος, κατοίκου Βουλιαγμένης Αττικής (Ουρανού 9), 110. Λάμπρου Κωνσταντάρα του Δημητρίου, κατοίκου Ελληνικού Αττικής (Αμαζόνων 23), 111. Ζίνας Αρβανιτίδη του Πασχάλη, 112. Πασχάλη Αρβανιτίδη του Ιωάννη, κατοίκων Βούλας Αττικής (Ιωάννου Μεταξά 6), 113. Παναγιώτη Καλαντζόπουλου του Παύλου, κατοίκου Αθηνών (Θήρας 2), 114. Δέσποινας Εμμανουηλίδου του Βασιλείου, 115. Ασημίνας Εμμανουηλίδου του Βασιλείου, κατοίκων Νέας Σμύρνης Αττικής (Μαδύτου 8), 116. Νοέλ-Θέμι του Νικολάου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Αγίας Παρασκευής 91), 117. Αγγελικής Κατσαρή του Νικολάου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Ναυπλίου 35), 118. Μαρίας Λαγγούση του Σταύρου, 119. Ελευθερίου Λαγγούση του Σταύρου, κατοίκων Αθηνών (Ανακρέοντος 36, Ζωγράφου), 120. Γιούλας Γεωργίου του Χριστόδουλου, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (Υψηλάντου 19), 121. Ιωάννας Γρατσούνη του Ιωάννη, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (Στρατηγού Λέκκα 5), 122. Σταματίου Πανταζόπουλου του Δημητρίου, κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής (Περικλέους 27), 123. Ευθυμίου Αμπλιανίτη του Ιωάννη, κατοίκου Υμηττού Αττικής (Μπουμπουλίνας 16), 124. Γεωργίου-Δημητρίου Μιτσίγκα του Μιλτιάδου, κατοίκου Βούλας Αττικής (Καραϊσκάκη 13), 125. Οδυσσέα Τσάκαλου του Επαμεινώνδα, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Σαρδέων 17), 126. Φωτεινής Παπαδοπούλου του Ανέστη, κατοίκου Καισαριανής Αττικής (Πανιωνίου 78), 127. Ευαγγέλου Πανάτου του Ιωάννη, κατοίκου Πετρούπολης Αττικής (Αγίου Ιωάννου 34), 128. Κωνσταντίνου Καρτέλια του Σωκράτη, κατοίκου Αθηνών (Διονυσίου Αιγηνίτου 8, Ιλίσια), 129. Νεκταρίου Θεοδώρου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αθηνών (Πύρρου 30-32, Παγκράτι), 130. Ιωάννη Γουρνέλη του Αντωνίου, κατοίκου Παλλήνης Αττικής (Δερβενακίων 9), 131. Κωνσταντίνου Γόνη του Δημητρίου, κατοίκου Αθηνών (Ευγ. Καραβία 64, Κάτω Πατήσια), 132. Αθανασίου Γεωργούλα του Δημητρίου, κατοίκου Καλλιτεχνούπολης Αττικής (Διουνυσίου Σολωμού 4), 133. Μιχαήλ Δημητρίου του Βασιλείου, κατοίκου Αθηνών (Ιπποδάμου 10-12), 134. Αικατερίνης Κόρου του Γεωργίου, κατοίκου Νέας Ερυθραίας Αττικής (Φρύνης 17), 135. Ιωάννη Γαβαλά του Παναγιώτη, κατοίκου Διονύσου Αττικής (Κοραή 10), 136. Αργυρώς Παπαγιαννοπούλου του Ιωάννη, κατοίκου Νέας Ερυθραίας Αττικής (Παπαναστασίου 4Α), 137. Ασήμως Κόρου του Γεωργίου, κατοίκου Νέας Ερυθραίας Αττικής (Φρύνης 17), 138. Αικατερίνης Πία του Παναγιώτη, κατοίκου Αθηνών (Δέσπως Σέχου 4-6, Νέος Κόσμος), 139. Αλεξάνδρου Παντελιά του Ιερόθεου, κατοίκου Περιστερίου Αττικής (Γιαννιτσών 43), 140. Γεωργίου Παντελιά του Ιερόθεου, κατοίκου Περιστερίου Αττικής (Ηροδότου 23), 141. Ελευθερίου Κιντάτου του Ζαχαρία, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (Αγίου Νικολάου 2-4), 142. Αντωνίας Λαδοπούλου του Ευαγγέλου, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Σίφνου 16), 143. Χαράλαμπου Ιωάννη του Δημητρίου, κατοίκου Αθηνών (Χρύσανθου Σερρών 7), 144. Εμμανουήλ Βαφειάδη του Νικολάου, κατοίκου Αθηνών (Αναστασίου Γενναδίου 10-12, Γκύζη), 145. Μαλαματένιας Κονιόρδου του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Δικαιάρχου 21), 146. Ιωάννη Τίκα του Παναγιώτη, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Παύλου Μελά 68), 147. Κωνσταντίνου Μυλωνά του Ευάγγελου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Ηρακλείου 21), 148. Βασιλικής Μάνεση του Κωνσταντίνου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Διγενή Ακρίτα 13), 149. Κωνσταντίνου Στεφανή του Λεωνίδα, 150. Νάταλι Οραλί Ρασούλη του Εμμανουήλ, κατοίκων Αμαρουσίου Αττικής (Βύρωνος 17), 151. Αθανασίου Αλατά του Δημητρίου, κατοίκου Ιλίου Αττικής (Πριάμου 14), 152. Ευφροσύνης Θετάκη του Χρήστου, κατοίκου Αθηνών (Ζωοδόχου Πηγής 85-87), 153. Ανδρέα Ευαγγελάτου του Διονυσίου, κατοίκου Άνω Λιοσίων Αττικής, 154. Αγγελικής Κοτσά του Γεωργίου, κατοίκου Μοσχάτου Αττικής (Κανάρη 76), 155. Ανδρέα Θωμόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου Πεντέλης Αττικής (Βελεστίνου 7), 156. Αντωνίου Παππά του Ευσταθίου, κατοίκου Αθηνών (Ιθάκης 11, Κυψέλη), 157. Μιχαήλ Κονιτόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου Γαλατσίου Αττικής (Κοζάνης 5), 158. Αθανασίας Κονιτοπούλου του Γεωργίου, κατοίκου Βαρυμπόμπης Αττικής (Πλατεία Βαρυμπόμπης 2), 159. Δημητρίου Μαραγκόπουλου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Παλλήνης Αττικής (Αγγέλων 28), 160. Τερέζας Παναγιωτοπούλου του Δημητρίου, κατοίκου Λαυρίου Αττικής (Περικλέους 25), 161. Γεωργίου Μυζάλη του Νικηφόρου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Κυκλάδων 6) και 162. Χρήστου Στυλιανού του Κυριάκου, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Αμαρυλλίδος 4), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Κοπακάκη (Α.Μ. 16745), που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τους παρεμβαίνοντες.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της υπ’ αριθμ. 229/2021 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Οργανισμός επιδιώκει να ακυρωθούν: α. η υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΓΡΥΠ/66892/1385/7.2.2020 (ΦΕΚ Β΄ 561/ 21.2.2020) απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και β. η από 23.10.2018 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Ειδικής Υπηρεσίας Έκτακτης Διαχείρισης Δικαιωμάτων (Ε.Υ.Ε.Δ.) του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Μ. Παπαδοπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Οργανισμού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και την αντιπρόσωπο της υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο [αριθμός ηλεκτρονικού παραβόλου 327861461950 0504 0023/2020].

2. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 14 παρ. 2 περ. α του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), με την απόφαση 229/2021 του Δ΄ Τμήματος, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 51Α παρ. 8 του ν. 4481/2017.

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με έξι δικόγραφα προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΑ/ΓΡΥΠ/66892/1385/7.2.2020 απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την οποία εγκρίθηκε η άδεια λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης (ΟΣΔ) με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ – ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» [εφεξής «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» ή «ΕΔΕΜ»] (Β΄ 561/21.2.2020). Με την αυτή αίτηση ζητείται, επίσης, η ακύρωση της από 23.10.2018 απόφασης της 2ης έκτακτης Γενικής Συνέλευσης (Γ.Σ.) της Ειδικής Υπηρεσίας Έκτακτης Διαχείρισης Δικαιωμάτων (Ε.Υ.Ε.Δ.) του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.), με την οποία αποφασίσθηκε η επιτάχυνση των διαδικασιών σύνταξης καταστατικού για τη σύσταση αυτοδιαχειριζόμενου οργανισμού στον οποίο τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης θα αναθέσουν τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους.

4. Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη είναι η ως άνω υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΑ/ΓΡΥΠ/66892/ 1385/7.2.2020 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού περί χορηγήσεως άδειας λειτουργίας στην «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ Ε.Δ.Ε.Μ.». Η επίσης προσβαλλόμενη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Ε.Υ.Ε.Δ., προερχόμενη από υπηρεσία του κατ’ άρθρο 69 του ν. 2121/1993 ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας» (Ο.Π.Ι.), δεν αποτελεί πράξη διοικητικού οργάνου και, ως εκ τούτου, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς. Απαραδέκτως, τέλος, ζητείται με το κατατεθέν στις 25.5.2020 δικόγραφο προσθέτων λόγων η ακύρωση της, εκδοθείσας μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΑ/ΓΡΥΠ/237529/ 6053/12.5.2020 κοινής απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και του Υφυπουργού Οικονομικών (Β΄ 2025) περί μεταβίβασης της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ. στην «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ Ε.Δ.Ε.Μ.», κατά της οποίας ο αιτών έχει ασκήσει αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως (Ε 1429/23.6.2020).

5. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της ως άνω παραδεκτώς προσβαλλόμενης πράξης, με χωριστά δικόγραφα, α) ο Ο.Π.Ι., διότι ασκεί την εποπτεία επί των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης και, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 4481/2017, είναι αρμόδιος για την υποβολή εισήγησης προς τον Υπουργό πριν από την αδειοδότηση αυτών, β) η «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ Ε.Δ.Ε.Μ.», διότι είναι η δικαιούχος της χορηγηθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση άδειας. Επίσης με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της ανωτέρω πράξης, με χωριστά δικόγραφα, ως μέλη της ως άνω ένωσης Ε.Δ.Ε.Μ., α) η στιχουργός Ελένη Γιαννατσούλια, β) ο Σταμάτιος Κραουνάκης, και γ) ο Δημήτριος Πλέσσας και 161 ακόμη φυσικά πρόσωπα.

6. Επειδή, με τον ν. 2121/1993 (Α΄ 25) θεσπίστηκε, το πρώτον συστηματικά, καθεστώς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού συμπληρώθηκαν, εν συνεχεία, με το ν. 4481/2017 (Α΄ 100), ο οποίος, μεταξύ άλλων, απέβλεψε στην ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2014/26/ΕΕ «για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων …» (ΕΕ L 84). Ειδικότερα, με το άρθρο 3 του ν. 4481/2017, το οποίο έχει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… α. Ως «οργανισμός συλλογικής διαχείρισης» νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται από το νόμο ή μέσω μεταβίβασης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσότερων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό όφελος αυτών, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος πληροί ένα από ή αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια: αα) ανήκει στα μέλη του ή ελέγχεται από αυτά, ββ) έχει οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση. β. … γ. Ως «ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης» νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται από τον νόμο ή μέσω μεταβίβασης, άδειας ή άλλης οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας η συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσότερων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό όφελος αυτών, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος αα) δεν ανήκει σε δικαιούχους ούτε ελέγχεται από αυτούς, άμεσα ή έμμεσα, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και έχει οργανωθεί σε κερδοσκοπική βάση. δ. Ως «δικαιούχος» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα, εκτός από οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, που κατέχει δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικό δικαίωμα ή το οποίο, δυνάμει συμφωνίας για την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων ή εκ του νόμου, δικαιούται μερίδιο των εσόδων που προκύπτουν από τα δικαιώματα. ε. Ως «μέλος» νοείται δικαιούχος ή οντότητα που εκπροσωπεί τους δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων άλλων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και ενώσεων δικαιούχων, ο οποίος πληροί τους όρους του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης για την εισδοχή και εγγραφή μέλους και γίνεται δεκτός από αυτόν. στ. … ζ. … η. … θ. Ως «γενική συνέλευση των μελών» νοείται το όργανο του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, στο οποίο συμμετέχουν τα μέλη και ασκούν τα δικαιώματα ψήφου τους, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του οργανισμού. ι. Ως «έσοδα από δικαιώματα» νοούνται τα έσοδα που εισπράττονται από οργανισμό συλλογικής διαχείρισης για λογαριασμό των δικαιούχων και προκύπτουν από αποκλειστικό δικαίωμα ή από δικαίωμα αμοιβής ή από δικαίωμα αποζημίωσης. ια. Ως «έξοδα διαχείρισης» νοούνται τα ποσά που χρεώνονται, κρατούνται ή συμψηφίζονται από έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης στα έσοδα από δικαιώματα ή στο εισόδημα που προκύπτει από την επένδυση των εσόδων από δικαιώματα, προκειμένου ο οργανισμός να καλύψει τα έξοδά του που προκύπτουν από τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων. … ιβ. Ως «σύμβαση εκπροσώπησης» νοείται κάθε συμφωνία μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δυνάμει της οποίας ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αναθέτει σε άλλον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης τη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων που εκπροσωπεί, … ιγ. … ιδ. Ως «ρεπερτόριο» νοούνται τα έργα ή αντικείμενα προστασίας σε σχέση με τα οποία ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης διαχειρίζεται δικαιώματα. ιε. …ιστ. … εζ. …». Ο ίδιος ως άνω νόμος προβλέπει στο άρθρο 8 ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης (Ο.Σ.Δ.) λειτουργούν με οποιαδήποτε νομική μορφή (παρ. 1), όπως της ανώνυμης εταιρείας (παρ. 2) ή του αστικού συνεταιρισμού κατά το ν. 1667/1986 (Α΄ 196), οι συνεταιρισμοί δε αυτοί είναι πάντοτε περιορισμένης ευθύνης και οι συνεταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη των συνεταιρισμών (παρ. 3).

7. Επειδή, περαιτέρω, ο προαναφερθείς ν. 4481/2017 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 4: «1. Κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, οργανισμός συλλογικής προστασίας και ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50, που είναι εγκατεστημένος στην ελληνική επικράτεια και ο οποίος πρόκειται να αναλάβει τη συλλογική διαχείριση ή προστασία των εξουσιών που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα των δημιουργών ή των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων απαιτείται να λάβει άδεια λειτουργίας από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. 2. Ο ενδιαφερόμενος οργανισμός ή ανεξάρτητη οντότητα του άρθρου 50 υποχρεούται, πριν την έναρξη της λειτουργίας του, να καταθέσει στον Ο.Π.Ι. αίτηση, συνοδευόμενη υποχρεωτικώς από τα ακόλουθα στοιχεία: α) το καταστατικό του, στο οποίο περιλαμβάνεται και το ύψος του κεφαλαίου του, εάν αυτό προβλέπεται από την αντίστοιχη νομική μορφή, β) τον νόμιμο εκπρόσωπο, τα μέλη του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου και το γενικό διευθυντή, αν υπάρχει. …, γ) τον αριθμό των δικαιούχων που έχουν αναθέσει ή πρόκειται να αναθέσουν στον οργανισμό τη διαχείριση ή την προστασία εξουσιών που απορρέουν από το περιουσιακό τους δικαίωμα, δ) σχέδιο της σύμβασης ανάθεσης, από το οποίο προκύπτει η νομική μορφή και η διάρκεια ανάθεσης της διαχείρισης ή της προστασίας, ε) τον κανονισμό διανομής δικαιωμάτων, από τον οποίον προκύπτουν ο χρόνος, οι αρχές και ο τρόπος διανομής των εσόδων από δικαιώματα ανά κατηγορία δικαιούχων, στ) το ύψος των εξόδων διαχείρισης, όπως, επίσης, και κάθε άλλο στοιχείο που ζητείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ή τον Ο.Π.Ι. σχετικά με την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας ή της ανεξάρτητης οντότητας του άρθρου 50. Η απόφαση με την οποία χορηγείται η άδεια λειτουργίας … δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως … 3. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος νόμου και προκύπτει προδήλως ότι ο αιτών οργανισμός ή η αιτούσα ανεξάρτητη οντότητα του άρθρου 50 είναι βιώσιμοι και μπορούν να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα δικαιώματα των δικαιούχων που τους έχουν αναθέσει τη διαχείριση ή την προστασία των δικαιωμάτων τους και κατόπιν σχετικής εισήγησης του Ο.Π.Ι., ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού χορηγεί άδεια λειτουργίας με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία κοινοποιείται στον Ο.Π.Ι. και στον αιτούντα οργανισμό ή την ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50. … 4. …». Άρθρο 9: «1. Η γενική συνέλευση των μελών οργανισμού συλλογικής διαχείρισης συγκαλείται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. 2. Η γενική συνέλευση των μελών λαμβάνει αποφάσεις για τα εξής ζητήματα: α) την τροποποίηση του καταστατικού, β) αα) την εκλογή ή την παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των μελών του εποπτικού συμβουλίου, ββ) την έγκριση της αμοιβής ή την παροχή άλλου, χρηματικού ή μη, οφέλους στα μέλη του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου και τον γενικό διευθυντή, … γ) τον τρόπο διανομής των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους και τον κανονισμό διανομής δικαιωμάτων, δ) τις βασικές αρχές για τη χρήση των ποσών που δεν είναι δυνατόν να διανεμηθούν, ε) την επενδυτική πολιτική για τα έσοδα από τα δικαιώματα και για τα έσοδα που προκύπτουν από την επένδυση εσόδων από τα δικαιώματα, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 4 του άρθρου 17 και την παράγραφο 7 του άρθρου 19 [κατά την πρώτη από τις διατάξεις αυτές «Αν οργανισμός συλλογικής διαχείρισης επενδύει έσοδα από τα δικαιώματα ή έσοδα που προκύπτουν από την επένδυση των εσόδων από τα δικαιώματα, πράττει τούτο με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των δικαιούχων, τα δικαιώματα των οποίων εκπροσωπεί, …» και κατά τη δεύτερη «Μόνο το ήμισυ των μη διανεμητέων ποσών μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης … για επενδύσεις, ενώ το υπόλοιπο ήμισυ μπορεί να χρησιμοποιηθεί … για τη χρηματοδότηση υπηρεσιών κοινωνικού, πολιτιστικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου προς όφελος των δικαιούχων. … Επίσης, η γενική συνέλευση … μπορεί να αποφασίζει ότι ένα μέρος των μη διανεμητέων ποσών θα διανεμηθεί στους δικαιούχους, …»], στ) τις κρατήσεις επί των εσόδων από τα δικαιώματα και επί εσόδων που προκύπτουν από την επένδυση εσόδων από τα δικαιώματα, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 18 [κατά το οποίο «1.Οι κρατήσεις πρέπει να είναι εύλογες σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες που παρέχει ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης στους δικαιούχους και καθορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. 2. Ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης παρέχει στον δικαιούχο που του αναθέτει τη διαχείριση των δικαιωμάτων του, και πριν ακόμη λάβει τη συναίνεση του δικαιούχου για τη διαχείριση αυτή, τεκμηριωμένες πληροφορίες για τα έξοδα διαχείρισης και για τις λοιπές κρατήσεις επί των εσόδων από δικαιώματα και επί των εσόδων από την επένδυση των εσόδων από δικαιώματα. 3. …»], ζ) τη χρήση των εσόδων από τα δικαιώματα και των εσόδων που προκύπτουν από την επένδυση εσόδων από τα δικαιώματα ως προς τον τρόπο, το χρόνο ή οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια, η) τη χρήση ανά περίπτωση των ποσών που δεν είναι δυνατόν να διανεμηθούν εντός των βασικών αρχών της περίπτωσης δ που έχουν ήδη αποφασιστεί, θ) τον τρόπο διαχείρισης των πιθανών περιπτώσεων που μπορεί να επηρεάσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και την επίτευξη των στόχων του οργανισμού (πολιτική για τη διαχείριση κινδύνου), ι) … ια) την έγκριση συγχωνεύσεων και συμμαχιών, σύστασης θυγατρικών και εξαγοράς άλλων οντοτήτων ή απόκτησης μετοχών ή δικαιωμάτων σε άλλες οντότητες, ιβ) … ιγ) την κατάρτιση των κατά το άρθρο 14 όρων σχετικά με τη χορήγηση αδειών μη εμπορικής χρήσης των δικαιωμάτων τους, ιδ) οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που προβλέπεται στον παρόντα νόμο ή στο καταστατικό. 3. … 4. Η γενική συνέλευση των μελών οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ελέγχει τις δραστηριότητες του οργανισμού, λαμβάνοντας τουλάχιστον απόφαση για το διορισμό τη την απομάκρυνση των ορκωτών ελεγκτών – λογιστών και εγκρίνοντας την ετήσια έκθεση διαφάνειας του άρθρου 29. 5. Όλα τα μέλη του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν και να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μελών. … 6. … 10. Κατά τα λοιπά, για τις γενικές συνελεύσεις μελών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί γενικής συνέλευσης του ν. 1667/1986». Άρθρο 10 παρ. 1: «Κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης οφείλει να διαθέτει εποπτικό συμβούλιο, το οποίο παρακολουθεί τις δραστηριότητες και τις ενέργειες των φυσικών ή νομικών προσώπων που διαχειρίζονται τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οργανισμού». Άρθρο 12: «1. [η αρχική παράγραφος 1 αριθμήθηκε ως περίπτωση α της παραγράφου 1 και προστέθηκε περίπτωση β με το άρθρο 85 παρ. 1 του ν. 4605/2019] α) Οι δικαιούχοι έχουν το δικαίωμα να αναθέτουν σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της επιλογής τους να διαχειρίζεται το περιουσιακό δικαίωμα ή τις εξουσίες (δικαιώματα) που απορρέουν από αυτό ή κατηγορίες εξουσιών ή είδη έργων ή αντικείμενα προστασίας της επιλογής τους … Η ανάθεση γίνεται κάθε φορά εγγράφως και για ορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τρία (3) έτη. …β) …2. Οι δικαιούχοι έχουν το δικαίωμα να καταγγέλλουν εν όλω ή εν μέρει τη σύμβαση ανάθεσης αναφορικά με το περιουσιακό δικαίωμα ή κατηγορίες εξουσιών, ή είδη έργων, ή αντικείμενα προστασίας της επιλογής τους … ή να ανακαλούν οποιοδήποτε από τα δικαιώματα, κατηγορίες εξουσιών ή ειδών έργων και αντικειμένων προστασίας από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ύστερα από έγγραφη προειδοποίηση τριών (3) μηνών. 3. Εάν υπάρχουν ποσά που οφείλονται σε δικαιούχο για πράξεις εκμετάλλευσης που έγιναν πριν από τη λήξη ισχύος της σύμβασης ανάθεσης, ή την υποβολή καταγγελίας, ή την ανάκληση, ή δυνάμει άδειας που χορηγήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της λήξης, ή της καταγγελίας, ή της ανάκλησης, ο δικαιούχος διατηρεί τα δικαιώματά του … 4. Ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν μπορεί να περιορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 με το να επιβάλλει ως όρο άσκησής τους την ανάθεση σε άλλον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της διαχείρισης των δικαιωμάτων ή των κατηγοριών εξουσιών, ή ειδικών έργων, ή αντικειμένων προστασίας που υπόκεινται σε λήξη, ή έχουν καταγγελθεί, ή ανακληθεί. 5. Όταν ο δικαιούχος αναθέτει σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης να διαχειρίζεται το περιουσιακό δικαίωμα, ή εξουσίες, ή κατηγορίες εξουσιών, ή είδη έργων, ή αντικείμενα προστασίας παρέχει τη συναίνεσή του συγκεκριμένα για κάθε εξουσία ή κατηγορία εξουσιών, ή είδος έργων ή αντικειμένων προστασίας. Η συναίνεση πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως και τεκμηριωμένα. 6. Τα δικαιώματα των δικαιούχων που απορρέουν από τις παραγράφου 1 έως 5 περιλαμβάνονται στη σύμβαση ανάθεσης. 7. Ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης οφείλει, πριν ανατεθεί σε αυτόν η κατά την παράγραφο 1 διαχείριση, να ενημερώνει τους δικαιούχους σχετικά με τα δικαιώματά τους κατά τις παραγράφους 1 έως 5, …». Άρθρο 50: «Ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης που είτε προϋπάρχουν είτε συσταθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και οι οποίες ασκούν συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων και έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά στην κατηγορία που εκπροσωπούν, υποχρεούνται να προβλέψουν στο καταστατικό τους τη λειτουργία γενικής συνέλευσης των μελών και εποπτικού συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 9 και την παράγραφο 8 του άρθρου 10. Στις υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος ανεξάρτητες οντότητες εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που αφορούν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, …».

8. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 69 του προαναφερθέντος ν. 2121/1993 προβλέφθηκε η σύσταση «Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας» και ορίσθηκε, ειδικότερα, ότι: «1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα και επωνυμία Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό την προστασία των πνευματικών δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, την εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εφαρμογή του παρόντος νόμου και των συναφών διεθνών συμβάσεων, τη νομοπαρασκευαστική εργασία σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και γενικά την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και στα Όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας … Ο Ο.Π.Ι. σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 54 έως 58 του παρόντος νόμου. 2. … 3. … 4. (η οποία προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 8 του ν. 2557/1997, Α΄ 271) Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας αποτελεί κοινωφελές νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. …». Στη συνέχεια, με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4531/2018 (Α΄ 62) αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του ν. 2121/1993 και ορίσθηκε ότι: «Ο Ο.Π.Ι. δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 51Α του ν. 4481/2017 να ανατίθεται στον Ο.Π.Ι., ύστερα από απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κατόπιν γνώμης του Δ.Σ. του Ο.Π.Ι., εκτάκτως και προσωρινά, με σκοπό τη διασφάλιση της είσπραξης και διανομής των δικαιωμάτων των δικαιούχων και την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων, η διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών του οργανισμού ή της οντότητας του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη, έως ότου τη συλλογική διαχείριση αναλάβει άλλος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης». Περαιτέρω, με την παρ. 5 του άρθρου 45 του ανωτέρω νόμου ν. 4531/2018 προστέθηκε στο άρθρο 11 του Καταστατικού του Ο.Π.Ι., που είχε θεσπισθεί με το π.δ. 311/1994 (Α΄ 165), παράγραφος 3, με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: «Συστήνεται στον Ο.Π.Ι. Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων με αρμοδιότητα την άσκηση όλων των αναγκαίων ενεργειών για την έκτακτη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, τη σύναψη νέων συμβάσεων ανάθεσης και εκπροσώπησης με δικαιούχους, την είσπραξη, διανομή και απόδοση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων και την ενημέρωση των δικαιούχων για την πορεία και το έργο της έκτακτης διαχείρισης των δικαιωμάτων τους. Η Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων λειτουργεί για όσο χρόνο ο Ο.Π.Ι. ασκεί τα καθήκοντα του άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, υπάγεται απευθείας στο Δ.Σ. του Ο.Π.Ι. και εποπτεύεται από αυτό. Η Ειδική Υπηρεσία διοικείται από το πρόσωπο που διορίζεται επικεφαλής της (προσωρινός διαχειριστής)». Εξάλλου, με την παρ. 7 του εν λόγω άρθρου 45 του ν. 4531/2018 προστέθηκε στον ανωτέρω ν. 4481/2017 το άρθρο 51Α, με το οποίο ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων ανατίθεται στον Ο.Π.Ι., εκτάκτως και προσωρινά, μέχρις ότου τη συλλογική διαχείριση αναλάβει άλλος οργανισμός και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη. Τα καθήκοντα αυτά ασκεί η Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων της παρ. 3 του άρθρου 11 του π.δ. 311/1994 (Α΄ 165). Με την ίδια απόφαση διορίζεται προσωρινός διαχειριστής, ο οποίος έχει την ευθύνη διαχείρισης των δικαιωμάτων των δικαιούχων. … Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου μεταβιβάζονται στον Ο.Π.Ι. τα χρηματικά ποσά που τηρούνται στους χωριστούς ειδικούς λογαριασμούς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 για να τα αποδώσει στους δικαιούχους [οι λογαριασμοί αυτοί αφορούν έσοδα από δικαιώματα και κάθε έσοδο που προκύπτει από την επένδυση εισπράξεων από δικαιώματα και τηρούνται χωριστά από τους λογαριασμούς που αφορούν τα ίδια περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, τα έσοδα που προκύπτουν από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, από τα έξοδα διαχείρισης ή από άλλες δραστηριότητες]. Για τον ίδιο σκοπό μεταβιβάζονται στον ΟΠΙ τυχόν αξιόγραφα και λοιποί άυλοι τίτλοι, οι οποίοι αφορούν σε δικαιώματα δικαιούχων. … 2. Οι συμβάσεις ανάθεσης και εκπροσώπησης του οργανισμού ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, του οποίου η άδεια ανακλήθηκε, λύονται αυτοδικαίως. Από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1, θεωρείται αυτοδικαίως ότι συνάπτονται νέες όμοιες συμβάσεις μεταξύ των δικαιούχων και του Ο.Π.Ι., καθώς και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και του Ο.Π.Ι., για το χρονικό διάστημα που υπολείπεται στην προηγούμενη σύμβαση, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της έκτακτης διαχείρισης. Οι δικαιούχοι και οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν δικαίωμα να αντιταχθούν στην παραπάνω ανάθεση και εκπροσώπηση από τον Ο.Π.Ι. εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1, κοινοποιώντας εγγράφως στον Ο.Π.Ι. δήλωσή τους ότι δεν επιθυμούν να εκπροσωπηθούν από αυτόν. Οι δικαιούχοι και οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ενημερώνονται από την Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων για τη δυνατότητά τους αυτή με κάθε πρόσφορο μέσο. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4481/2017. … 3. … 4. Στην Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, στο βαθμό που αυτά είναι συμβατά με το σκοπό της έκτακτης διαχείρισης. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας και για όσο χρόνο διαρκεί η έκτακτη διαχείριση, λειτουργεί γενική συνέλευση μελών και εποπτικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10 για τους Ο.Σ.Δ.. Ρητά εξαιρούνται από τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 και η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 9, όσον αφορά στην εκλογή και την παύση μελών διοικητικού συμβουλίου, στον ορισμό γενικού διευθυντή, αμοιβής αυτών, καθώς και αμοιβής των μελών του εποπτικού συμβουλίου. 5. Κατά τη διάρκεια της έκτακτης διαχείρισης της παραγράφου 1, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή η ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, υποχρεούται να επιτρέπει χωρίς κανέναν περιορισμό την πρόσβαση προσώπων εξουσιοδοτημένων από τον ΟΠΙ στο φυσικό, ψηφιοποιημένο και ψηφιακό αρχείο τεκμηρίωσης ή/και έργων των δικαιούχων που εκπροσωπούσε κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας, καθώς και σε κάθε άλλο αρχείο που είναι απαραίτητο για το έργο της διαχείρισης των δικαιωμάτων. Για τους σκοπούς της έκτακτης διαχείρισης και της εποπτείας, ο ΟΠΙ καθίσταται νόμιμος χρήστης των αρχείων. … 6. … 7. … 8. Η γενική συνέλευση των μελών της Ειδικής Υπηρεσίας έκτακτης διαχείρισης αποφασίζει για τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ο οποίος θα αναλάβει τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Αθλητισμού και Οικονομικών μεταφέρεται η δραστηριότητα της Ειδικής Υπηρεσίας στο διάδοχο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και ρυθμίζονται τα θέματα αποτίμησης αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων και ο τρόπος καταβολής του ποσού που τυχόν προκύψει από το διάδοχο οργανισμό προς τον ΟΠΙ. 9. … 10. [η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 85 παρ. 5 του ν. 4605/2019 (Α΄ 52/1.4.2019)] Η ανάθεση της διαχείρισης δικαιωμάτων των δικαιούχων στον Ο.Π.Ι. εκτάκτως και προσωρινά σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν συνιστά μεταβίβαση περιουσίας κατ’ άρθρο 479 ΑΚ, του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, στον Ο.Π.Ι.. Ο Ο.Π.Ι. δεν καθίσταται καθολικός ή ειδικός διάδοχος του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50. …». Τέλος, με την παρ. 9 του άρθρου 46 του ως άνω ν. 4481/2017, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 45 του ν. 4531/2018, ορίζεται ότι «Η απόφαση περί … οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης ή των ανεξάρτητων οντοτήτων διαχείρισης του άρθρου 50 τίθεται σε ισχύ από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

9. Επειδή, οι ρυθμίσεις του παρατεθέντος ανωτέρω άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 45 παρ. 7 του ν. 4531/2018, κρίθηκαν αναγκαίες, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την οικεία τροπολογία, «καθώς στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν υφίσταται πρόβλεψη για τη συλλογική διαχείριση πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων στην περίπτωση κατά την οποία ανακαλείται από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού άδεια λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης (ΟΣΔ) ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης (ΑΟΔ) του άρθρου 50 του ν. 4481/17. Η Οδηγία 2014/26/ΕΕ είναι ουδέτερη ως προς την περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας … Εν τούτοις, το δικαίωμα παρέμβασης των κρατών μελών στη λειτουργία των ΟΣΔ έχει αναγνωριστεί από το ενωσιακό δίκαιο, τόσο σε νομοθετικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο. Ειδικότερα, έχει γίνει δεκτό ότι ο κανόνες που ρυθμίζουν τους ΟΣΔ δύνανται να παρεκκλίνουν από τις κοινές διατάξεις, όπως – ενδεικτικά – από τους κανόνες που εφαρμόζονται βάσει της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες στην Εσωτερική Αγορά (2006/123/ΕΚ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόφαση της 27.2.2014 (C-351/2012, …), η οποία δέχεται ότι οι διατάξεις σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους αναφορικά με τη συλλογική διαχείριση. … Για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ευθέως αφορούν την προστασία του πολιτισμού, την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων, τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη διεθνή παρουσία της χώρας στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων, η πολιτεία οφείλει να παρέμβει και να ρυθμίσει το κενό που δημιουργείται στη συλλογική διαχείριση μετά την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50, δεδομένου ότι αυτοί έχουν συνήθως δεσπόζουσα θέση στην αγορά και εκπροσωπούν έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό δικαιούχων τόσο Ελλήνων όσο και ξένων. Η παρέμβαση αυτή έχει αποκλειστικά χαρακτήρα προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς αποτρέπει την κατάρρευση και κατακερματισμό της αγοράς μετά την ανάκληση άδειας οργανισμού, και στοχεύει στην προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, έναν στόχο δηλαδή που το Δικαστήριο της Ένωσης έχει αναγνωρίσει ως επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει παρεκκλίσεις από τους ενωσιακούς κανόνες (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, C-403/08 και C-429/08, Football Association Premier League κ.λπ., …, σκέψη 94, απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, 62/79, Coditel κ.λπ., …, σκέψεις 15 και 16, καθώς και απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 1981, 55/80 και 57/80, Musik – Vertrieb K-tel International, …, σκέψεις 9 και 12). … Αν και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50 επιβάλλεται ως συνέπεια σοβαρών παραβάσεων του ν. 2121/1993 και ν. 4481/2017, ωστόσο δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει στην κατάρρευση του συστήματος της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων για συγκεκριμένη κατηγορία δικαιούχων, με αποτέλεσμα την άμεση απώλεια εισοδήματός τους, με σημαντικές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Εξίσου σημαντικές ενδέχεται να είναι οι επιπτώσεις για την εθνική οικονομία όσο και την ανάπτυξη της χώρας. Ενδέχεται μάλιστα να υπάρχουν πολιτιστικές συνέπειες, αφού το σύστημα της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων αποτελεί και κίνητρο για την πολιτιστική ανάπτυξη και είναι ένα βασικό μέσο για την υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας. Με κύριο γνώμονα, αφενός, την εξασφάλιση της ομαλής συνέχισης της συλλογικής διαχείρισης και της είσπραξης δικαιωμάτων και εκκαθάρισης αυτών υπέρ των δικαιούχων, και αφετέρου, της νόμιμης χρήσης πνευματικών έργων από τους χρήστες, προβλέπεται στην περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας από το ΥΠΠΟΑ ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50 η σύσταση στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ) Ειδικής Υπηρεσίας έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων με αρμοδιότητα την άσκηση όλων των αναγκαίων ενεργειών για την επείγουσα, προσωρινή και έκτακτη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών του ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50, των οποίων η άδεια ανακλήθηκε. Η ως άνω Υπηρεσία θα λειτουργήσει εκτάκτως και προσωρινά και για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη, μέχρι τη συλλογική διαχείριση να αναλάβει άλλος ΟΣΔ ή συσταθεί νέος οργανισμός προς τον σκοπό αυτό. Με την τροποποίηση της παραγράφου 9 του άρθρου 46 του ν. 4481/2017 ορίζεται ότι η απόφαση περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας των ΟΣΔ ή των ΑΟΔ του άρθρου 50 τίθεται σε ισχύ αμέσως από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκειμένου να μην υπάρξει κενό και ανασφάλεια δικαίου ως προς τη συλλογική διαχείριση των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. … β. … Στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων οι δικαιούχοι και οι ΟΣΔ έχουν δικαίωμα να αντιταχθούν στην … ανάθεση και εκπροσώπηση από τον ΟΠΙ … δ. Με την παρ. 4 προβλέπεται ότι η Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων τηρεί τα προβλεπόμενα στον ν. 4481/2017, στον βαθμό που αυτά είναι συμβατά με τον σκοπό της έκτακτης διαχείρισης. Συγκεκριμένα η έκτακτη διαχείριση υπόκειται σε όλους τους κανόνες διαφάνειας, πληροφόρησης και λογοδοσίας. Σε σχέση με τις αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης και του Εποπτικού Συμβουλίου εξαιρούνται από τον νόμο ρητά οι αρμοδιότητες εκείνες που αφορούν στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου, Γενικού Διευθυντή και αμοιβής αυτών. Το Εποπτικό Συμβούλιο που θα εκλέγουν οι δικαιούχοι κατά τη διάρκεια της έκτακτης διαχείρισης δεν θα αμείβεται. Οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση προβλέπεται στον ν. 4481/2017 ισχύει και στην περίπτωση της έκτακτης διαχείρισης πλην αυτών που δεν είναι συμβατές με τον σκοπό της. ε. Προς το συμφέρον των δικαιούχων και για την επίτευξη του στόχου της έκτακτης διαχείρισης θεσπίζεται υποχρέωση του ΟΣΔ ή της ΑΟΔ του άρθρου 50, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, να επιτρέπει χωρίς κανέναν περιορισμό την πρόσβαση εξουσιοδοτημένων από τον ΟΠΙ προσώπων στο φυσικό, ψηφιοποιημένο και ψηφιακό αρχείο τεκμηρίωσης ή/και έργων των δικαιούχων που εκπροσωπούσε κατά τον χρόνο ανάκλησης της άδειας, καθώς και σε κάθε άλλο αρχείο που είναι απαραίτητο για το έργο της διαχείρισης των δικαιωμάτων. Η υποχρέωση αυτή στηρίζεται α) στο γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική συλλογική διαχείριση χωρίς πρόσβαση στα δεδομένα, πληροφορίες και έργα των δικαιούχων των οποίων οι συμβάσεις ανάθεσης έχουν μεταφερθεί (για όσους το επιθυμούν) στην Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων και β) διότι το αρχείο αυτό περιέχει στοιχεία των ίδιων των δικαιούχων προς εκπλήρωση και εξυπηρέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του ΟΣΔ ή της ΑΟΔ του άρθρου 50 προς αυτούς. …».

10. Επειδή, στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 16 παρ. 1 του Συντάγματος, για ανάπτυξη και προαγωγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το Κράτος οφείλει να μεριμνά για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας των δημιουργών. Η επιλογή του τρόπου διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων τους, ως ειδικότερη έκφραση της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 5 του Συντάγματος), ανήκει στους δημιουργούς, πλην, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, ο νομοθέτης, με τον ν. 4481/2017, προέβλεψε καθεστώς συλλογικής, και όχι ατομικής, διαχείρισης των δικαιωμάτων αυτών, υπό έντονη κρατική εποπτεία, μέσω οργανισμών συλλογικής διαχείρισης (Ο.Σ.Δ.) ή ανεξάρτητων οντοτήτων διαχείρισης (Α.Ο.Δ.) με δεσπόζουσα θέση. Αρμόδιος για την άσκηση της εποπτείας επί των Ο.Σ.Δ. και Α.Ο.Δ. είναι ο συσταθείς με τον ν. 2121/1997 ειδικός φορέας Ο.Π.Ι.. Στο νομικό αυτό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (μέσω της δημιουργηθείσης ειδικής υπηρεσίας αυτού έκτακτης διαχείρισης), το οποίο δεν είναι οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, προβλέφθηκε με το, προστεθέν με το άρθρο 45 παρ. 7 του ν. 4531/2018, άρθρο 51 Α του ν. 4481/2017 η ανάθεση, κατ’ εξαίρεση και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, της διαχείρισης των δικαιωμάτων δημιουργών σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας Ο.Σ.Δ. ή Α.Ο.Δ. με δεσπόζουσα θέση, που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση αυτών, ώστε να συνεχισθεί η διαχείριση των δικαιωμάτων των δημιουργών και να δοθεί στους δικαιούχους των εν λόγω δικαιωμάτων ο απαραίτητος χρόνος για να αποφασίσουν για την μελλοντική εκπροσώπησή τους και να επιλέξουν, κατ’ ενάσκηση της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα οικονομικής ελευθερίας αυτών, αν θα αναθέσουν αυτήν σε άλλον ήδη υφιστάμενο συλλογικό φορέα ή αν θα ιδρύσουν νέο.
Προκειμένου δε οι δικαιούχοι να μην είναι αποκομμένοι από τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους (όπως είναι ο καθορισμός του τρόπου διανομής των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους, ο κανονισμός διανομής δικαιωμάτων και των κρατήσεων επί των εσόδων από τα δικαιώματα) κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η έκτακτη και προσωρινή διαχείριση αυτών από την Ε.Υ.Ε.Δ., αλλά και να διευκολυνθεί η εκ μέρους τους λήψη αποφάσεως ως προς το ζήτημα σε ποιό φορέα θα επιλέξουν να αναθέσουν την εκπροσώπησή τους μετά την λήξη της, κατά νόμο, προσωρινής και έκτακτης αυτής διαχείρισης, ώστε να μην υπάρξει κενό και ανασφάλεια δικαίου μετά τη λήξη της διετούς εκπροσώπησής τους από την ως άνω Ειδική Υπηρεσία και να διευκολυνθεί η διανομή σε αυτούς εσόδων από δικαιώματα και από επενδύσεις δικαιωμάτων τους που ανάγονται σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο άσκησε τη διαχείριση αυτών η Ε.Υ.Ε.Δ., με το προαναφερθέν άρθρο 51 Α του ν. 4481/2017 προβλέφθηκε ρητώς ότι στο πλαίσιο της εν λόγω Υπηρεσίας και για όσο χρόνο διαρκεί η συλλογική διαχείριση από αυτήν των δικαιωμάτων των δημιουργών λειτουργεί ένα όργανο αποτελούμενο από τους δικαιούχους, ανάλογο με την γενική συνέλευση που προβλέπει το άρθρο 9 του ίδιου νόμου για τους νομίμως συνεστημένους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και διεπόμενο, για το λόγο αυτό, από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφαρμοζόμενες αναλόγως. Μέλη δε του ειδικού αυτού οργάνου, που προβλέφθηκε από το ανωτέρω άρθρο προς διαφύλαξη των συμφερόντων των δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι αφενός μεν οι έχοντες κατά το παρελθόν συμβληθεί με τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, δικαιούχοι, των οποίων οι συμβάσεις λύθηκαν αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 51Α παρ. 2 του ως άνω ν. 4481/2017 και επανασυνήφθησαν, επίσης αυτοδικαίως, με τον Ο.Π.Ι. και οι οποίοι δεν άσκησαν το δικαίωμά τους να αντιταχθούν στην εκπροσώπησή τους από τον Ο.Π.Ι. κατά τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω παράγραφο 2 ούτε κατήγγειλαν εκ των υστέρων την αυτοδικαίως συναφθείσα με τον Ο.Π.Ι. σύμβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ίδιου ν. 4481/2017, όπως είχαν δικαίωμα, κατά τα προβλεπόμενα στο τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου 2 του άρθρου 51 Α του εν λόγω νόμου, αφετέρου δε, όσοι δικαιούχοι ενδεχομένως συνήψαν νέες συμβάσεις με τον Ο.Π.Ι. κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας της Ε.Υ.Ε.Δ.. Το όργανο δε αυτό λειτουργεί με τους κανόνες απαρτίας που ισχύουν για τη γενική συνέλευση Ο.Σ.Δ. και, επομένως, για την εκ μέρους του λήψη αποφάσεων, που δεσμεύουν όλα τα μέλη του, δεν απαιτείται η παρουσία όλων των μελών, όπως δεν απαιτείται και στην περίπτωση λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης υπό ομαλές συνθήκες. Άλλωστε, η παρουσία όλων των μελών θα ήταν δυσχερές να επιτευχθεί σε περίπτωση μεγάλου αριθμού μελών, με συνέπεια όχι μόνον αδυναμία ταχείας εκκαθαρίσεως, αλλά ενδεχομένως και παντελή αδυναμία εκκαθαρίσεως των εκκρεμοτήτων από την έκτακτη διαχείριση της Ε.Υ.Ε.Δ., η οποία, κατά νόμο, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να παραταθεί πέραν της διετίας, και διαιώνιση των συνεπειών από την πλημμελή διαχείριση του οργανισμού, του οποίου η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε.
Εξάλλου, οι δικαιούχοι του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, του οποίου η άδεια ανακλήθηκε, έχουν τη δυνατότητα, κατά τα προεκτεθέντα, να αντιταχθούν στην εκπροσώπησή τους από τον Ο.Π.Ι. και εξ αρχής (δηλαδή αμέσως μετά την ανάκληση) είτε να αναθέσουν την εκπροσώπησή τους σε άλλον ήδη υφιστάμενο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ή, συνεργαζόμενοι με άλλους δικαιούχους, να επιχειρήσουν την ίδρυση νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, η δυνατότητα δε αυτή τους γνωστοποιείται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017, με συνέπεια να γνωρίζουν, κατά τεκμήριο, και τα δικαιώματα που έχουν κατά την διάρκεια της προσωρινής εκπροσώπησής τους από την Ε.Υ.Ε.Δ. και τις επιλογές που έχουν όταν λήξει η αναληφθείσα από την υπηρεσία αυτή έκτακτη διαχείριση.
Συνεπώς, η συγκροτούμενη από τα ανωτέρω μέλη γενική συνέλευση είναι αρμόδια να αποφασίσει για τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ο οποίος, μετά τη λήξη της έκτακτης και προσωρινής διαχείρισης των δικαιωμάτων των δικαιούχων από την Ε.Υ.Ε.Δ., θα αναλάβει αφενός την εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων που δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της εν λόγω διαχείρισης, προς το σκοπό της είσπραξης και απόδοσης στους δικαιούχους των οφειλομένων σ’ αυτούς ποσών, και αφετέρου την διαχείριση των δικαιωμάτων τους στο μέλλον. Η γενική δε συνέλευση μπορεί είτε να αποφασίσει να αναθέσει το ανωτέρω έργο σε ήδη υφιστάμενο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης είτε να αποφασίσει την ίδρυση νέου οργανισμού, για την ίδρυση του οποίου θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4481/2017. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του άρθρου 51 Α παρ. 8 του ν. 4481/2017, η ανωτέρω απόφαση της γενικής συνέλευσης, καθό μέρος αφορά την κατ’ αρχήν επιλογή του οργανισμού που θα αναλάβει την εκπροσώπηση των δικαιούχων μετά τη λήξη της έκτακτης και προσωρινής διαχείρισης από την Ε.Υ.Ε.Δ., δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη σύναψη συμβάσεων μεταξύ των δικαιούχων και του εν λόγω οργανισμού (όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 51 Α, στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, οπότε θεωρείται ότι αυτοδικαίως συνάπτονται νέες συμβάσεις μεταξύ των δικαιούχων και του Ο.Π.Ι.), αλλά ο κάθε δικαιούχος θα συνάψει, μετά τη λήξη της έκτακτης και προσωρινής διαχείρισης, ατομική σύμβαση ανάθεσης είτε με τον κατά τα ανωτέρω προκριθέντα από τη γενική συνέλευση οργανισμό, είτε με άλλον οργανισμό της ελεύθερης επιλογής του, με την οποία θα καθορίζεται και το ειδικότερο περιεχόμενο της μεταξύ τους σχέσης, για τη διαχείριση των δικαιωμάτων του στο μέλλον, δηλαδή από τη σύναψη της σύμβασης αυτής και εφεξής.
Εξάλλου, η ρύθμιση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 8 του ως άνω άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017, σύμφωνα με την οποία με υπουργική απόφαση μεταφέρεται «η δραστηριότητα» της Ε.Υ.Ε.Δ. στον διάδοχο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, τον οποίο επέλεξε, κατά τα ανωτέρω, η προαναφερθείσα γενική συνέλευση, παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία, προκειμένου να ολοκληρωθεί η άσκηση της κρατικής εποπτείας που εκδηλώνεται με την προσωρινή ανάθεση στην Ε.Υ.Ε.Δ. του Ο.Π.Ι. της συλλογικής διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων και εναρμονίζεται με την πάγια ρύθμιση, που έχει προκρίνει ο νομοθέτης (ενωσιακός και εθνικός), προς προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων των εν λόγω δικαιωμάτων, τη συλλογική δηλαδή διαχείριση αυτών, με την ένταξη των δικαιούχων σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της επιλογής τους, και όχι την αυτοτελή από κάθε δικαιούχο χωριστά διαχείριση των δικών του και μόνον δικαιωμάτων. Με τα δεδομένα αυτά, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της συμβατικής ελευθερίας ή γενικότερα της οικονομικής ελευθερίας των δικαιούχων πνευματικών δικαιωμάτων και του δικαιώματός τους του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του Συντάγματος), ανεξαρτήτως του ότι επίκληση της παράβασης αυτής δεν θα μπορούσε να γίνει από τρίτους, δηλαδή από πρόσωπα πέραν των δικαιούχων, η διαχείριση των δικαιωμάτων των οποίων είχε υπαχθεί στην Ε.Υ.Ε.Δ., όπως είναι ο αιτών συνεταιρισμός. Με τα ανωτέρω δεδομένα, όμως, δεν τίθεται ούτε ζήτημα παραβίασης της οικονομικής ελευθερίας ή άλλου συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος άλλων υφισταμένων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης από την ρύθμιση της διάταξης της παρ. 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017. Αντιθέτως, ερμηνευόμενη η διάταξη αυτή ως έχουσα την έννοια ότι οι δικαιούχοι, την έκτακτη διαχείριση των δικαιωμάτων των οποίων ανέλαβε η ως άνω ειδική υπηρεσία του Ο.Π.Ι. και οι οποίοι δεν άσκησαν το δικαίωμά τους να αντιταχθούν στην εκπροσώπησή τους από τον οργανισμό αυτό κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 51 Α, υποχρεούνται, μετά τη λήξη της έκτακτης αυτής διαχείρισης, να αναθέσουν είτε την εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων της είτε την εφεξής εκπροσώπησή τους είτε και τα δύο σε ήδη υφιστάμενο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, θα παραβίαζε την οικονομική ελευθερία των δικαιούχων των δικαιωμάτων. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του εδαφίου β΄ της παρ. 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017, μεταφέρονται στον επιλεγέντα από τους ίδιους τους δικαιούχους διάδοχο οργανισμό, κατά χρήση και μόνον, όλα τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα για να περαιωθεί η εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων από την έκτακτη διαχείριση της Ε.Υ.Ε.Δ., όπως π.χ. τα δεδομένα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή της τεκμηρίωσης των έργων των δικαιούχων της Ε.Υ.Ε.Δ. που εκπροσωπήθηκαν από τον Ο.Π.Ι., καθώς και κάθε άλλο αρχείο που είναι απαραίτητο για την περαίωση του έργου της εκκαθάρισης, διότι τα αρχεία αυτά περιέχουν στοιχεία των ίδιων των δικαιούχων απαραίτητα για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει έναντι αυτών ο Ο.Π.Ι.. Ερμηνευόμενη δε υπό την έννοια αυτή η ανωτέρω διάταξη δεν παραβιάζει την οικονομική ελευθερία ή άλλο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα άλλου υφισταμένου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, όπως είναι ο αιτών.

11. Επειδή, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Μ. Καραμανώφ, οι Σύμβουλοι Μ. Παπαδοπούλου, Τ. Κόμβου, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Μ. Σωτηροπούλου, Π. Τσούκας και Ι. Αργυράκη και οι Πάρεδροι Ι. Μιχαλακόπουλος και Ο. Νικολαράκου και διατύπωσαν την εξής γνώμη: Δεδομένου ότι η ως άνω προσωρινή και έκτακτη ανάθεση δεν κατέστησε τον Ο.Π.Ι./Ε.Υ.Ε.Δ. φορέα συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων κατά την έννοια της αντίστοιχης νομοθεσίας, ούτε άλλωστε οι διατάξεις του ν. 4481/2017 τροποποίησαν τις καταστατικές διατάξεις του Ο.Π.Ι. σχετικά με τα όργανα διοίκησης αυτού, ως μέλη της γενικής συνέλευσης, η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο της Ε.Υ.Ε.Δ. (παρ. 4 και 8 του άρθρου 51Α του ν. 4481/2017), νοούνται προδήλως, αφενός μεν, οι έχοντες κατά το παρελθόν συμβληθεί με την ΑΕΠΙ δημιουργοί, των οποίων οι συμβάσεις λύθηκαν αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 51Α παρ. 2 του εν λόγω νόμου και επανασυνήφθησαν, επίσης, αυτοδικαίως, με τον Ο.Π.Ι., αφετέρου δε, όσοι δημιουργοί συνήψαν νέες συμβάσεις με τον Ο.Π.Ι. κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας της Ε.Υ.Ε.Δ.. Oι ως άνω δημιουργοί συνδέονται με τον Ο.Π.Ι. ατομικώς έκαστος με συμβατική σχέση επακριβώς προσδιοριζόμενη στο νόμο, ο οποίος καθορίζει τις αρμοδιότητες του Ο.Π.Ι. και τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις των δημιουργών. Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο όρος “γενική συνέλευση” υποδηλώνει, κατά την εν πρόσωπο γένει ισχύουσα νομοθεσία, όργανο νομικού προσώπου με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι οποίες καθορίζονται από τις διατάξεις που διέπουν το νομικό ανάλογα με τη φύση του (ανώνυμη εταιρία, συνεταιρισμός, σωματείο κ.λπ.) και εκφράζουν τη βούλησή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τις διατάξεις των παρ. 4 και 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017, οι συμβληθέντες με τον Ο.Π.Ι. δημιουργοί κατέστησαν μέλη γενικής συνέλευσης, η οποία λειτουργεί ως όργανο νομικού προσώπου και δη συλλογικού φορέα διαχείρισης δικαιωμάτων. Και τούτο διότι, εν προκειμένω, νομικό πρόσωπο, όργανο του οποίου, υπό την ανωτέρω έννοια, να δύναται να θεωρηθεί η εν λόγω “γενική συνέλευση”, δεν είναι ο Ο.Π.Ι., ο οποίος κατά τον ιδρυτικό του νόμο και το καταστατικό του αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με όργανα τον Διευθυντή και το Διοικητικό του Συμβούλιο, που ορίζονται από τον Υπουργό Πολιτισμού, ούτε βέβαια η Ε.Υ.Ε.Δ., η οποία αποτελεί υπηρεσία εντεταγμένη στον Ο.Π.Ι.. Ούτε άλλωστε, δύναται να συναχθεί ερμηνευτικά ότι ο ν. 4481/2017 ιδρύει, πάντως, μεταξύ των ατομικώς συμβληθέντων με τον Ο.Π.Ι. δημιουργών υποχρεωτικό ειδικό νομικό δεσμό καθιστώντα αυτούς ιδιότυπο συλλογικό σώμα, το οποίο λειτουργεί μεν ασύνδετα προς κάποιο νομικό πρόσωπο, αλλά είναι εξοπλισμένο με αποφασιστικές αρμοδιότητες έτσι ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται από ορισμένα μέλη του να δεσμεύουν και τα λοιπά, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των περί γενικής συνελεύσεως των Ο.Σ.Δ. διατάξεων, διότι η ερμηνεία αυτή θα προσέκρουε στη συμβατική ελευθερία των δημιουργών και στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Κατά συνέπεια, η αναφερόμενη στη διάταξη του άρθρου 51 Α παρ. 8 του ν. 4481/2017 “απόφαση της γενικής συνέλευσης” των μελών της Ε.Υ.Ε.Δ., σχετικά με τον οργανισμό που θα αναλάβει παγίως τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους μετά τη λήξη της λειτουργίας της Υπηρεσίας αυτής, υποδηλώνει απλώς το σύνολο των ατομικών δηλώσεων βουλήσεως στις οποίες προβαίνουν οι συγκεκριμένοι δημιουργοί ως προς το ζήτημα αυτό (το οποίο άλλωστε, δεν συνδέεται προς το σκοπό και τις ανάγκες της αναληφθείσας από τον Ο.Π.Ι. έκτακτης διαχείρισης), και οι οποίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεσμεύουν και τους λοιπούς δημιουργούς που δεν προέβησαν σε τέτοια δήλωση, των διατάξεων των άρθρου 9 και 10 του ν. 4481/2017 μη δυναμένων να έχουν, ως προς το ζήτημα αυτό, εφαρμογή.

12. Επειδή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4481/2017, για τη νόμιμη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε Ο.Σ.Δ., πρέπει να διαπιστώνεται, με αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Ο.Π.Ι., ότι ο οργανισμός θα είναι βιώσιμος και θα μπορεί να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα δικαιώματα των δικαιούχων που του έχουν αναθέσει τη διαχείριση ή την προστασία των δικαιωμάτων τους. Στοιχείο της βιωσιμότητας του υπό αδειοδότηση οργανισμού αποτελεί η αντιπροσωπευτικότητά του, η οποία συνάπτεται, κατά το νόμο (άρθρο 4 παρ. 2 εδάφιο γ), μεταξύ άλλων, με τον αριθμό των δικαιούχων που έχουν αναθέσει ή πρόκειται να αναθέσουν σε αυτόν τη διαχείριση ή την προστασία των δικαιωμάτων τους και, προφανώς, με το ρεπερτόριο που ανήκει σ’ αυτούς. Επομένως, ενόψει και των εκτεθέντων στη σκέψη 10, απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών της Ε.Υ.Ε.Δ. να ιδρυθεί νέος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης νομίμως λαμβάνεται υπόψη από τη Διοίκηση κατά την εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του οργανισμού αυτού ως στοιχείο της αντιπροσωπευτικότητας και συνακόλουθα της βιωσιμότητας αυτού, διότι από την εν λόγω απόφαση μπορεί να πιθανολογηθεί σοβαρά ο αριθμός των δικαιούχων, που προτίθενται να αναθέσουν στον υπό ίδρυση οργανισμό τη διαχείριση ή την προστασία των δικαιωμάτων τους, και η αξία του ρεπερτορίου που ανήκει σε αυτούς. Εξάλλου, σε περίπτωση υποβολής νεότερων στοιχείων από τον αιτούντα υπό ίδρυση οργανισμό είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν σχετικής προσκλήσεως από το αρμόδιο Υπουργείο ή τον Ο.Π.Ι., νομίμως ο Ο.Π.Ι. διατυπώνει πρόσθετη εισήγηση, αφού λάβει υπόψη τα νεότερα αυτά στοιχεία.

13. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: Τη συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών μουσικών έργων είχε αναλάβει, βάσει των διατάξεων του ν. 2121/1993, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑΕΠΙ – Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας Α.Ε.». Το έτος 2003, κατόπιν της υπ’ αριθ. 2170/6.3.2003 άδειας του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, άρχισε παραλλήλως να δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά και ο αιτών οργανισμός, με τη μορφή του αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, με μερίδιο κυμαινόμενο, περίπου, σε ποσοστό 5% της εν λόγω αγοράς. Το έτος 2017, κατόπιν σχετικών καταγγελιών των δημιουργών περί οικονομικών ατασθαλιών της ΑΕΠΙ, με την από 27.4.2017 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (τεύχος Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Υ.Ο.Δ.Δ. 202) ορίστηκε προσωρινός Επίτροπος κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 10 του άρθρου 54 του ν. 2121/1993, ακολούθησε δε η ανάκληση της άδειάς της με την από 15.5.2018 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, λόγω αδυναμίας αποτελεσματικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των δικαιούχων από την εταιρία αυτή. Κατόπιν τούτου, με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥΗΔ/ΔΔΑΔ/ΤΔΥΕΦ262844/18408/13772/689/ 4.6.2018 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (Β΄ 2085/7.6.2018), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση της διατάξεως της παρ. 1 του προαναφερθέντος άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, το οποίο θέσπισε ρυθμίσεις για την περίπτωση ανάκληση άδειας, μεταξύ άλλων, υφιστάμενης οντότητας με δεσπόζουσα θέση, ανατέθηκε, εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο ετών, η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων της ΑΕΠΙ στον Ο.Π.Ι., και ειδικότερα στην ειδικώς προς τούτο συσταθείσα υπηρεσία του, την Ε.Υ.Ε.Δ.. Κατά της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως ο ήδη αιτών Ο.Σ.Δ. άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση 1009/2020 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν της ως άνω ανάθεσης και κατ’ επίκληση του άρθρου 9 του ν. 4481/2017, συνήλθαν 301 δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, μέλη πλέον της Ε.Υ.Ε.Δ. (επί φερομένου συνολικού αριθμού μελών με δικαίωμα ψήφου 13.082), στην 2η Έκτακτη Γενική Συνέλευση της 23ης.10.2018. Κατά τη συνέλευση αυτή προέβησαν στην εκλογή Εποπτικού Συμβουλίου, στην έγκριση κανονισμού διανομής δικαιωμάτων και των κρατήσεων επί των εσόδων από τα δικαιώματα και επί των εσόδων που προκύπτουν από την επένδυση εσόδων από τα δικαιώματα, περαιτέρω δε, στο πλαίσιο ανακοινώσεων για διάφορα θέματα, έγιναν τοποθετήσεις δημιουργών με κοινό αίτημα την επίσπευση των διαδικασιών δημιουργίας νέου Ο.Σ.Δ. που θα ανήκει στους δημιουργούς και θα διοικείται από αυτούς. Σχετικώς η γενική συνέλευση “ενέκρινε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες σύνταξης καταστατικού για τη σύσταση αυτοδιαχειριζόμενου οργανισμού, στον οποίο τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης προτίθενται να αναθέσουν τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους”. Κατόπιν αυτών, στις 31.5.2019 191 πρόσωπα αποφάσισαν τη σύσταση αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ – ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ Ε.Δ.Ε.Μ.» και με την υπ’ αριθ. 17/24.6.2019 πράξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών διετάχθη η καταχώρηση του καταστατικού του συνεταιρισμού αυτού στο Μητρώο Συνεταιρισμών του εν λόγω Ειρηνοδικείου. Στις 25.7.2019 ο εν λόγω συνεταιρισμός (ήδη παρεμβαίνων) κατέθεσε αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του ως οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά το άρθρο 4 του ν. 4481/2017. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Π.Ι., αφού έλαβε υπόψη την εισήγηση της Διευθύντριάς του, αποφάσισε, κατά την 290ή συνεδρίασή του της 7.8.2019, να εισηγηθεί θετικά για την παροχή της αιτουμένης άδειας. Με την εισήγηση της Διευθύντριας του Ο.Π.Ι. προς το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού, αφού διαπιστώθηκε ότι πληρούνται όλες οι τυπικές προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 4481/2017, ελέγχθηκε αν πληρούνται τα κριτήρια της πρόδηλης βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας της διαχείρισης. Για την εξειδίκευση δε των κριτηρίων αυτών ελήφθη υπόψη, ως προς την αντιπροσωπευτικότητα του αιτούντος, ότι αυτός «… έχει ήδη έναν ικανοποιητικό αριθμό μελών, συνθετών, στιχουργών και εν γένει δικαιούχων. Από τα 269 μέλη, εκ των οποίων 191 είναι τα ιδρυτικά μέλη του Συνεταιρισμού, συνάγεται ότι ήδη διαθέτει ένα σημαντικό ρεπερτόριο το οποίο εύλογα αναμένεται ότι θα αυξηθεί. Χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι μεταξύ των μελών είναι δύο εκδοτικές εταιρείες η Warner Chappell Music Hellas SRL και η Universal Music Publishing LLC, οι οποίες είναι τοις πάσι γνωστό ότι διαχειρίζονται τα δικαιώματα ενός πολύ σημαντικού αριθμού δικαιούχων ημεδαπών και αλλοδαπών. Ο αριθμός των μελών και το ρεπερτόριο του Αιτούντος συνιστούν ικανά κριτήρια για τη δυνατότητα βιωσιμότητας του Αιτούντος ως οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. … [Ο] αριθμός των 269 μελών πρέπει να θεωρηθεί επαρκής και ικανοποιητικός, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για έναν οργανισμό ο οποίος δεν λειτουργεί ακόμη, αλλά συγκεντρώνει έναν αξιόλογο αριθμό πνευματικών δημιουργών που του έχουν ήδη αναθέσει τη διαχείριση των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Πέραν αυτού, συγκριτικά … σημειώνεται ότι τα μέλη του ΟΣΔ Αυτοδιαχείριση [δηλαδή ο οργανισμός που ασκεί την κρινόμενη αίτηση], ο οποίος δραστηριοποιείται στην ίδια κατηγορία πνευματικών δημιουργών και μάλιστα επί 16 συναπτά έτη, σύμφωνα με τον από 03/04/2019 επικαιροποιημένο κατάλογο μελών και εκπροσωπούμενων δικαιούχων του ανέρχονται συνολικά στα 593 μέλη. …». Στη συνέχεια, στην ανωτέρω εισήγηση υπογραμμίζεται το γεγονός ότι ο συνεταιρισμός «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» «ιδρύθηκε κατόπιν της από 23.10.2018 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της ΕΥΕΔ σύμφωνα με το ά. 51 Α παρ. 8 ν. 4481/2017 … Συνεπώς, έχει προδιαγραφεί η βούληση των εκπροσωπούμενων μελών της ΕΥΕΔ να αναθέσουν στην «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» και όχι σε κάποιον άλλον οργανισμό τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους», καθώς και ότι «ούτε ο νόμος 4481/2019 ούτε ο νόμος 2121/1993, όπως ισχύουν, δεν αποκλείουν την ταυτόχρονη λειτουργία περισσότερων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης στην ίδια κατηγορία. Επομένως η αποτελεσματικότητα [στη διαχείριση των δικαιωμάτων] δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί με την αιτιολογία και μόνο ότι η ύπαρξη άλλου οργανισμού στην ίδια κατηγορία θα εμποδίσει την αποτελεσματικότητα του νέου οργανισμού». Εκτός των ανωτέρω, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι κρατήσεις για τα έξοδα διαχείρισης είναι εντός των ορίων που προβλέπει ο νόμος και εύλογες σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες που σκοπεύει να παρέχει ο αιτών και καθορίζονται δυνάμει αντικειμενικών κριτηρίων. Με τα δεδομένα αυτά η εισήγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αιτών «έχει την απαιτούμενη αντιπροσωπευτικότητα προκειμένου να δικαιολογείται η παροχή άδειας λειτουργίας καθώς … εκπροσωπεί “επαρκές ποσοστό δικαιούχων της συγκεκριμένης κατηγορίας” …» και ότι «Ο αριθμός των μελών και το ρεπερτόριο του Αιτούντος συνιστούν ικανά κριτήρια για τη δυνατότητα βιωσιμότητας του Αιτούντος ως οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. …», ενώ από το άρθρο 51Α παρ. 8 του ν. 4481/2017 «προκύπτει ότι η μεταφορά της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ. στον διάδοχο οργανισμό – και εν προκειμένω στον Αιτούντα είναι ικανός παράγοντας προκειμένου να αποδειχθεί η βιωσιμότητα και η αποτελεσματική διαχείριση των δικαιωμάτων των πνευματικών δημιουργών. Στην έννοια της “μεταφοράς της δραστηριότητας” εμπίπτουν μεταξύ άλλων η υποδομή, το δίκτυο των υφιστάμενων συνεργασιών – εκπροσώπων, η τεχνική και οικονομική υποδομή του οργανισμού, τα πληροφοριακά συστήματα και η εν γένει μηχανοργάνωση». Η θετική εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Π.Ι., διατυπωθείσα ενόψει της ως άνω προς αυτό εισήγησης της Διευθύντριάς του, διαβιβάστηκε στην Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού με το υπ’ αριθ. πρωτ. 38981/8.8.2019 έγγραφο του Ο.Π.Ι. (υπ’ αριθ. πρωτ. Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού 8682/8.8.2019), η οποία με το από 4.10.2019 έγγραφό της ζήτησε τη συμπλήρωση του φακέλου της Ε.Δ.Ε.Μ. με οικονομικά στοιχεία, τα οποία θα προέκυπταν είτε από επιχειρησιακό σχέδιο είτε από μελέτη βιωσιμότητας. Εξάλλου, στις 25.11.2019, κατόπιν πρόσκλησης που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Ε.Υ.Ε.Δ., συνήλθαν στην πρώτη τακτική γενική συνέλευση του έτους 2019 175 μέλη της Ε.Υ.Ε.Δ. (επί συνολικού αριθμού μελών 11.924) και, αφού ενημερώθηκαν για τις σχέσεις της Ε.Υ.Ε.Δ. με τον ασκούντα την ήδη κρινόμενη αίτηση οργανισμό και την επικοινωνία που είχε γίνει για διερεύνηση πιθανής συνεργασίας, αποφάσισαν ομοφώνως την επιλογή του προαναφερθέντος μη κερδοσκοπικού αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» ως διαδόχου της δραστηριότητας της μεταβατικής Ε.Υ.Ε.Δ. οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017. Στις 3.2.2020 υποβλήθηκε ενώπιον της αρμόδιας Υπουργού η από 31.1.2020 “έκθεση βιωσιμότητας” του ανωτέρω συνεταιρισμού «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ», η οποία διενεργήθηκε από το λογιστικό φοροτεχνικό γραφείο “TAXIS ART IKE” για την χρονική περίοδο 2020-2024 και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο εν λόγω συνεταιρισμός [ο οποίος είχε πλέον αποκτήσει 1.290 μέλη] θα αποτελέσει τον διάδοχο Ο.Σ.Δ. της Ε.Υ.Ε.Δ., την εκπροσώπηση, την εμπορική αξία και τη δυναμική των εκπροσωπούμενων ρεπερτορίων διαχρονικά, το αμοιβολόγιο και τα αποτελέσματα χρήσης για τα έτη 2018-2019 της Ε.Υ.Ε.Δ., καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αιτών Ο.Σ.Δ. κρίνεται βιώσιμος, διότι «τα έσοδά του δύνανται να καλύψουν επαρκώς τις μέγιστες εκτιμώμενες λειτουργικές του δαπάνες, σε σταθερή βάση σε εύρος πενταετίας». Ακολούθως, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Π.Ι., στην συνεδρίαση 301/5.2.2020, αποφάσισε ότι ο φάκελος έχει συμπληρωθεί και εισηγήθηκε στην Υπουργό τη χορήγηση της ζητηθείσας άδειας, αφού έλαβε υπόψη την ανωτέρω έκθεση βιωσιμότητας και την εισήγηση της Διευθύντριας του Ο.Π.Ι., στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «το κριτήριο της βιωσιμότητας είναι προγνωστικό, του οποίου η συνδρομή δεν μπορεί πρακτικώς να αποδειχθεί διότι αφορά στη μελλοντική δράση του οργανισμού ενώ για την πρόγνωση της βιωσιμότητας, λαμβάνεται κυρίως υπόψη το καταστατικό του, υπό την έννοια της οργανωτικής δομής του ΟΣΔ, η τεχνική και οργανωτική υποδομή του και τυχόν συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης. Ο ΟΣΔ απαιτείται να διαθέτει επαρκή οικονομικώς «δεξαμενή» δικαιούχων και δεν είναι αποφασιστικό αν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διαθέτει ήδη ουσιαστική υποδομή, ούτε κρίσιμο είναι το αρχικό κεφάλαιο του – διαφορετικά θα κωλύονταν η είσοδος νέων ΟΣΔ στην αγορά» και ότι «τα ποσοστά εξόδων διαχείρισης είναι εντός του πλαισίου που ορίζεται στον ν. 4481/2017 και εξελίσσονται διαχρονικά σύμφωνα με τους ρυθμούς ανάπτυξης του ενώ τα έξοδα του ΟΣΔ ταυτίζονται σχεδόν με τις κρατήσεις που πραγματοποιεί επί των ακαθαρίστων δικαιωμάτων, δηλαδή με τα διαχειριστικά έσοδα του ΟΣΔ, οι συμβάσεις εκπροσώπησης που αναμένεται να υπογραφούν ανέρχονται σε τουλάχιστον 25 αμοιβαίας εκπροσώπησης και 5 μονομερούς εκπροσώπησης». Κατόπιν όλων αυτών εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την οποία χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ Ε.Δ.Ε.Μ.» όσον αφορά στη διαχείριση και προστασία του περιουσιακού δικαιώματος των δημιουργών μουσικών έργων (μουσικοσυνθετών και στιχουργών) και δικαιούχων μουσικών έργων.

14. Επειδή εξάλλου, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (5.3.2020) εκδόθηκε η αναφερθείσα στη σκέψη 4 υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΑ/ΓΡΥΠ/ 237529/6053/12.5.2020 κοινή απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και του Υφυπουργού Οικονομικών (Β΄ 2025/26.5.2020), με την οποία αποφασίσθηκε η μεταφορά της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ. του Ο.Π.Ι. στον ανωτέρω (ήδη παρεμβαίνοντα) οργανισμό συλλογικής διαχείρισης «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» και η οποία, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω σκέψη, προσβάλλεται απαραδέκτως με το κατατεθέν στις 25.5.2020 δικόγραφο προσθέτων λόγων. Στο προοίμιο της εν λόγω αποφάσεως μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, η προαναφερθείσα από 25.11.2019 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών της Ε.Υ.Ε.Δ., καθώς και η 47/2020 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά την οποία ως «δραστηριότητα της ΕΥΕΔ», που μεταφέρεται στην «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ Ε.Δ.Ε.Μ.» κατά το β΄ εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017, «νοείται το συνολικό διαχειριστικό προϊόν που έχει παραχθεί από την έκτακτη δραστηριότητα που άσκησε η ΕΥΕΔ, κατά το προσωρινό διάστημα της λειτουργίας της, επί των πνευματικών δικαιωμάτων των δικαιούχων αυτής καθώς και όλες οι υλικές και νομικές ενέργειες που είναι αναγκαίες για την περαιτέρω διαχείριση και προστασία του προϊόντος αυτού, προς το σκοπό της απόδοσής του στους δικαιούχους της ΕΥΕΔ». Σύμφωνα με την ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση, στη μεταφερόμενη δραστηριότητα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα ποσά από δικαιώματα και από επενδύσεις δικαιωμάτων που έχουν εισπραχθεί από την ΕΥΕΔ αλλά είτε δεν έχουν εισέτι διανεμηθεί είτε δεν έχουν εισπραχθεί από τους δικαιούχους, οι πάσης φύσεως αξιώσεις της ΕΥΕΔ έναντι των χρηστών μουσικής και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις χορηγηθείσες από την ΕΥΕΔ και σε ισχύ άδειες χρήσης μουσικών οργάνων, στην «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» δε παραχωρείται απεριόριστη και καθολική, ως προς το περιεχόμενο μόνο, πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία, των οποίων καθίσταται νόμιμος χρήστης αποκλειστικά για τους σκοπούς της μεταφερόμενης δραστηριότητας και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, τα δεδομένα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή της τεκμηρίωσης των έργων των δικαιούχων της ΕΥΕΔ που εκπροσωπήθηκαν από τον ΟΠΙ, τα δεδομένα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή της είσπραξης των δικαιωμάτων των δικαιούχων από όλες τις πηγές, τα δεδομένα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή της διανομής των εσόδων στους δικαιούχους, τα πρωτότυπα σώματα και τυχόν ηλεκτρονικό αρχείο των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης και εκπροσώπησης μεταξύ δικαιούχων δικαιωμάτων έργων μουσικής και της ΕΥΕΔ. Περαιτέρω, στην ανωτέρω απόφαση προβλέπεται αφενός μεν ότι θα μεταβιβασθούν στην «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» οι εφαρμογές πληροφοριακών συστημάτων (λογισμικά) που αγοράστηκαν και αναπτύχθηκαν από τον ΟΠΙ/ΕΥΕΔ, καθώς και φορητοί εκτυπωτές, κατόπιν αποτίμησης από ορκωτό λογιστή, σύναψης σχετικού συμφωνητικού μεταξύ της ανωτέρω ένωσης και του Ο.Π.Ι. και εξόφλησης του σχετικού τιμολογίου τμηματικά εντός ενός έτους από την ημερομηνία της αποτίμησης με επιτόκιο euribor, και αφετέρου ότι με την διαδικασία αυτή μπορούν να μεταβιβασθούν και άλλα πάγια στοιχεία κατόπιν συμφωνίας μεταξύ Ο.Π.Ι. και Ε.Δ.Ε.Μ.. Τέλος, στην ανωτέρω απόφαση προβλέπεται επίσης ότι δεν περιλαμβάνεται στην μεταφερόμενη δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, το υπάρχον υπόλοιπο χρηματικό ποσό της επιχορήγησης που είχε δοθεί στον ΟΠΙ/ΕΥΕΔ, δυνάμει της παρ. 9 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017.

15. Επειδή, από τα εκτεθέντα στη σκέψη 13 προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση χορηγήθηκε στην παρεμβαίνουσα «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» άδεια λειτουργίας ως οργανισμού συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων δημιουργών μουσικών έργων, αφού ελήφθη υπόψη [με βάση όλα τα υπάρχοντα στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο εισηγήσεις του Ο.Π.Ι., οι οποίες νομίμως ελήφθησαν υπόψη, δοθέντος ότι, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 12, το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 4481/2017 δεν αποκλείει δεύτερη εισήγηση του Ο.Π.Ι. κατόπιν προσκομίσεως νέων στοιχείων, όπως αβασίμως προβάλλει ο αιτών] ότι είχε ήδη ένα ικανοποιητικό αριθμό μελών (269, τα οποία αυξήθηκαν στη συνέχεια σε 1290) σε σύγκριση και με τον αριθμό μελών του ήδη αιτούντος οργανισμού (593), ότι μεταξύ των μελών της περιλαμβάνονται δύο εκδοτικές εταιρείες, οι οποίες διαχειρίζονται τα δικαιώματα ενός πολύ σημαντικού αριθμού δικαιούχων ημεδαπών και αλλοδαπών, ότι διέθετε ήδη ένα σημαντικό ρεπερτόριο, από απόψεως εμπορικής αξίας και διαχρονικής δυναμικής, και ότι εύλογα αναμένεται να αυξηθεί το ρεπερτόριο αυτό. Νομίμως δε ελήφθη υπόψη, όπως συνάγεται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, και το γεγονός ότι ήταν πολύ πιθανό ότι θα ανέθετε στον παρεμβαίνοντα οργανισμό την εκπροσώπησή του και ένας μεγάλος αριθμός των δικαιούχων, τη διαχείριση των δικαιωμάτων των οποίων είχε αναλάβει η ΕΥΕΔ μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΙ, εφόσον αυτοί κατά το χρονικό διάστημα της διετούς προσωρινής και έκτακτης αυτής διαχείρισης δεν επέλεξαν – όπως είχαν δικαίωμα – άλλον ΟΣΔ για τη διαχείριση και προστασία των δικαιωμάτων τους, και δη τον μοναδικό τότε υφιστάμενο και ήδη αιτούντα οργανισμό, ενώ, εξάλλου, η γενική συνέλευση της ΕΥΕΔ στην συνεδρίαση της 25.11.2019 αποφάσισε ομοφώνως την επιλογή του παρεμβαίνοντος οργανισμού «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» ως οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, που θα διαδεχόταν την Ε.Υ.Ε.Δ., κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017. Ενόψει δε του ότι για την εκτίμηση της βιωσιμότητας ενός υπό ίδρυση οργανισμού συλλογικής διαχείρισης λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4481/2017, όχι μόνον ο αριθμός των δικαιούχων που έχουν ήδη αναθέσει την εκπροσώπησή τους σε αυτόν, αλλά και ο αριθμός των δικαιούχων που, με βάση υπάρχοντα στοιχεία, πιθανολογείται σοβαρά ότι πρόκειται να αναθέσουν στον οργανισμό την εκπροσώπησή τους, καθώς και το ρεπερτόριο που ανήκει σε αυτούς, το γεγονός και μόνον ότι ένας μεγάλος αριθμός δικαιούχων είχε επιλέξει να αφήσει τη διαχείριση των δικαιωμάτων του στην Ε.Υ.Ε.Δ. αρκούσε για να συναγάγει η Διοίκηση σοβαρή πιθανολόγηση ότι ένα σημαντικό μέρος των δικαιούχων αυτών θα επέλεγε να αναθέσει την εκπροσώπησή του στο νέο οργανισμό, ανεξαρτήτως αν στον νέο αυτό οργανισμό θα ανετίθετο και η διεκπεραίωση των εκκρεμοτήτων από την έκτακτη διαχείριση της Ε.Υ.Ε.Δ.. Εξάλλου, για την κρίση περί βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των δικαιωμάτων ενός υπό ίδρυση μη κερδοσκοπικού οργανισμού συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν ασκεί καμία επιρροή το κεφάλαιο που έχει καταβληθεί για την ίδρυση του εν λόγω οργανισμού. Άλλωστε, στο άρθρο 4 του ν. 4481/2017 δεν προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ενός τέτοιου οργανισμού καμία προϋπόθεση σχετικά με το ύψος του καταβλητέου για την ίδρυσή του κεφαλαίου. Ούτε, άλλωστε, το γεγονός ότι η Ε.Δ.Ε.Μ. συστάθηκε μόλις τον Μάϊο 2019 (και το καταστατικό της καταχωρήθηκε στο οικείο μητρώο τον Ιούνιο του ίδιου έτους) αποκλείει την πιθανολόγηση της βιωσιμότητάς της και την χορήγηση σε αυτήν άδειας να λειτουργήσει ως οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, διότι το ως άνω άρθρο 4 του ν. 4481/2017 ρυθμίζει ακριβώς την περίπτωση ιδρύσεως νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, η κρίση περί της βιωσιμότητας του οποίου προφανώς στηρίζεται, επιτρεπτώς κατά τον νόμο, εν μέρει σε πιθανολογήσεις. Η άποψη ότι θα έπρεπε να είναι «βέβαιη» η βιωσιμότητα του υπό ίδρυση οργανισμού συλλογικής διαχείρισης θα ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου, διότι θα καθιστούσε πρακτικώς αδύνατη την ίδρυση νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, πράγμα που προδήλως δεν ήθελε ο νομοθέτης, και θα υποχρέωνε τους δικαιούχους πνευματικών δικαιωμάτων να προσχωρήσουν στον υπάρχοντα κατά τη δημοσίευση του ν. 4481/2017 μοναδικό οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, τον ήδη αιτούντα. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη.
Η νομιμότητα δε και η επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως ως προς τη βιωσιμότητα του παρεμβαίνοντος οργανισμού δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι με την μεταγενέστερη κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία μεταφέρεται σε αυτόν η δραστηριότητα της Ε.Υ.Ε.Δ., προβλέπεται ότι θα μεταβιβασθούν σε αυτόν πάγια στοιχεία από τον Ο.Π.Ι., προεχόντως διότι η μεταφορά αυτή δεν χωρεί αυτοδικαίως, αλλά κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του παρεμβαίνοντος οργανισμού και του Ο.Π.Ι., το σχετικό δε τίμημα θα εξοφληθεί τμηματικά εντός ενός έτους. Εξάλλου, για την χορήγηση άδειας λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης στην παρεμβαίνουσα Ε.Δ.Ε.Μ. δεν απαιτείτο κατά νόμο στην υποβληθείσα έκθεση βιωσιμότητας να αποτυπωθούν «όλα τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν την προεργασία για την έκδοση της ΚΥΑ του άρθρου 51 παρ. 8 ως προς τα θέματα αποτίμησης αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων της ΕΥΕΔ και τον τρόπο καταβολής του ποσού που τυχόν προκύψει από το διάδοχο οργανισμό προς τον ΟΠΙ», όπως αβασίμως προβάλλει ο αιτών.
Κατόπιν αυτών, καθώς και των εκτεθέντων στη σκέψη 10, είναι απορριπτέοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντίθεση της διάταξης του άρθρου 51 Α παρ. 8 του ν. 4481/2017 προς το Σύνταγμα [άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 (από προφανή παραδρομή γίνεται επίκληση της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 5), 25 παρ. 1], καθώς και όλοι οι λόγοι, με τους οποίους πλήσσεται η νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και, μεταξύ άλλων, προβάλλεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 4481/2017, η επίδικη αδειοδότηση δεν στηρίζεται στην υφιστάμενη βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα της Ε.Δ.Ε.Μ., αλλά στο μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός της μεταβίβασης σε αυτήν του συνόλου της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ., βάσει εκδοθησόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, ότι το καταβληθέν για την ίδρυση της Ε.Δ.Ε.Μ. κεφάλαιο είναι πολύ μικρό, ότι η ΕΔΕΜ συστάθηκε μόλις στις 31.5.2019, με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιη η συνοχή, η αποτελεσματικότητα, η εύρυθμη λειτουργία και, συνεπώς, η βιωσιμότητά της, και ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ΕΔΕΜ θα υποχρεωθεί να υποβληθεί σε δαπάνες για την αγορά παγίων στοιχείων από τον Ο.Π.Ι.. Εξάλλου, το άρθρο 4 του ν. 4481/2017 δεν προβλέπει, για την χορήγηση άδειας λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, την υποβολή επιχειρηματικού σχεδίου που να έχει συγκεκριμένο τύπο, να περιλαμβάνει συγκεκριμένα στοιχεία και να είναι «προϊόν προεργασίας δύο ετών, ήτοι τουλάχιστον από τότε που λειτούργησε η ΕΥΕΔ», και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Καθό δε μέρος με τους λόγους που πλήσσουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξης αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης ότι από το σύνολο των στοιχείων που προσκομίσθηκαν προκύπτει η βιωσιμότητα του παρεμβαίνοντος οργανισμού και η αποτελεσματικότητα αυτού στη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Ο προβαλλόμενος με το κατατεθέν στις 7.4.2020 δεύτερο πρόσθετο δικόγραφο λόγος περί παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης, διότι ο Ο.Π.Ι. δεν χορήγησε στον αιτούντα τα στοιχεία του φακέλου, που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση αυτής, με συνέπεια να μην είναι σε θέση ο αιτών να εξειδικεύσει, με παράθεση λεπτομερειών, όλα τα επιχειρήματα που είχε προβάλει με τους ήδη προβληθέντες λόγους, είναι επίσης απορριπτέος, καθόσον η αιτίαση αυτή δεν συνιστά πλημμέλεια δυναμένη να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Άλλωστε, ο αιτών κατέθεσε στη συνέχεια τέσσερα ακόμη δικόγραφα προσθέτων λόγων, ενώ είχε την ευχέρεια να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου που είχαν περιέλθει στο Δικαστήριο. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η από 23.5.2018 απόφαση της γενικής συνέλευσης της ΕΥΕΔ, με την οποία αποφασίστηκε η ίδρυση νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και η ανάθεση σ’ αυτόν της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ., είναι παράνομη και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξης, διότι, κατά το άρθρο 51 Α παρ. 8 του ν. 4481/2017, η Ε.Υ.Ε.Δ. μπορούσε μόνον να αποφασίσει για τη μεταβίβαση της δραστηριότητάς της σε κάποιον από τους υπάρχοντες οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 10, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, η γενική συνέλευση της Ε.Υ.Ε.Δ. μπορούσε να αποφασίσει την σύσταση νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, καθόσον η υποχρεωτική ανάθεση της εκπροσώπησης των μελών της, μετά την λήξη της προσωρινής και έκτακτης διαχείρισης, στον μοναδικό τότε υφιστάμενο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, τον ήδη αιτούντα, θα παραβίαζε τη συμβατική ελευθερία των εν λόγω μελών. Ανεξαρτήτως, πάντως, της δυνατότητας που παρείχε το ανωτέρω άρθρο για τη λήψη αποφάσεως περί συστάσεως νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά τρόπο οργανωμένο από τη γενική συνέλευση των μελών της Ε.Υ.Ε.Δ., δηλαδή από τους ίδιους τους δικαιούχους πνευματικών δικαιωμάτων, εν πάση περιπτώσει αυτοί μπορούσαν, ακόμη και αν δεν προβλεπόταν ρητώς από το νόμο η δυνατότητα αυτή, να ιδρύσουν νομικό πρόσωπο και να ζητήσουν την χορήγηση σε αυτό άδειας λειτουργίας ως οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά τα προβλεπόμενα ειδικότερα στο άρθρο 4 του ν. 4481/2017. Ενόψει τούτου, οι προβαλλόμενοι με το κύριο δικόγραφο και τα πρόσθετα δικόγραφα λόγοι ότι οι από 23.10.2018 και 25.11.2019 αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της Ε.Υ.Ε.Δ. είναι άκυρες, ανυπόστατες και παράνομες για μια σειρά πλημμελειών που αφορούν παραβάσεις του άρθρου 9 του ν. 4481/2017 και του ν. 1667/1986, στον οποίο το άρθρο αυτό παραπέμπει (όπως νομιμότητα προσκλήσεων, ύπαρξη απαρτίας, αναγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη, υπογραφή πρακτικών κ.ά.) και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξης, είναι απορριπτέοι εν πάση περιπτώσει ως αλυσιτελείς. Περαιτέρω, οι λόγοι αυτοί – οι οποίοι αφορούν τη νομιμότητα αποφάσεων (που φέρουν κατ’ αρχήν τα απαραίτητα εξωτερικά γνωρίσματα υποστατής απόφασης) της γενικής συνέλευσης νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, η οποία δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως από το Συμβούλιο της Επικρατείας – είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και διότι, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη ευρίσκει επαρκές έρεισμα για τη θεμελίωση της κρίσης της περί βιωσιμότητας του παρεμβαίνοντος οργανισμού στον αριθμό των μελών του και στο ρεπερτόριο που διαθέτει, καθώς και στη σοβαρή πιθανολόγηση ότι ένας μεγάλος αριθμός των δικαιούχων, οι οποίοι είχαν αναθέσει την εκπροσώπησή τους στην Ε.Υ.Ε.Δ. και παρέμεναν σε αυτήν έως τις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης στις ανωτέρω δύο ημερομηνίες, έστω και αν δεν μετείχαν σε αυτές, θα επέλεγαν τον νέο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που θα ιδρυόταν μετά τη λήξη της έκτακτης και προσωρινής διαχείρισης της Ε.Υ.Ε.Δ. [πράγμα που επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, από το γεγονός ότι ο αριθμός των μελών της Ε.Δ.Ε.Μ. από 269 κατά την ίδρυσή της είχε αυξηθεί σε 1290 κατά την σύνταξη της έκθεσης βιωσιμότητας]. Συνεπώς, η βιωσιμότητα του παρεμβαίνοντος οργανισμού δεν βασίζεται ούτε κυρίως ούτε πολύ περισσότερο αποκλειστικώς στο γεγονός ότι στον οργανισμό αυτό ανατέθηκε στη συνέχεια και η διεκπεραίωση των εκκρεμοτήτων από την ως άνω διαχείριση της Ε.Υ.Ε.Δ..
Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η ανάθεση αυτή αποβλέπει όχι στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος ανταγωνιστικής προς τον ήδη αιτούντα οργανισμό επιχείρησης ούτε στη μεταβίβαση στον παρεμβαίνοντα οργανισμό περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε κρατική υπηρεσία, αλλά στην προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και στη διασφάλιση ότι μετά την λήξη της έκτακτης και προσωρινής, αλλά συλλογικής, διαχείρισης από την Ε.Υ.Ε.Δ. θα εισπραχθούν και θα διανεμηθούν στους εν λόγω δικαιούχους τα ποσά που οφείλονται ακόμη σε αυτούς από τη διαχείριση των δικών τους δικαιωμάτων, προς το σκοπό δε αυτό ο νομοθέτης έκρινε ως περισσότερο πρόσφορο μέσο την ανάθεση σε ένα φορέα της διαχείρισης του συνολικού διαχειριστικού προϊόντος της Ε.Υ.Ε.Δ. αντί του επιμερισμού των εσόδων, απαιτήσεων και εν γένει εκκρεμοτήτων που αφορούν κάθε δικαιούχο, που είχε παραμείνει στην Ε.Υ.Ε.Δ., χωριστά και μεταφοράς αυτών στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που θα επέλεγε ο αντίστοιχος δικαιούχος κατά τη διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 8 του άρθρου 51 Α του ν. 4481/2017.

16. Επειδή, κατά την γνώμη, όμως, της Αντιπροέδρου Μ. Καραμανώφ, των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου, Τ. Κόμβου, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Μ. Σωτηροπούλου, Π. Τσούκα και Ι. Αργυράκη και των Παρέδρων Ι. Μιχαλακόπουλου και Ο. Νικολαράκου, αφού οι παραστάντες στην έκτακτη γενική συνέλευση της Ε.Υ.Ε.Δ. της 23.10.2018 δημιουργοί δεν συγκροτούν γενική συνέλευση με εξουσίες αντιπροσώπευσης και δέσμευσης των μη παραστάντων, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η μεταγενεστέρως ιδρυθείσα Ε.Δ.Ε.Μ. τεκμαίρεται ότι θα έχει ως μέλη όλους τους συμβαλλόμενους με την Ε.Υ.Ε.Δ. δημιουργούς ούτε, κατ’ επέκταση, ότι τα οικονομικά στοιχεία αυτών μεταβιβάζονται αυτοδικαίως από την Ε.Υ.Ε.Δ. στην Ε.Δ.Ε.Μ., [όπως ρητώς δέχεται η έκθεση βιωσιμότητας στην οποία στηρίζεται η προσβαλλομένη άδεια] ώστε να δύνανται να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα για την οικονομική βιωσιμότητα της τελευταίας. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού η οποία στήριξε την κρίση της περί πρόδηλης βιωσιμότητας της Ε.Δ.ΕΜ. στις ανωτέρω παραδοχές, παρίσταται μη νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί.

17. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι η απόφαση για την ίδρυση ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, στον οποίο θα μεταβιβασθεί το σύνολο της περιουσίας, της δραστηριότητας, της υποδομής της Ε.Υ.Ε.Δ., δημιουργεί αδικαιολόγητα άνισες συνθήκες ανταγωνισμού και αποτελεί απαγορευμένη ενίσχυση κατά τα άρθρα 106 και 107 της της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΣΛΕΕ], διότι ο νέος οργανισμός αποκτά ειδικό προνόμιο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κίνδυνος νόθευσης της αγοράς της διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων και καταχρηστικής συμπεριφοράς του νέου οργανισμού σε βέβαιη μελλοντικά δεσπόζουσα θέση, ενώ, εξάλλου, δεν έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ για την χορήγηση της εν λόγω ενίσχυσης. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, εφόσον με την προσβαλλόμενη πράξη χορηγείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 4481/2017, άδεια λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης στον παρεμβαίνοντα οργανισμό και δεν μεταφέρεται σε αυτόν η δραστηριότητα της Ε.Υ.Ε.Δ., η πράξη δε αυτή ευρίσκει, κατά τα προεκτεθέντα, επαρκές έρεισμα για τη θεμελίωση της κρίσης της περί βιωσιμότητας του εν λόγω οργανισμού στο αριθμό των μελών του και στην εμπορική αξία και τη διαχρονική δυναμική του ρεπερτορίου που διαθέτει, καθώς και στη σοβαρή πιθανολόγηση ότι ένας μεγάλος αριθμός των δικαιούχων, οι οποίοι είχαν αναθέσει την εκπροσώπησή τους στην Ε.Υ.Ε.Δ. και παρέμεναν σε αυτήν έως τις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης της 23.10.2018 και 25.11.2019, έστω και αν δεν μετείχαν σε αυτές, θα επέλεγαν τον νέο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που θα ιδρυόταν μετά τη λήξη της έκτακτης και προσωρινής διαχείρισης της Ε.Υ.Ε.Δ. και δεν στηρίζει την κρίση της, ούτε κυρίως, ούτε πολύ περισσότερο αποκλειστικώς, στο γεγονός ότι στο νέο οργανισμό θα μεταφερθεί και η δραστηριότητα της Ε.Υ.Ε.Δ.. Εν πάση περιπτώσει οι ανωτέρω αιτιάσεις είναι απορριπτέες και για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα στις επόμενες σκέψεις.

18. Επειδή, στο άρθρο 107 η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει στο άρθρο 102 ότι: «Είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. …», στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: «Τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες των Συνθηκών, ιδίως προς εκείνους των άρθρων .. 101 μέχρι και 109, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα», στο άρθρο 107 ότι: «1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως. 2. … 3. Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά: α) … γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. δ) …» και στο άρθρο 108: «1. … 2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει … Κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως ότι ενίσχυση που έχει θεσπισθεί ή που πρόκειται να θεσπισθεί από το κράτος αυτό, θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 107… αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μία τέτοια απόφαση … 3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 107, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση».

19. Επειδή, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών, οι οποίες τα υποχρεώνουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την έννοια της ενισχύσεως του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ (πρώην 87 παρ. 1 ΣΕΚ), προκειμένου ιδίως να κρίνουν αν ένα κρατικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ (πρώην 88 παρ. 3 ΣΕΚ) έπρεπε να είχε υποβληθεί στη διαδικασία αυτή (πρβλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 22.3.1977, C- 78/76, Steinike & Weinlig, Συλλ. 1977, σ. 171, σκ. 14, της 21.11.1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλ. 1991, σ. I-5505, σκέψη 10, της 11.7.1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., σκ. 49, της 8.11.2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, σκ. 21-32, της 5.10.2006, C-368/04, Transalpine Ölleitung in Österreich, σκ. 39 κ.ά.). Αντιθέτως, τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί του αν μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η κρίση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 18.7.2007, C-119/05, Lucchini, σκ. 50-51, της 9.8.1994, C-44/93, Namur-Les assurances du crédit SA, σκ. 17).

20. Επειδή, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενίσχυσης κατά την έννοια της Συνθήκης προϋποθέτει ότι πληρούται το καθένα από τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ (πρώην 87 παρ. 1 ΣΕΚ), ήτοι α) να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων, β) η παρέμβαση αυτή να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, γ) να χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο και δ) να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (ΔΕΚ, αποφάσεις της 17.11.2009, C-169/08, Presidente del Consiglio dei Ministri, σκ. 52, της 17.7.2008, C-206/06, Essent Netwerk Noord κ.λπ., σκ. 63-64 κ.ά.). Προς τον σκοπό της εκτίμησης του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, πρέπει να εξεταστεί αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, το εν λόγω μέτρο συνιστά πλεονέκτημα για ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση προς άλλες οι οποίες τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, εν όψει του σκοπού που διώκεται με το οικείο μέτρο (πρβλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 8.11.2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline GmbH και Wietersdorfer, σκ. 41-42, της 11.9.2008, Unión General de Trabajadores de La Rioja κ.λπ., συν. υποθ. C-428 έως 434/06, σκ. 46, της 22.12.2008, C-487/06 P, British Aggregates Association κατά Επιτροπής, σκ. 82, της 17.11.2009, C-169/2008, Presidente del Consiglio dei Ministri, σκ. 61, ΔΕΕ, απόφαση της 15.5.2019, Achema κ.λπ., C-706/17, σκ. 84, κ.ά.). Πάντως, η ύπαρξη πλεονεκτήματος δεν μπορεί να συναχθεί άνευ ετέρου από τη διαφορετική μεταχείριση, αντικείμενο της οποίας αποτελούν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Πράγματι, δεν υφίσταται τέτοιο πλεονέκτημα εφόσον η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από λόγους οι οποίοι ανάγονται στη λογική του συστήματος (ΔΕΚ, αποφάσεις της 22.11.2001, C-53/00, Ferring SA, Συλλ. 2001, Ι 9098, σκ. 17, της 13.2.2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκ. 52, της 29.4.2004, C-159/01, Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής, σκ. 42, της 22.12.2008, C-487/06 P, British Aggregates Association κατά Επιτροπής, σκ. 83, και ΔΕΕ, αποφάσεις της 15.11.2011, συν. υποθ. C-106 και 107/09, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Βασίλειο της Ισπανίας κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 145, και της 21.12.2016, C-524/14 P, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, σκ. 41 κ.ά.).

21. Επειδή, ο παρατιθέμενος στη σκέψη 17 λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι η απόφαση για την ίδρυση ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, στον οποίο θα μεταβιβασθεί το σύνολο της περιουσίας, της δραστηριότητας, της υποδομής και της πελατείας της Ε.Υ.Ε.Δ., αποτελεί απαγορευμένη ενίσχυση κατά τα άρθρα 106 και 107 της ΣΛΕΕ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι σύμφωνα με το άρθρο 108 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εκτιμά το συμβατό των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά (πρβλ. ΣτΕ 3013/2014 Ολ. σκ. 28, 2201/2010 Ολομ., 1224/2018, 1917-8/2019, 2406/2014, κ.ά.). Καθ’ ο μέρος προβάλλεται ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 51Α παρ. 8 του ν. 4481/2017 μεταφορά της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ. στην ΕΔΕΜ, στην οποία χορηγείται άδεια λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση, για τη χορήγηση της οποίας δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η μεταφορά της «δραστηριότητας» της Ε.Υ.Ε.Δ. σε έναν μόνον ΟΣΔ υποκρύπτει μια τέτοια κρατική ενίσχυση, η παρέμβαση αυτή δικαιολογείται από λόγους οι οποίοι ανάγονται στη λογική και φύση του πλαισίου της έκτακτης συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η πρόβλεψη για τη μεταφορά, κατά τη λήξη της έκτακτης συλλογικής διαχείρισης, της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ. σε έναν μόνον οργανισμό και την παράλληλη πρόσβαση του νέου οργανισμού στην υποδομή και τα επιμέρους στοιχεία, υλικά και άυλα, τα οποία είναι αναγκαία για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, κρίθηκε απαραίτητη από τον νομοθέτη, προκειμένου να διασφαλιστεί το προϊόν της έκτακτης διαχείρισης των δικαιωμάτων των πνευματικών δημιουργών, οι οποίοι με δική τους βούληση αποφάσισαν να μην συμβληθούν με άλλον ΟΣΔ και με δική τους πρωτοβουλία ίδρυσαν τον νέο οργανισμό. Είναι δε συμβατή με τη λογική των λειτουργούντων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης συστημάτων συλλογικής διαχείρισης, τα οποία, χάριν της διασφάλισης της είσπραξης και της δίκαιης και αποτελεσματικής διαχείρισης των αμοιβών προς όφελος των πνευματικών δημιουργών, βασίζονται άλλοτε σε ΟΣΔ που λειτουργούν, δυνάμει μονοπωλίου που τους αναγνωρίζεται είτε εκ του νόμου είτε de facto εντός της επικράτειας ενός και μόνον κράτους μέλους, (βλ. Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα της 14.11.2013, στην υπόθεση C-351/12, OSA, σκ. 72 και 77), και άλλοτε σε ΟΣΔ που έχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά και εκπροσωπούν έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό δικαιούχων τόσο ημεδαπών όσο και αλλοδαπών (βλ. και αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον ν. 4531/2018). Σε κάθε περίπτωση, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 17 του ν. 4481/2017, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 85 του ν. 4605/2019, τα προς μεταβίβαση έσοδα από δικαιώματα και επενδύσεις εσόδων και οι συναπτόμενες προς αυτά απαιτήσεις και αξιώσεις των ΟΣΔ, της ΑΟΔ του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 ή της Ε.Υ.Ε.Δ./Ο.Π.Ι. κατά την έκτακτη διαχείριση, δεν ανήκουν κατά κυριότητα στους εν λόγω φορείς τακτικής ή έκτακτης διαχείρισης, ώστε να μεταβιβάζονται έναντι καταβολής σε αυτούς ανταλλάγματος, αλλά ανήκουν κατά κυριότητα στους δικαιούχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στους οποίους και οφείλουν να διανεμηθούν από τον επιλεγέντα από αυτούς οργανισμό. Ως εκ τούτου, η μεταβίβαση στην ΕΔΕΜ των σχετικών με τα έσοδα αυτά ποσών, αξιώσεων και απαιτήσεων προβλέπεται προκειμένου αυτά να διανεμηθούν στους εν λόγω δικαιούχους από τον επιλεγέντα ελευθέρως από αυτούς, κατά την άσκηση της απονεμημένης με το άρθρο 51 Α παρ. 8 του ν. 4481/2017 συλλογικής διαχειριστικής αρμοδιότητας, οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και δεν συνιστά μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων κρατικού φορέα σε ιδιώτη, εν προκειμένω της Ε.Υ.Ε.Δ./Ο.Π.Ι στην Ε.Δ.Ε.Μ.. Η δε μεταβίβαση τυχόν περιουσιακών στοιχείων της Ε.Υ.Ε.Δ./Ο.Π.Ι. στην ΕΔΕΜ προβλέπεται ρητώς να γίνει έναντι καταβολής ανταλλάγματος [βλ. και την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΑ/ΓΡΥΠ/237529/6053/12.5.2020 κοινή υπουργική απόφαση για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της ΕΥΕΔ/Ο.Π.Ι. (πληροφοριακών συστημάτων, φορητών εκτυπωτών και λοιπών παγίων) για την οποία έχει θεσπιστεί, όπως έχει ήδη εκτεθεί, διαδικασία υπολογισμού και καταβολής ανταλλάγματος, κατόπιν αποτίμησης της αξίας τους], ενώ και το χρηματικό υπόλοιπο της δοθείσας στην ΕΥΕΔ επιχορήγησης παραμένει κατά ρητή πρόβλεψη στον Ο.Π.Ι.. Εξάλλου, η ΕΔΕΜ δεν καθίσταται κύριος του αρχείου της ΑΕΠΙ Α.Ε. ούτε δικαιούται να το διαθέτει προς τρίτους, αλλά το χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνον προς τον σκοπό άσκησης της μεταβιβαζόμενης δραστηριότητας, υποχρεούμενη να το αποδώσει στον νόμιμο δικαιούχο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αμέσως μετά τη λήξη της δραστηριότητας αυτής. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αποφέρουν πρόσθετα οφέλη στους δικαιούχους πνευματικών δικαιωμάτων που εκπροσωπούνται από την ΕΔΕΜ ούτε, πολύ περισσότερο, ευθέως στην ίδια την ΕΔΕΜ και επομένως δεν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, με τα δεδομένα αυτά είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ λόγω μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων στην ΕΔΕΜ χωρίς αντάλλαγμα, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτών οργανισμός δεν έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του λόγου αυτού, διότι, εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται, δεν ανήκουν σ’ αυτόν.

22. Επειδή, ο παρατιθέμενος στη σκέψη 17 λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των άρθρων 102 και 106 της ΣΛΕΕ, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η, προς τον σκοπό της είσπραξης, εκκαθάρισης και απόδοσης των αμοιβών των μελών της Ε.Υ.Ε.Δ. που ανάγονται στην περίοδο της έκτακτης διαχείρισης, μεταβίβαση της δραστηριότητας της έκτακτης διαχείρισης της Ε.Υ.Ε.Δ. στον «διάδοχο» οργανισμό προϋποθέτει την ανάληψη από τον τελευταίο αυτόν, στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων και κατά τις προβλέψεις του ν. 4481/2017, της συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων της μελών της Ε.Υ.Ε.Δ., οι οποίοι, με δική τους βούληση, δεν άσκησαν το δικαίωμα αποχωρήσεως ή δεν κατήγγειλαν την αυτοδικαίως συναφθείσα με τον Ο.Π.Ι. σύμβαση. Συνεπώς, η σύσταση νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης επί μουσικών έργων δεν είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου, ούτε συνιστά χορήγηση από το κράτος ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 106 παρ. 1 ΣΛΕΕ, σε κάθε δε περίπτωση τυχόν δημιουργία δεσπόζουσας θέσης στην οικεία αγορά συλλογικής διαχείρισης επί μουσικών έργων με την ίδρυση, στο πλαίσιο της συναλλακτικής δράσης των δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, νέου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης δεν είναι αφ’ εαυτής ασύμβατη προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Άλλωστε, μόνη η μεταβίβαση της δραστηριότητας της Ε.Υ.Ε.Δ. στον διάδοχο ΟΣΔ δεν σημαίνει ότι αυτός ωθείται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

23. Επειδή, ενόψει όσων δέχθηκε η μειοψηφία σχετικά με την εξουσία αντιπροσώπευσης και δέσμευσης των μελών της ΕΥΕΔ από τους παραστάντες κατά την επίμαχη γενική συνέλευση (σκέψη 11), η εξέταση των λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι το σύστημα πάσχει και λόγω της αντίθεσης του προς τις ανωτέρω ενωσιακές διατάξεις, παρίσταται, κατά τη γνώμη όσων μειοψήφησαν, ως αλυσιτελής.

24. Επειδή, κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με τα πρόσθετα δικόγραφα, να απορριφθεί στο σύνολό της και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.

Δέχεται τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

Επιβάλλει στον αιτούντα οργανισμό τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (460Χ2=920) ευρώ, και των παρεμβαινόντων, η οποία ανέρχεται για μεν τον Ο.Π.Ι., την «ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΔΕΜ» και την Ελένη Γιαννατσούλια στο ποσό των χιλίων εκατό (180+460+460=1.100) ευρώ για καθεμία από τις τρεις αυτές παρεμβάσεις, για δε τον Σταμάτη Κραουνάκη και τον Δημ. Πλέσσα και τους λοιπούς, οι οποίοι άσκησαν παρέμβαση το πρώτον ενώπιον της Ολομέλειας, στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (180+460=640) ευρώ για καθεμία από τις δύο αυτές παρεμβάσεις.

Η διάσκεψη έγινε στις 15 Ιουνίου 2021

Η Πρόεδρος                           Η Γραμματέας

Ε. Σάρπ                                        Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Νοεμβρίου 2021.

Ο Πρόεδρος                           Η Γραμματέας

Δ. Σκαλτσούνης                           Ελ. Γκίκα

 

Σχέση σύμβασης πώλησης μετοχών και συμφωνίας μετόχων στην περίπτωση στρατηγικής επένδυσης

Σχέση σύμβασης πώλησης μετοχών και συμφωνίας μετόχων στην περίπτωση στρατηγικής επένδυσης 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Εφετείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 2805/2021

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2021, σελ. 522

Πρόεδρος: Ελ. Παπαδοπούλου (Πρόεδρος Εφετών) Εισηγήτρια: Χαρ. Ηλιοπούλου (Εφέτης)

Δικηγόροι εκκαλούσας: Γ. Κοπακάκης, Ι. Δεληκωστόπουλος 

Δικηγόρος εφεσιβλήτων: Κ. Μακαρώνας

Ταυτόχρονη κατάρτιση αφενός «Συμφωνητικού μετόχων» και αφετέρου «Σύμβασης πώλησης μετοχών». Διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στις δύο ως άνω συμβάσεις κατ’ εφαρμογήν των ερμηνευτικών κανόνων των ΑΚ 173 και 200. Το δικαστήριο κρίνει ότι οι δύο συμφωνίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση κύριας (η πρώτη) προς παρεπόμενη (η δεύτερη), με συνέπεια η αθέτηση της συμφωνίας των μετόχων να δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, την υπαναχώρηση από την πώληση (λόγω έκλειψης του συμφέροντος του αγοραστή για διατήρηση της επένδυσής του). Σε μια τέτοια περίπτωση ο πωλητής υποχρεούται σε απόδοση του ληφθέντος τιμήματος με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (αιτία λήξασα). Σε περίπτωση περισσότερων πωλητών-υποχρέων σε απόδοση του πλουτισμού, αυτοί ευθύνονται έναντι του δότη διαιρετώς και όχι εις ολόκληρον.

Σ χ ε τ ι κ έ ς Δ ι α τ ά ξ ε ι ς: ΑΚ 173, 200, 904

 

Κείμενο απόφασης

[…Επί της παραπάνω αναιρέσεως, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1134/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθώς δέχθηκε, κατ’ αρχήν ότι υπήρχε ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία των εκτιθεμένων στην αγωγή συμβάσεων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, πλην όμως έσφαλε κατά την κρίση του ότι τα πραγματικά περιστατικά που έκρινε ως αποδειχθέντα υπάγονται στο εννοιολογικό εύρος των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ και ειδικότερα, διότι αρκέσθηκε στη γραμματική ερμηνεία των δύο επιδίκων συμφωνητικών, χωρίς να κάνει αναφορά στον οικονομικό σκοπό των συμβάσεων, στο αποτέλεσμα που επεδίωκε και στα συμφέροντα της ενάγουσας, ως αλλοδαπού επενδυτή στην Ελλάδα, στους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας τέτοιων επενδύσεων, με την εξασφάλιση, δηλαδή, της βιωσιμότητάς τους, διά της συμμετοχής του επενδυτή στη διοίκηση της εταιρείας έτσι, ώστε να εκτιμηθεί εάν είχε συμφέρον η ενάγουσα να προβεί στην επένδυση, χωρίς την τήρηση των όρων, που εγγυώνται τη βιωσιμότητα της επενδύσεως. Ακολούθως, με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτός ο μοναδικός αναιρετικός λόγος, που στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ και αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 3157/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στο σύνολό της και παραπέμφθηκε προς εκδίκαση, ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου για εκδίκαση της εφέσεως από άλλους Δικαστές. Νομίμως δε φέρεται ήδη προς νέα εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αυτή η έφεση […], κατά της υπ’ αριθμ. 2537/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την από 17.12.2019 κλήση της εκκαλούσας-ενάγουσας […], μετά την έκδοση της προεκτεθείσας υπ’ αριθμ. 1134/2019 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 3157/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υποθέσεως προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συγκροτούμενου από διαφορετικούς από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση Δικαστές. […]

Επί των ως άνω δύο αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν με τις ασκηθείσες (αντιστοίχως για κάθε αγωγή) πρόσθετες (υπέρ της εκεί εναγομένης εταιρείας «[…]») παρεμβάσεις των ήδη εναγομένων-εφεσιβλήτων, εξεδόθησαν οι υπ’ αριθμ. 85/24.5.2013 και 86/24.5.2013 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των εν λόγω αποφάσεων του Δ.Σ. λόγω αντιθέσεώς τους στις διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας (και όχι λόγω αντιθέσεώς τους στην εξωεταιρική συμφωνία λόγω της ισχύος αυτής μόνο μεταξύ των διαδίκων) με βάση τις διατάξεις του άρθρου 35α του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 και 281 του ΑΚ και, συνακολούθως, απερρίφθησαν οι αντίστοιχες πρόσθετες παρεμβάσεις των ήδη εναγομένων-εφεσιβλήτων. Ειδικότερα, με τις ως άνω οριστικές δικαστικές αποφάσεις αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των δύο αποφάσεων του Δ.Σ. λόγω καταχρήσεως της εξουσίας της πλειοψηφίας. Περί της τελεσιδικίας ή μη των ως άνω δικαστικών αποφάσεων αμφότερες οι διάδικες πλευρές σιωπούν, με τους εναγόμενους-εφεσίβλητους να εκθέτουν μόνο με την πρωτοδίκως κατατεθείσα προσθήκη επί των εγγράφων προτάσεών τους ότι οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν επιδοθεί στην Εταιρεία «[…]» και ότι οι ίδιοι προτίθεντο να προκαλέσουν συνεδρίαση του Δ.Σ. αυτής, προκειμένου να αποφασισθεί η κατά των αποφάσεων αυτών άσκηση εφέσεως, χωρίς, όμως, να εκθέτουν με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εάν ασκήθηκε πράγματι έφεση. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα είχε ασκήσει και την από 25.2.2010 αίτησή της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία έγινε δεκτή και εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1120/2010 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη προσωρινά η ισχύς της από 27.1.2010 αποφάσεως του Δ.Σ. της εταιρείας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της σχετικής αγωγής που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Οι ανωτέρω δύο αποφάσεις του Δ.Σ. (27.1.2010 και 23.4.2010) συνιστούσαν, πράγματι, παράβαση των υποχρεώσεων, που οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει με το «Συμφωνητικό Μετόχων», καθώς με τη μεν πρώτη εξ αυτών το Δ.Σ. της εταιρείας με απλή πλειοψηφία των 4/7 των μελών του αποφάσισε να ανατεθεί η αποκλειστική εκπροσώπηση, διαχείριση και διοίκηση όλων των εταιρικών υποθέσεων στους εναγόμενους-εφεσίβλητους, σε αντίθεση με όσα είχαν συμφωνηθεί με το

«Συμφωνητικό Μετόχων», ήτοι ότι οι σημαντικότερες αποφάσεις θα λαμβάνονταν με τη σύμφωνη πάντα γνώμη της εκκαλούσας-ενάγουσας, με τη δε δεύτερη εξ αυτών τοποθετήθηκε στη θέση του παραιτηθέντος μέλους του Δ.Σ., που είχε επιλεγεί από την εκκαλούσα-ενάγουσα, πρόσωπο επιλογής των εναγομένων-εφεσιβλήτων κατά προφανή παράβαση του υπ’ αριθμ. 6 όρου του «Συμφωνητικού Μετόχων». Δηλαδή, με τις δύο ως άνω αποφάσεις του Δ.Σ. της Εταιρείας οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι πέτυχαν ουσιαστικά την αποβολή και εξοβελισμό της εκκαλούσας-ενάγουσας από την Εταιρεία, αποδυναμώνοντας την επιρροή της στο ελάχιστο (Γνωμοδότηση Μαριάνου Καράση, Ομότιμου Καθηγητή, Αντεπ. Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, προσκομιζ.). Στις 17.9.2010 και 22.9.2010, η εκκαλούσα-ενάγουσα απέστειλε προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων- εφεσιβλήτων, αντίστοιχα, την από 17.9.2010 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία δήλωνε ότι υπαναχωρεί από τη με ημερομηνία 13.3.2008 «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», επικαλούμενη την αθέτηση εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων της υποχρεώσεως που αυτοί είχαν αναλάβει με βάση και το από 13.3.2008 «Συμφωνητικό Μετόχων», το οποίο, όπως εξέθετε στην εξώδικη δήλωσή της, υπεγράφη ταυτόχρονα με τη «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», έτσι ώστε να συναποτελέσουν μία ενιαία και αδιαίρετη σύμβαση, να εξασφαλίσουν την ισότιμη συμμετοχή της (της εκκαλούσας-ενάγουσας) στη διοίκηση και διαχείριση της Εταιρείας. Εξέθετε δε η εκκαλούσα-ενάγουσα στην εν λόγω εξώδικη δήλωση ότι η προεκτεθείσα αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως των εναγομένων-εφεσιβλήτων έλαβε χώρα με τη λήψη των από 27.1.2010 και 23.4.2010 αποφάσεων του Δ.Σ. και ότι λόγω των αποφάσεων αυτών η ίδια (η εκκαλούσα-ενάγουσα), μη έχουσα πλέον συμφέρον στη «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», υπαναχωρούσε από αυτήν, ζητώντας την επιστροφή του καταβληθέντος από αυτήν τιμήματος των 7.820.000 ευρώ, με ταυτόχρονη επιστροφή εκ μέρους της των μετοχών.

Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψιν και της αμφισβητήσεως των εναγομένων-εφεσιβλήτων, γεννάται ζήτημα ερμηνείας των επίδικων συμβάσεων, προκειμένου να ανευρεθεί το ισχύον και αποφασιστικό νόημα που ήθελαν τα μέρη. Από την ερμηνεία των δύο ως άνω συμβάσεων, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψιν και τα συναλλακτικά ήθη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173 και 200), προκύπτει ότι αυτές συνδέονταν μεταξύ τους εις τρόπον, ώστε να αποτελούν μία ενιαία σύμβαση υπό την έννοια ότι η μία δεν θα υπήρχε χωρίς την άλλη. Έτσι, λοιπόν, σταθμίζοντας στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, τόσον τα επιχειρηματικά και επιχειρησιακά συμφέροντα, στα οποία απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη και λαμβάνοντας προς τούτο επίσης υπόψιν και αποδεικτικά μέσα και στοιχεία και εκτός του περιεχομένου των ερμηνευτέων συμβάσεων, το Δικαστήριο τούτο καταλήγει στην κρίση ότι η «Σύμβαση πωλήσεως μετοχών» και το «Συμφωνητικό Μετόχων», που υπεγράφησαν με ξεχωριστά μεν έγγραφα αλλά ταυτόχρονα κατά την ίδια ημερομηνία (13.3.2008) αποτελούν μία ενιαία σύμβαση, με την πρώτη εξ αυτών να συνιστά την κύρια σύμβαση και τη δεύτερη εξ αυτών να συνιστά παρεπόμενη συμφωνία. Με την κύρια σύμβαση («Σύμβαση πωλήσεως μετοχών») αναλαμβάνονται οι κύριες υποχρεώσεις των μερών (πώληση και μεταβίβαση των μετοχών και καταβολή του τιμήματος) και προσδιορίζεται ο τρόπος εκπληρώσεως αυτών και η ευθύνη των μερών περί μη εκπληρώσεως, ενώ παρέχονται και πληροφορίες για τη νόμιμη και υγιή λειτουργία της εταιρείας, ενώ με την παρεπόμενη συμφωνία («Συμφωνητικό Μετόχων») συνάπτονται πρόσθετες συμφωνίες (όπως, συμμετοχή της αγοράστριας εταιρείας στο Δ.Σ. της Εταιρείας «[…]» με συγκεκριμένο αριθμό μελών κατ’ ελάχιστο, μελλοντικές επενδύσεις της τελευταίας εταιρείας, λειτουργία του Δ.Σ., δικαίωμα προτιμήσεως των μετοχών, ισότιμη συμμετοχή σε συγκεκριμένες αποφάσεις κ.λπ.), οι οποίες (πρόσθετες συμφωνίες) αποτέλεσαν, όμως, προϋποθέσεις για την αγορά των μετοχών από την εκκαλούσα-ενάγουσα και χωρίς τις οποίες αυτή δεν προέβαινε στην αγορά των μετοχών. Στην κρίση αυτή, καταλήγει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν: α) ότι τα δύο συμφωνητικά υπεγράφησαν ταυτόχρονα, κατά την αυτή ημερομηνία, β) ότι στη «Σύμβαση Πωλήσεως μετοχών» τέθηκε όρος (8.01), με τον οποίο, εξαρτήθηκε η καταβολή του 85% του τιμήματος στους πωλητές από την υπογραφή του «Συμφωνητικού Μετόχων», που προβλέφθηκε με ξεχωριστό όρο (υπ’ αριθμ. 14) της Συμβάσεως Πωλήσεως Μετοχών, με τον οποίο (όρο) συμφωνήθηκε η υπογραφή «συμφωνητικού μετόχων», το οποίο θα περιείχε «πρόσθετες συμφωνίες», δηλαδή πρόσθετες προς την κύρια σύμβαση συμφωνίες, γ) ότι στο ίδιο το «Συμφωνητικό Μετόχων» περιέχεται ρητή αναφορά στα τρία πρώτα άρθρα του στη «Σύμβαση Πώλησης μετοχών», στη νέα μετοχική σύνθεση της εταιρείας και στη σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας, ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο της πωλήσεως, δ) ότι στις ανωτέρω συμβάσεις συμβαλλόμενοι ήταν όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας «[…]», δηλαδή πρόκειται για «καθολική» εξωεταιρική συμφωνία, που συνηγορεί υπέρ της ώσμωσης της εξωεταιρικής συμφωνίας με την κύρια συμφωνία, αλλά και με την καταστατική συμφωνία (πρβλ. Γεωργίου Μιχαλόπουλου, Σύγχρονες τάσεις του Δικαίου της Α.Ε.: Από την καταστατική αυστηρότητα στην ώσμωση με τις εξωεταιρικές συμφωνίες, ΕπισκΕμπΔ 2008, 963-986), ε) ότι με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας είθισται (και, μάλιστα, σε διεθνές επίπεδο) να συνάπτονται συμβάσεις μετόχων στενά συνδεδεμένες εσωτερικά με συμβάσεις αγοράς μετοχών, οπότε ο πυρήνας του συμβατικού συμπλέγματος είναι βασικά μία σχέση οικονομικής συναλλαγής. Σε τέτοιες μικτές μορφές συμβάσεων, οι εφαρμοστέοι κανόνες στην κύρια σύμβαση (αγορά) είναι, επίσης, κατά κύριο λόγο εφαρμοστέοι και στη Σύμβαση Μετόχων, σε περίπτωση δε συγκρούσεως η σύμβαση που θεωρείται η κύρια έχει προτεραιότητα έναντι της δευτερεύουσας, όπου η αρχή της καλής πίστεως (άρθρο 288 του ΑΚ) χαράσσει μία γενική γραμμή. Ιδιαίτερα δε τούτο συνηθίζεται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο νέος μέτοχος αποκτά μειοψηφικό πακέτο μετοχών, που δεν του προσδίδει τυπικώς δικαιώματα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, πλην όμως βούληση και των δύο συμβαλλομένων μερών (αγοραστή και πωλητή των μετοχών) είναι η συμφωνία, ο νέος μέτοχος, παρά το μειοψηφικό πακέτο μετοχών που αγοράζει, να αποκτά ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, διαφορετικά, δεν θα υπήρχε ανάγκη συνάψεως τέτοιας εξωεταιρικής συμφωνίας. Η παραβίαση δε της συμβάσεως μετόχων, που καταρτίσθηκε από όλους τους μετόχους, «λειτουργεί» ως παραβίαση υποχρεώσεως εμπιστοσύνης, που είτε τερματίζει τα αποτελέσματα των αλληλοεξαρτώμενων πράξεων, συγκεκριμένα της μεταβιβάσεως των μετοχών, είτε δίδει το δικαίωμα να θεωρηθεί η σύμβαση πωλήσεως καταργηθείσα, καθώς δικαιολογείται υπαναχώρηση του αγοραστή από τη σύμβαση αγοράς των μετοχών (άρθρο 382-387 του ΑΚ) (Λ. Κοτσίρη, Μελέτη-Γνωμοδότηση: Σύμβαση Μετόχων καταρτιζόμενη από όλους τους μετόχους ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο σύμβασης πώλησης μετοχών. Ισχύς ρητρών που παρέχουν δικαιώματα διοίκησης σε μειοψηφία. Δέσμευση πλειοψηφίας, ΕΕμπΔ2006, 237, με τις εκεί αναφορές σε διεθνή παραδείγματα). Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για δύο συμβάσεις, που αποτελούν μία ολότητα, η μεταβίβαση δε του ποσοστού 34% των μετοχών από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους πωλητές προς την αγοράστρια, εκκαλούσα-ενάγουσα, το οποίο δεν επαρκούσε για την απόκτηση πλειοψηφίας στο Δ.Σ. της Εταιρείας, εξαρτήθηκε από τη θεμελιώδη ρύθμιση της όλης συμφωνίας ότι το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση των μετοχών θα ήταν το τίμημα, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν τα υπερβαίνοντα του ποσοστού του 34% δικαιώματα, ήτοι η ισότιμη συμμετοχή της εκκαλούσας-ενάγουσας στη διοίκηση και διαχείριση της Εταιρείας και δη στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων αυτής, ε) ότι η αποφασιστική συμμετοχή της εκκαλούσας-ενάγουσας στην πορεία των εταιρικών υποθέσεων ήταν γι αυτήν στοιχείο ουσιώδες για την απόφασή της να επενδύσει στην εταιρεία «[…]» καθίσταται πρόδηλο από το γεγονός ότι, ενώ η αξία του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής ήταν κατά το χρόνο αγοράς των μετοχών ίση με το ποσό των 5.430.000 ευρώ, η εκκαλούσα-ενάγουσα κατέβαλε για την αγορά του ποσοστού 34% της αξίας αυτής ποσό τετραπλάσιο, ήτοι αυτό των 7.820.000 ευρώ και στ) ότι με το από Νοέμβριο 2009 φαξ του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας-ενάγουσας, P.P., αυτός διετύπωσε έντονη διαμαρτυρία για τον εν τοις πράγμασι δοθέντα στην εταιρεία του «διακοσμητικό ρόλο» στη λειτουργία της Εταιρείας «[…]», καθώς και στην βούληση του ιδίου να είναι «manager» της τελευταίας αυτής εταιρείας και όχι απλώς εκπρόσωπος αυτής, στο οποίο (φαξ) οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι ουδέποτε απήντησαν ή αντέλεξαν με οποιονδήποτε τρόπο. Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο κρίνει ότι κυρίαρχος και καθοριστικός γνώμονας για τη σύναψη της από 13.3.2008 Συμβάσεως πωλήσεως μετοχών, ήταν μία επιχειρηματική και επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη της εταιρείας «[…]», προς τον οποίο ο ρόλος της εκκαλούσας-ενάγουσας δεν θα εξαντλείτο στην απλή χρηματοδότηση με προσδοκία για κέρδη, αλλά και στην ουσιαστική συμμετοχή της με δυνατότητα αποφασιστικού επηρεασμού των εταιρικών υποθέσεων. Η επικαλούμενη δε από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους ενσωμάτωση της εξωεταιρικής συμφωνίας στο νέο τροποποιημένο καταστατικό της Εταιρείας δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθώς η κατάρτιση νέου καταστατικού δεν κατήργησε την εξωεταιρική συμφωνία, η οποία, άλλωστε, προέβλεπε (υπ’ αριθμ. 13β΄ όρος) ότι η τροποποίηση του καταστατικού της Εταιρείας θα γινόταν έτσι, ώστε να ενσωματωθούν σε αυτό «στο μέτρο του εφικτού» διατάξεις, που να διασφαλίζουν τα οριζόμενα στο άρθρο 12 της Συμφωνίας των Μετόχων, ήτοι της συμμετοχής της εκκαλούσας-ενάγουσας στις σημαντικές αποφάσεις της Εταιρείας. Δεν θα είχε, επομένως, συμφέρον η εκκαλούσα-ενάγουσα να προβεί στην εν λόγω επένδυση, εάν δεν τηρούντο οι συμφωνηθέντες με το «Συμφωνητικό Μετόχων» όροι και δη των όρων που εξασφάλιζαν την αποφασιστική συμμετοχή της στην πορεία των εταιρικών υποθέσεων. Ως εκ τούτου, οι προεκτεθείσες αθετήσεις των όρων αυτών εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων κατέστησαν την από 17.9.2010 υπαναχώρηση της εκκαλούσας-ενάγουσας από τη «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών» δικαιολογημένη, καθώς λόγω της συμπεριφοράς αυτής των εναγομένων-εφεσιβλήτων αλλά και την όλη στάση τους, ήταν πρόδηλο ότι εξέλιπε το συμφέρον της για τη διατήρηση των μετοχών, που είχε αγοράσει. Ακολούθως, λόγω της από 17.9.2010 νόμιμης υπαναχωρήσεως της εκκαλούσας-ενάγουσας από την από 13.3.2008 «Σύμβαση Πωλήσεως Μετοχών», επήλθε λύση της συμβάσεως αυτής και δη αναδρομικώς, με αποτέλεσμα οι μεν εναγόμενοι να υποχρεούνται να αποδώσουν στην εκκαλούσα-ενάγουσα το ποσό των 7.820.000 ευρώ, ήτοι, το ποσό των 5.520.000 ευρώ, ο πρώτος εξ αυτών και το ποσό των 2.300.000 ευρώ, ο δεύτερος εξ αυτών ποσά, κατά τα οποία αυτοί κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι από αιτία που έληξε. Εσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικασθεί εκ νέου και, ακολούθως, να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Οι επικουρικώς προβληθείσες-από τους εναγόμενους-ενστάσεις επισχέσεως και μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, οι οποίες επαναφέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι απορριπτέες ως μη νόμιμες, δεδομένου ότι το αίτημα της ένδικης αγωγής έχει μετατραπεί από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Με δεδομένο ότι, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό (ΑΠ 205/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), οι ενστάσεις επισχέσεως (άρθρο 325 του ΑΚ) και μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρο 374 του ΑΚ), δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά αναγνωριστικής αγωγής (ΕΑ 220/2011 ΕλλΔνη 2011, 1071, ΕφΠατρ 134/2001 ΑχΝμλγ 2002, 73, ΕφΑθ 704/1999 ΕλλΔνη 1999, 1135, ΕφΑθ 4885/1998 Ελλ Δνη 1998, 1667, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2018, σ. 210, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ. 2018, σ. 1172 και υποσ. 87, με τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, Κουμάνης, σε ΣΕΑΚ, υπό άρθρο 325, αρ. 22, σ. 626), με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ εννόμου επιρροής η προβληθείσα με την προσθήκη επί των προτάσεων της ενάγουσας αντένσταση περί προσφοράς από αυτήν των πωληθεισών μετοχών. Το επικουρικό αίτημα των εναγομένων περί διαταγής πραγματογνωμοσύνης για τον προσδιορισμό της αξίας των 618.800 μετοχών που κατέχει η ενάγουσα κατά τον «παρόντα κρίσιμο χρόνο», εννοώντας προφανώς το χρόνο συζητήσεως της εφέσεως είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο (πέραν του ότι στο αίτημα αυτό περιλαμβάνονται και οι 157.250 ονομαστικές μετοχές, τις οποίες απέκτησε η ενάγουσα μετά την από 23.6.2009 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και οι οποίες μετοχές δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής), διότι με την υπαναχώρηση από σύμβαση πωλήσεως, αποδοτέο ως αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι το τίμημα που εισέπραξε ο πωλητής (εδώ, οι εναγόμενοι), χωρίς να συναρτάται με την αξία της αντιπαροχής (ήτοι, των μετοχών). Συνεπώς, οι εναγόμενοι οφείλουν να αποδώσουν στην ενάγουσα, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ήτοι για αιτία που έληξε, το καταβληθέν από αυτήν τίμημα ποσού

7.820.000 ευρώ και δη διαιρετώς και όχι εις ολόκληρον, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, καθ’ ότι ουδείς νόμιμος λόγος συντρέχει παράκαμψης του κανόνα ότι οι οφειλέτες από αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν ευθύνονται εις ολόκληρον αλλά διηρημένα για τον πλουτισμό που περιήλθε πραγματικά στην περιουσία τους (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ-Γενικό Ενοχικό, υπό άρθρο 481, τ. 2, έκδ. 2003, σ. 702, Α. Βαλτούδη, Αποζημίωση και αδικαιολόγητος πλουτισμός στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, σε Ένωση Αστικολόγων 2010, σ. 183-211). Ζήτημα, άλλωστε, εις ολόκληρον ευθύνης δεν προκύπτει ούτε από τον υπ’ αριθμ. 9 όρο της Συμβάσεως πωλήσεως των μετοχών, όπου προβλέπεται μεν εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, για τις εκεί περιοριστικώς εκτιθέμενες περιπτώσεις, στις οποίες, όμως, δεν υπάγεται η ένδικη περίπτωση, διότι η εν λόγω σύμβαση έχει ανατραπεί διά της υπαναχωρήσεως της ενάγουσας.

Κατόπιν τούτων, πρέπει, γενομένης δεκτής της εφέσεως και εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης αποφάσεως, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί εκ νέου και να γίνει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ακολούθως δε πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο μεν πρώτος εξ αυτών το ποσό των πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων (5.520.000) ευρώ, ο δε δεύτερος εξ αυτών, το ποσό των δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων (2.300.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως σε αυτούς της από 17.9.2010 εξώδικης υπαναχωρήσεως της ενάγουσας, ήτοι από τις 18.9.2010, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο και από τις 23.9.2010, όσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση…]

Καταχρηστική η εξαίρεση των “συγγενών παθήσεων” από την ασφαλιστική κάλυψη

Καταχρηστική η εξαίρεση των “συγγενών παθήσεων” από την ασφαλιστική κάλυψη 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Αριθμός απόφασης 6385/2020

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τεύχος 7/2020, σελίδα 551

Προεδρεύων: Παν. Παναγιώτου, Πρωτοδίκης

Δικηγόρος ενάγοντος: Γ. Κοπακάκης

Δικηγόρος εναγομένου: Αγγ. Αμερικάνου

 

Γενικοί όροι ασφαλιστικών συμβάσεων. Ο όρος που εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη, μεταξύ άλλων, ιατρικές και διαγνωστικές πράξεις καθώς και νοσηλείες που σχετίζονται με «συγγενείς παθήσεις» του ασφαλιζομένου δεν είναι σαφής, διότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από έναν άνθρωπο μέσης εμπειρίας στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγής και μηδενικής εμπειρίας στην ιατρική ορολογία. Ως εκ τούτου ο ασφαλισμένος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει αν το καταβλητέο από τον ίδιο (ως αντιπαροχή) ασφάλιστρο είναι εύλογο, συγκρινόμενο κυρίως με τις συνομολογημένες εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης, την έκταση των οποίων δεν μπορεί να προσδιορίσει και η οποία δύναται διευρυνθεί διά της πιθανής πλάγιας εισαγωγής πρόσθετων εξαιρέσεων από την ασφαλιστική κάλυψη. Για τους λόγους αυτούς ο ως άνω όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός (ουσιαστικά αδιαφανής).

 

Διατάξεις: άρθρ. 2 § 5 ν. 2496/1997· άρθρ. 2 § 7 περ. β΄, ιγ΄ ν. 2251/1994

 

[…Από τη συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υπ’ αριθμ. 123/2015 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα, χειρουργού-ουρολόγου Δ. Δ., που νόμιμα προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως αμφότεροι οι διάδικοι, η οποία εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 387 ΚΠολΔ), καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. 645531/1-2-2005 αίτηση για ασφάλιση ζωής ο ενάγων ζήτησε από την εναγόμενη να συνάψει μαζί της σύμβαση βασικής ισόβιας ασφάλειας ζωής με συμπληρωματική κάλυψη α) του κινδύνου ανικανότητάς του για εργασία λόγω ατυχήματος ή ασθένειας και β) των δαπανών ιατρικών επισκέψεων και πράξεων, διαγνωστικών εξετάσεων, ετήσιου προληπτικού ελέγχου υγείας, υπηρεσιών συντονιστικού κέντρου εντός Ελλάδας και νοσοκομειακής περίθαλψης εντός και εκτός Ελλάδας (ασφαλιστικό πρόγραμμα […]). Η εναγόμενη αποδέχθηκε την πρόταση του ενάγοντος και απέστειλε σε αυτόν το υπ’ αριθμ. […] ασφαλιστήριο ζωής, στο οποίο περιέχονταν οι αναλυτικά αναφερόμενες σε αυτό καλύψεις και περιλαμβανόταν το ασφαλιστικό πρόγραμμα […], του οποίου οι γενικοί όροι ήταν προδιατυπωμένοι από την ενάγουσα και δεν επιδέχονταν διαπραγμάτευσης. Ο ενάγων παρέλαβε από την εναγόμενη αφενός το ανωτέρω ασφαλιστήριο υπογράφοντας σχετική απόδειξη και αφετέρου τους ενσωματωμένους σε αυτό γενικούς και ειδικούς ασφαλιστικούς όρους, που αποτελούσαν λόγω της ενσωμάτωσής τους στο συμβόλαιο δεσμευτικό γι’ αυτόν (ενάγοντα) περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης. Στη υπ’ αριθμ. 1 σελίδα του προαναφερόμενου ασφαλιστηρίου υπήρχαν σημειώσεις στοιχειοθετημένες με εντονότερα στοιχεία από τα υπόλοιπα, με τις οποίες αναφέρονταν κατά λέξη «Η παρούσα σύμβαση ασφάλισης ρυθμίζεται επί πλέον και από τους παρακάτω ενσωματωμένους Γενικούς και Ειδικούς ασφαλιστικούς όρους» και «Ο Συμβαλλόμενος έχει δικαίωμα Εναντίωσης στο ασφαλιστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα παρακάτω στη σελίδα 7», ενώ στην υπ’ αριθμ. 7 σελίδα του ασφαλιστηρίου μνημονευόταν πως για όσα αναφέρονταν στη σελίδα 9 αυτού, ήτοι, μεταξύ άλλων, για τις εξαιρέσεις από την κάλυψη του ασφαλιστηρίου, οι οποίες όσον αφορά το πρόγραμμα […] (Προσάρτημα 25) περιέχονταν στο άρθρο 11 αυτού, καθώς και για κάθε άλλη διάταξη του περιεχομένου του που ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέκκλισή του από την αίτηση του ενάγοντος για ασφάλιση, ο τελευταίος είχε δικαίωμα εναντίωσης με έγγραφη δήλωσή του, η οποία θα έπρεπε να έχει τη μορφή του επισυναπτόμενου στο ασφαλιστήριο έντυπου υποδείγματος και θα έπρεπε να αποσταλεί από αυτόν προς τα Κεντρικά Γραφεία της εναγομένης μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου. Μολονότι, όμως, ο ενάγων α) έλαβε γνώση όλων των περιεχόμενων στο ασφαλιστήριο όρων, β) ενημερώθηκε για το δικαίωμα εναντίωσης που είχε, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τις εξαιρέσεις από την κάλυψη του ασφαλιστηρίου όσον αφορά το πρόγραμμα […] ή με κάθε διάταξη του ασφαλιστηρίου που θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέκκλιση του από την αίτηση αυτού για ασφάλιση και γ) έλαβε από την εναγόμενη έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης (άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2496/1997), εντούτοις δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα (εναντίωσης), ούτε υπαναχώρησε από το ασφαλιστήριο, χωρίς την επίκληση κάποιου λόγου, όπως επίσης είχε δικαίωμα να πράξει (βλ. υπ’ αριθμ. 2 δικαίωμα του εναγομένου στη σελίδα 7 του υπ’ αριθμ. […] ασφαλιστηρίου), με αποτέλεσμα να θεωρείται πως έχει εγκρίνει τους όρους του ασφαλιστηρίου και δεσμεύεται από αυτούς. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται πως ο ενάγων με την υπ’ αριθμ. […]/1-2-2005 αίτησή του ζήτησε η σύμβαση ασφάλισης που θα συνήπτε με την εναγόμενη να περιλαμβάνει ως συμπληρωματική κάλυψη το πρόγραμμα […], του οποίου, όμως, οι όροι ήταν προδιατυπωμένοι από την εναγόμενη, με αποτέλεσμα αυτοί (όροι) να μην θεωρούνται παρεκκλίσεις του ασφαλιστηρίου από την ως άνω αίτηση του ενάγοντος. Μεταξύ των γενικών ασφαλιστικών όρων του υπ’ αριθμ. […] ασφαλιστηρίου ζωής περιλαμβάνονταν και οι εξαιρέσεις από την κάλυψη του προ- γράμματος […], οι οποίες μνημονεύονταν στο άρθρο 11 του Προσαρτήματος 25 του ασφαλιστηρίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 11 κεφάλαιο Β περ. 5 του Προσαρτήματος 25 του ασφαλιστηρίου δεν καλύπτονταν από το πρόγραμμα […] ιατρικές πράξεις, διαγνωστικές πράξεις και νοσηλείες που η πραγματοποίησή τους είχε σχέση ή οφειλόταν σε συγγενείς παθήσεις του ασφαλιζόμενου (ενάγοντος), καθώς και σε επιπλοκές και επακόλουθα αυτών. Μολονότι δε ο γενικός αυτός ασφαλιστικός όρος (βλ. σελίδα 35 του υπ’ αριθμ. […] ασφαλιστηρίου) ήταν διατυπωμένος χωρίς πολυπλοκότητα, εντούτοις δεν ήταν σαφής και δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητός από έναν άνθρωπο μέσης εμπειρίας στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγής και μηδενικής εμπειρίας σε ιατρικές ορολογίες και ιατρικά ζητήματα, όπως είναι εν προκειμένω ο ενάγων, ο οποίος κατά την υπογραφή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου δεν μπορούσε να γνωρίζει μετά βεβαιότητας ποιες θεωρούνται συγγενείς παθήσεις ή αν ο ίδιος έπασχε από κάποια τέτοια και συνεπώς αδυνατούσε να διαγνώσει κρίσιμο στοιχείο της συναφθείσας ασφαλιστικής σύμβασης, ήτοι το πραγματικό εύρος εξαιρέσεων από την ασφαλιστική κάλυψη αυτής, δεδομένου ότι α) η συγγενής πάθηση είναι μεν ένα πρόβλημα που συμβαίνει ενώ το έμβρυο αναπτύσσεται στο σώμα της μητέρας, πλην, όμως, μπορεί να διαγνωστεί πριν τη γέννηση, κατά τη γέννηση ή ακόμα και πολλά χρόνια μετά τη γέννηση, χωρίς μέχρι τότε να έχει κάποια συμπτωματολογία και β) οι αναγνωρισμένες από την ιατρική επιστήμη συγγενείς παθήσεις είναι αφενός πολυάριθμες και αφετέρου όχι αυστηρά προσδιορισμένες, καθώς με το πέρασμα των ετών εντάσσονται στην εν λόγω κατηγορία και άλλες παθήσεις. Περαιτέρω, με τη θέση στο υπ’ αριθμ. […] ασφαλιστήριο του προαναφερόμενου γενικού ασφαλιστικού όρου δεν επιτυγχανόταν επί της ουσίας ο συμβατικός προσδιορισμός της ασφαλιστικής κάλυψης που θα προσέφερε η εναγόμενη βάσει του ασφαλίστρου που θα κατέβαλλε ο ενάγων, ούτε μπορούσε να ρυθμιστεί κατά τρόπο ξεκάθαρο, οριστικό και μόνιμο η παροχή (ασφαλιστική κάλυψη) που αντιστοιχούσε στην αντιπαροχή (ασφάλιστρο) του ασφαλισμένου (ενάγοντος), αφού μολονότι το ασφάλιστρο καθοριζόταν σαφώς στην ασφαλιστική σύμβαση, εντούτοις η έννοια των «συγγενών παθήσεων» ήταν ασαφής, αφού αφενός για την εξειδίκευση αυτής δεν γινόταν μνεία συγκεκριμένων παθήσεων και αφετέρου σε αυτήν υπήρχε ενδεχόμενο να υπαχθούν στο μέλλον από την ιατρική επιστήμη και παθήσεις που κατά τον χρόνο υπογραφής του ασφαλιστηρίου δεν  χαρακτηρίζονταν ως τέτοιες, με αποτέλεσμα να υπάρχει έδαφος για την εισαγωγή με πλάγιο τρόπο στην ασφαλιστική σύμβαση πρόσθετων εξαιρέσεων από την ασφαλιστική κάλυψη. Με τον ίδιο δε αναλυτικό τρόπο που η εναγόμενη παρέθετε στο ήδη πολυσέλιδο (38 σελίδες) υπ› αριθμ. […] ασφαλιστήριο τις καλυπτόμενες από την ασφάλιση χειρουργικές επεμβάσεις, κατηγοριοποιημένες μάλιστα ανά είδος και σοβαρότητα, όφειλε να παραθέσει και τις παθήσεις, που θεωρούνταν κατά τον χρόνο έκδοσης αυτού (ασφαλιστηρίου) «συγγενείς» και οι οποίες συνιστούσαν εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη. Επομένως, ο ως άνω γενικός ασφαλιστικός όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός, αφού δυνάμει αυτού αφενός η εναγόμενη μπορούσε να περιορίζει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει από την ασφαλιστική σύμβαση και αφετέρου περιοριζόταν υπέρμετρα η ευθύνη αυτής (άρθρο 2 παρ. 7 περ. β΄, ιγ΄ του Ν. 2251/1994) και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν, ανακαλούμενης αυτεπαγγέλτως της υπ› αριθμ. 349/2014 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου ως προς το εν λόγω σκέλος της (άρθρο 309 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων υποβλήθηκε α) στις 9-7-2009 σε υπερηχογραφικό έλεγχο, δυνάμει του οποίου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από μεγάλου βαθμού διάταση του πυελοκαλυκικού συστήματος του δεξιού νεφρού και του σύστοιχου ουρητήρα, μέσα στο οποίο διακρινόταν υπέρηχο μόρφωμα με συνοδό ακουστική σκιά, β) στις 29-7-2009 σε υπερηχογράφημα νεφρών – ουροδόχου κύστεως – προστάτου, δυνάμει του οποίου διαπιστώθηκε μεγάλου βαθμού διάταση της πυέλου και των καλύκων του δεξιού νεφρού, καθώς και του άνω τριτημορίου του ουρητήρα, χωρίς εμφανές κώλυμα και γ) στις 4-8-2009 σε ενδοφλέβια πυελογραφία-κυστεογραφία, κατά την οποία καταγράφηκε καθυστερημένη συμπύκνωση της σκιαγραφικής ουσίας στην αποχετευτική μοίρα του δεξιού νεφρού συνδυαζόμενη με ιδιαίτερα διατεταμένη νεφρική πύελο, καθώς και διατεταμένο καλυκικό σύστημα δεξιά, το οποίο εμφάνιζε τελικώς πλήρη σκιαγραφική συμπύκνωση μετά τα 15 λεπτά. Τα ευρήματα δε αυτά ήταν συμβατά με σύνδρομο δυσλειτουργίας ή στένωσης της δεξιάς πυελοουρητικής συμβολής. Συνεπεία της ανωτέρω κατάστασής του, ο ενάγων στις 9-12-2009 εισήλθε εκτάκτως στο Νοσοκομείο […] με οξύ άλγος δεξιάς οσφυϊκής χώρας με κολικοειδή χαρακτήρα και εμπύρετο και υποβλήθηκε αυθημερόν σε πυελοπλαστική νεφρού λόγω απόφραξης, κατά την οποία του τοποθετήθηκε ουρητηρικός καθετήρας στον ουρητήρα κυστεοσκοπικά, ενώ έλαβε εξιτήριο στις 11-12-2009 με οδηγίες για παραμονή κατ› οίκον και αποχή από κάθε είδους εργασία για έναν (1) μήνα λόγω της βαρύτητας του χειρουργείου. Ακολούθως, στις 12-1-2010 ο ενάγων υποβλήθηκε στο ίδιο Νοσοκομείο σε επέμβαση αφαίρεσης του «Pig Tail», που του είχε τοποθετηθεί κατά τη χειρουργική επέμβαση της 9ης Δεκεμβρίου, ενώ στις 18-5-2010 υποβλήθηκε σε ενδοφλέβια ουρογραφία-κυστεογραφία. Για τη διενέργεια των προαναφερόμενων ιατρικών και διαγνωστικών πράξεων, καθώς και για τη νοσηλεία του στο Νοσοκομείο […] ο ενάγων υποβλήθηκε  σε δαπάνες συνολικού ύψους 17.038,60 ευρώ (βλ. το υπ› αριθμ. […]/12-12-2009 τιμολόγιο του […] ποσού 10.946,87 ευρώ, την υπ› αριθμ. […]/11-12-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. […] ποσού 4.000 ευρώ, την υπ› αριθμ. […]/11-12-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της αναισθησιολογικής ιατρικής εταιρείας […] ποσού 700 ευρώ, την υπ› αριθμ. 319/11-12-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του χειρουργού-ουρολόγου Α. Μ. ποσού 300 ευρώ, την υπ› αριθμ. 465/11-12-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ουρολόγου Σ. Μ. ποσού 300 ευρώ, το από 12-1-2010 τιμολόγιο του […] ποσού 599,65 ευρώ και το υπ› αριθμ. […]/18-5-2010 τιμολόγιο του […] ποσού 192,08 ευρώ).

Ο ενάγων επικαλούμενος το υπ› αριθμ. […] ασφαλιστήριο ζήτησε από την εναγόμενη την κάλυψη των προαναφερόμενων δαπανών του, πλην, όμως, η τελευταία αρνήθηκε να τις καλύψει ισχυριζόμενη ότι σχετίζονταν με συγγενή πάθηση αυτού (στένωση πυελοουρητικής συμβολής – ανώμαλη έκφυση ουρητήρα) και συνεπώς ενέπιπταν στην εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, που προβλεπόταν στο άρθρο 11 περ. 5 του Προσαρτήματος 25 (προγράμματος […]) του ασφαλιστηρίου. Δεδομένου, όμως, ότι ο ανωτέρω όρος (εξαίρεση) της ασφαλιστικής σύμβασης έχει κριθεί ήδη από το Δικαστήριο τούτο άκυρος ως καταχρηστικός, η εναγόμενη  δεν  νομιμοποιείται να τον επικαλεστεί, προκειμένου να αποφύγει την κάλυψη των προαναφερόμενων δαπανών του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, απορριπτόμενης ως μη νόμιμης της ένστασης εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, που παραδεκτά πρόβαλε η εναγόμενη, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της τελευταίας (εναγομένης) να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.038,60 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, στα οποία περιλαμβάνεται και η καταβληθείσα από αυτόν αμοιβή του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα, χειρουργού-ουρολόγου Δ. Δ., ύψους 1.500 ευρώ […], πρέπει, κατόπιν αποδοχής του σχετικού αιτήματός του, να επι- βληθούν εν όλω σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 στοιχ. i, περ. α, στοιχ. ii, 68 παρ. 1, 2 του Ν. 4194/2013 [Κώδικας Δικη- γόρων]), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό…]

Η απόφαση του ΣτΕ στην αίτηση ακύρωσης της Αυτοδιαχείρισης κατά της ΕΥΕΔ

Η απόφαση του ΣτΕ στην αίτηση ακύρωσης της Αυτοδιαχείρισης κατά της ΕΥΕΔ 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Αριθμός 1009/2020

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χ. Μπολόφη, Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.

Για να δικάσει την από 22 Οκτωβρίου 2018 αίτηση:

του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ – Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ – ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Κοραή 3), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Δημήτριο Τζουγανάτο (Α.Μ. 9824), β) Νικόλαο Κοσμίδη (Α.Μ. 23252) και γ) Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου (Α.Μ. 15404), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με τον Ευστράτιο Ηλιαδέλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινόντων: Α. 1) «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Μετσόβου 5), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. 25904), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, Β. 1) Σταύρου Ξαρχάκου του Λεωνίδα, κατοίκου Αθηνών (Καλλιδρομίου 58), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Κοπακάκη (Α.Μ. 16745), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) Γιάννη Μαρκόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου Παπάγου Αττικής (Κορυτσάς 33), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 3) Λευτέρη Παπαδόπουλου του Παναγιώτη, κατοίκου Αθηνών (Γουέμστερ 6), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 4) Σταμάτη Κραουνάκη του Αντωνίου, κατοίκου Καλλιθέας (Αγνώστου Στρατιώτη 1Α), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 5) Πάνου Κατσιμίχα του Ευαγγέλου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (2ας Μαΐου 32), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 6) Χρήστου (Χριστοδούλου) Νικολόπουλου του Βασιλείου, κατοίκου Νέας Κηφισιάς Αττικής (Διος 23Α), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 7) Σωκράτη Μάλαμα του Ιωάννου, κατοίκου Μεγάλου Κεφαλόβρυσου Τρικάλων, 8) Αλκίνοου Ιωαννίδη, κατοίκου Σταμάτας Αττικής (Κολοκοτρώνη 9), 9) Μυρσίνης Λοΐζου του Εμμανουήλ (Ερατούς 34), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 10) Χρήστου – Φωτίου Σούκα, κατοίκου Κυψέλης Αττικής (Γιαννιτσών 55), 11) Γεωργίου Σαμπάνη του Ευαγγέλου, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής (Πόντου 30), 12) Γιάννη Βαρδή του Αντωνίου, κατοίκου Παιανίας Αττικής (Αγίου Νικολάου), 13) Αθηνάς Παντελίδου, κατοίκου Νέας Ιωνίας Αττικής (Σηλυβρίας 5), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 14) Βασιλικής χήρας Στυλιανού Καζαντζίδου, κατοίκου Νίκαιας Πειραιά (Λάμπρου Κατσώνη και Ακροπόλεως 16), 15) Θανάση Παπακωνσταντίνου του Αριστοτέλη, κατοίκου Μεταξοχωρίου Αγιάς, 16) Αντώνη Πλέσσα του Δημητρίου, κατοίκου Καλλιτεχνούπολης (Δ. Σολωμού 4), 17) Ιάσμης Κηλαηδόνη του Λουκιανού, κατοίκου Αθηνών (Ακαδήμου 16), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 18) Παύλου Παυλίδη του Ιωάννη, κατοίκου Νέας Σμύρνης (Πλαστήρα 64), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 19) Φοίβου Δεληβοριά του Φωτίου, κατοίκου Αθηνών (Μάρκου Μουσούρου 95-97), 20) Νίκου Μωραΐτη του Χρήστου, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (Βορείου Ηπείρου 44), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 21) Ελένης Γιαννατσούλια του Αθανασίου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Οδυσσέα Ανδρούτσου 8), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 22) Ορφέα Περίδη του Ανδρέα, κατοίκου Χολαργού (Κατσιμπίρη 49), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 23) Πάνου Φαλάρα του Ιωάννου, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Ελευθερίου Βενιζέλου 2), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 24) Κωνσταντίνου Τόκα του Μάριου, κατοίκου Πικερμίου (Ανδρέα Ζάκου 10), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 25) Αμαλίας Πετσοπούλου-Τόκα του Κωσταντίνου, κατοίκου Πικερμίου (Ανδρέα Ζάκου 10), 26) Χαρούλα Τόκα του Μάριου, κατοίκου Πικερμίου (Ανδρέα Ζάκου 10), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο, 27) Άγγελου Τόκα του Μάριου, κατοίκου Πικερμίου (Ανδρέα Ζάκου 10), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 28) Γιώργου Λαβράνου του Σπυρίδωνος, κατοίκου Αθηνών (Αγίας Λαύρας 3), 29) Δημήτρη Δερβενιώτη του Θεοδώρου, κατοίκου Αθηνών (Δασκαλογιάννη 11), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 30) Αντώνη Παππά του Ευσταθίου, κατοίκου Αθηνών (Ιθάκης 11), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 31) Αλέκου Χρυσοβέργη του Δημητρίου, κατοίκου Βύρωνα/Καρέα Αττικής (Ιερού Λόχου 14), 32) Αθηνάς Θεοτόκη Μητσάκη του Γεωργίου, κατοίκου Μαρκοπούλου Αττικής (Γεωργίου Μητσάκη 4), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 33) Άννας χήρας Γεωργίου Μουζάκη, κατοίκου Κινέττας Αττικής (Αγίας Ειρήνης 15-17), 34) Κατερίνας Καμπανέλλη του Ιακώβου, κατοίκου Αθηνών (Μαρκορά 41), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 35) Ιωάννη Αγγελάκα του Κωνσταντίνου, κατοίκου Επανομής Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 36) Φίλιππου Γράψα του Γεωργίου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (25ης Μαρτίου και Εμμ. Ροϊδη 1), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 37) Βασίλη Γιαννόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου Κρήνης Πατρών (Παρ. Φούντα Β΄ 8), 38) Ευαγγέλου Κωνσταντινίδη του Γεωργίου, κατοίκου Βούλας Αττικής (Μπότσαρη 24), 39) Νικολάου Τερζή του Γεωργίου, κατοίκου Καστέλας Πειραιά (Πινδάρου 12 και Αγοράτου), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 40) Θανάση Πολυκανδριώτη του Θεοδώρου, κατοίκου Ν. Ερυθραίας Αττικής (Δελβίνου 6Β΄), 41) Ευθυμίου (Θέμη) Καραμουρατίδη του Στέλιου, κατοίκου Αθηνών (Κρίσσης 21), 42) Οδυσσέα Ιωάννου του Δημητρίου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Λακωνίας 38), 43) Παρασκευά Καρασούλου, κατοίκου Υμηττού Αθηνών (Στρατονίκης 7), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 44) Θοδωρή Γκόνη, κατοίκου Αθηνών (Γιάννη Σταθά 18), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 45) Μαρίας Ζήνας (Μαρίζας) Ρίζου του Σπυρίδωνος, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής (Αγγέλων 4), 46) Γεράσιμου Ευαγγελάτου του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Πτολεμαίων 7), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 47) Κώστα Φασουλά, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (Μακρυγιάννη 5), 48) Πέτρου Βαγιόπουλου του Χρήστου, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (Λυκούργου 64), 49) Ελένης Ταϊγανίδου του Ιωάννου, κατοίκου Χολαργού Αττικής (25ης Μαρτίου 30), 50) Αλέξιου Βάκη του Αργυρίου, κατοίκου Αθηνών (Τσικλητήρα 4), 51) Λήδας Ρουμάνη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Ορχομενού Βοιωτίας (Μινύου 82), 52) Ειρήνης Αλεξανδράκη Χρυσοβέργη του Ιωάννη, κατοίκου Καρέα/Βύρωνα Αττικής (Ιερού Λόχου 14), 53) Δημητρίου Μπουρμά (Τάκη) του Κωνσταντίνου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Σαχτούρη 16), 54) Ασημίνας Εμμανουηλίδου του Βασιλείου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Μαδύτου 8-10), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 55) Βασιλική Γεροθόδωρου του Δημητρίου, κατοίκου Αλίμου Αττικής (Καραϊσκάκη 1), 56) Βασιλικής Μάνεση του Κωνσταντίνου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Διγενή Ακρίτα 13), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο, 57) Αθηνάς Δημητρίου, 58) Μιχαήλ Δημητρίου, κατοίκων Παγκρατίου Αττικής (Ιπποδάμου 10-12), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 59) Ιορδάνη Καλίστογλου (Παύλου), κατοίκου Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης (Αγίας Τριάδος 5), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 60) Ευαγγέλου Τούντα του Ιωάννου, κατοίκου Κέας Κυκλάδων, 61) Λήδας Ρουμάνη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Ορχομενού Βοιωτίας (Μινύου 82), 62) Γεωργίου Μίτσιγκα του Μιλτιάδου, κατοίκου Βούλας Αττικής (Καραϊσκάκη 13), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 63) Νικολάου Καλλίνη του Γεωργίου, κατοίκου Βύρωνα Αττικής (Χαριδήμου 30), 64) Ελένης Ζιώγα του Βασιλείου, κατοίκου Χολαργού Αττικής (Σερίφου 37), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο, 65) Νικολάου Γράψα του Ευαγγέλου, κατοίκου Κοιλιωμένου Ζακύνθου, 66) Ευάγγελου Τούντα του Ιωάννου, κατοίκου Κέας Κυκλάδων, 67) Γεώργιου Γεωργιάδη (Ρους) του Ρουσσέτου, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (Σπάρτης 58), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 68) Νικολάου Ζουρνή του Δημητρίου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Ζαλόγγου 18), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 69) Μάριου Τσάγκαρη, κατοίκου Αθηνών (Βλαχοθανάση 11), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 70) Γεωργίου Μίχα του Σπυρίδωνος, κατοίκου Βριλλησίων Αττικής (Πρωτέως 4), 71) Νίκου Στρατηγού του Ηλία, κατοίκου Μελισσίων Αττικής (Ποσειδώνος 11), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 72) Φωτεινής Λαμπρίδη του Εμμανουήλ, κατοίκου Αθηνών (Αθανασίου Διάκου 9), 73) Μαρίας Φασουλάκη του Ιωάννου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Παπαφλέσσα 20) και 74) UNIVERSAL ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΕ, που εδρεύει στο Νέο Ψυχικό Αττικής (Λεωφ. Μεσογείων 245-247), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, και Γ. Αθανάσιου (Θάνου) Μικρούτσικου του Στεργίου, κατοίκου Αθηνών (Δόμπολη 17), 2) Γεωργίου Νταλάρα του Λουκά, κατοίκου Φιλοθέης Αττικής (Ίριδος 9), 3) Ευαγγελία (Λίνας) Νικολακοπούλου του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Αρτεμισίου 15), 4) Γεωργίου Χατζηνάσιου του Αγαπίου, κατοίκου Παπάγου Αττικής (Γράμμου 36), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Κοπακάκη (Α.Μ. 16745), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 5) Μίλτου Πασχαλίδη, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (Αγίου Γεωργίου 56), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 6) Κωνσταντίνου Λυγνού του Ανδρέα, κατοίκου Αθηνών (Αίμωνος 54), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Οργανισμός επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 262844/18408/13772/689/4.6/2018 (ΦΕΚ Β΄ 2085/7.6.2018) απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Παπαδοπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους του αιτούντος Οργανισμού, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του ΟΠΙ, τον δικηγόρο των παρεμβαινόντων που παρέστησαν και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει κατατεθεί το κατά νόμον παράβολο (υπ’ αριθ. 3212573, -79/2018 και 5177311/2018 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α´).

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αρ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥΗΔ/ΔΔΑΔ/ΤΔΥΕΦ 262844/18408/13772/689/4.6.2018 αποφάσεως της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (Β΄ 2085/7.6.2018), με την οποία ανατέθηκε, σύμφωνα με το άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο ετών στο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας” (Ο.Π.Ι.) η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων-μελών της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 «ΑΕΠΙ – Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕ», η άδεια λειτουργίας της οποίας είχε ανακληθεί με την από 15.5.2018 απόφαση της αυτής Υπουργού .

3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης ο εν λόγω «Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας» (Ο.Π.Ι). Εξάλλου, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, παρεμβαίνουν με αυτοτελή δικόγραφα: α) ο Σταύρος Ξαρχάκος και 72 λοιπά φυσικά πρόσωπα, ως και η εταιρεία «UNIVERSAL ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΕ» και β) ο Αθανάσιος (Θάνος) Μικρούτσικος και 5 λοιπά φυσικά πρόσωπα, φερόμενοι όλοι ως δικαιούχοι πνευματικών δικαιωμάτων επί μουσικών έργων, την εκπροσώπηση, διαχείριση και προστασία των οποίων είχαν αναθέσει στην ανώνυμη εταιρεία ΑΕΠΙ Α.Ε. και δεν αντιτάχθηκαν να ανατεθεί στη συνέχεια στον Ο.Π.Ι..

4. Επειδή, ο αιτών Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης ο οποίος δυνάμει διοικητικής αδείας (υπ’ αρ. 2170/6.3.2003 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, Β΄ 323/18.3.2003), δραστηριοποιείται στον τομέα συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μουσικών έργων στην Ελλάδα, με έννομο συμφέρον, και εν γένει παραδεκτώς, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, προκειμένου κατά τους ισχυρισμούς του, να αποτρέψει την άσκηση ανταγωνιστικής δραστηριότητας από τον παρεμβαίνοντα Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας στην ίδια κατ’ αντικείμενο αγορά που δραστηριοποιείται και ο ίδιος. Η ιδιότητα δε του ανταγωνιστή που δραστηριοποιείται, έστω και εν μέρει και με μικρό ποσοστό, στην ίδια αγορά παροχής υπηρεσιών, αρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την προσβολή επί ακυρώσει κανονιστικής πράξεως που κατατείνει, κατά τα προβαλλόμενα, στη λειτουργία του ανταγωνιστικού οργανισμού υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους (πρβλ. ΣτΕ 632/2019 επτ., 1333/2019, 2952/1983). Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος ΟΠΙ περί ελλείψεως άμεσου, προσωπικού και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του αιτούντος οργανισμού λόγω αόριστης επικλήσεως του περιορισμού του ανταγωνισμού που επέρχεται δια της προσβαλλόμενης πράξεως στην επίδικη αγορά.

5. Επειδή, με τον ν. 2121/1993 “Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα” (Α΄ 25) προβλέφθηκε, το πρώτον συστηματικά, καθεστώς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στο δε άρθρο 54 του νόμου αυτού ορίστηκε (παρ.1) ότι οι δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας τη συλλογική διαχείριση και /ή προστασία των πνευματικών του δικαιωμάτων, και ότι η σχετική ανάθεση (παρ. 3) μπορεί να γίνει είτε με μεταβίβαση του δικαιώματος προς το σκοπό της διαχείρισης είτε με παροχή πληρεξουσιότητας, εγγράφως για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τα τρία έτη. Στην παρ.4 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι: “Κάθε οργανισμός, που έχει ή πρόκειται να αναλάβει τη συλλογική διαχείριση ή προστασία των εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα των δημιουργών, υποχρεούται, πριν αρχίσει τη λειτουργία του,να καταθέσει στο Υπουργείο Πολιτισμού σχετική δήλωση συνοδευόμενη από τον Κανονισμό που συντάσσεται από τον οργανισμό και πρέπει πάντως να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το ύψος του Κεφαλαίου του οργανισμού β) το Καταστατικό ή το εταιρικό σύμφωνο αν πρόκειται για εταιρεία γ)τον υπεύθυνο εκπρόσωπο του οργανισμού, όπως επίσης και τα πρόσωπα που διοικούν τον οργανισμό, τα οποία πρέπει να μην έχουν καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας και να παρέχουν τα εχέγγυα επαγγελματικού ήθους δ) τον αριθμό των δημιουργών, που έχουν αναθέσει στον οργανισμό τη διαχείριση εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό τους δικαίωμα ε) τη νομική μορφή της ανάθεσης της διαχείρισης στ) τη διάρκεια της ανάθεσης ζ) το χρόνο,τις αρχές και τον τρόπο διανομής των αμοιβών στους δικαιούχους και η)το ύψος των εξόδων διαχείρισης, όπως επίσης και κάθε στοιχείο που είναι απαραίτητο για να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του οργανισμού. Το Υπουργείο Πολιτισμού ελέγχει τη δήλωση και τον Κανονισμό του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος νόμου, χορηγεί την έγκριση για τη λειτουργία του οργανισμού αυτού. Κάθε μεταβολή των παραπάνω στοιχείων του Κανονισμού πρέπει να ανακοινώνεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και να εγκρίνεται από αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση εξακολουθεί να ισχύει ο αρχικός Κανονισμός του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, όπως είχε εγκριθεί από το Υπουργείο κατά την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού.”. Στην παρ. 5 προβλέπεται ότι το Υπουργείο Πολιτισμού ελέγχει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, ενώ στην παρ. 6 προβλέπεται σύστημα κυρώσεων για την περίπτωση παραβάσεων. Περαιτέρω, στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου (όπως προστέθηκε με την παρ. 16 άρθρ. 8 Ν. 2557/1997), ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παράβασης ή επανειλημμένων παραβάσεων του νόμου ή του κανονισμού και ειδικότερα εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 54 παράγραφος 4 με βάση τις οποίες χορηγήθηκε η έγκριση λειτουργίας ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί με εισήγηση του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας να άρει προσωρινά ή οριστικά την έγκριση λειτουργίας του συγκεκριμένου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 10 του ανωτέρω άρθρου 54 (η οποία προστέθηκε με το άρθρ. 15 του ν. 4463/2017, Α΄ 42, όπως αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρ. 54 παρ. 15Α του ν. 4481/2017-Α 100 και το άρθρ. 127 του ν. 4514/2018, Α΄ 14), “Ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού δύναται, μετά από γνώμη του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, και εφόσον συντρέχει σοβαρή πιθανολόγηση ότι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να εισπράξει και να διασφαλίσει την απόδοση στους δικαιούχους των ποσών που εισπράττει για λογαριασμό τους, λόγω ενδεικτικά αρνητικών ιδίων κεφαλαίων, να λάβει ως προληπτικό διοικητικό μέτρο το διορισμό προσωρινού επιτρόπου με θητεία έξι μηνών και δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο φορές και με συνολική διάρκεια ανανέωσης έως και έξι μήνες». Εξάλλου, με το άρθρο 69 του εν λόγω ν. 2121/93 προβλέπεται η «Σύσταση Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας», και ορίζεται ότι: «1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα και επωνυμία Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό την προστασία των πνευματικών δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, την εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εφαρμογή του παρόντος νόμου και των συναφών διεθνών συμβάσεων, τη νομοπαρασκευαστική εργασία σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και γενικά την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και στα Όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας…. Ο Ο.Π.Ι. σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 54 έως 58 του παρόντος νόμου. 2. [όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2819/2000, Α΄ 84 και το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2557/1997] Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας επιχορηγείται με εισφορά ύψους 1% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων εκάστου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης…. Οι ετήσιοι ισολογισμοί των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης κατατίθενται στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας και στο Υπουργείο Πολιτισμού. … Επιχορηγείται επίσης από διεθνείς οργανισμούς, από Όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από δωρεές, κληροδοτήματα και κάθε άλλη επιχορήγηση από τρίτους, όπως επίσης και από τα έσοδα που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών…. 4. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας αποτελεί κοινωφελές νομικό πρόσωπο…. 5. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών και ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίου” [όπως οι παρ. 4 και 5 προστέθηκαν με την παρ. 13 του άρθρου 8 του ν. 2557/1997 (Α΄ 271)]. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Καταστατικού του Ο.Π.Ι. (π.δ. 311/1994, Α΄ 165), στους σκοπούς αυτού περιλαμβάνονται: α) η προστασία των πνευματικών δημιουργών και των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, β) η μέριμνα για την εφαρμογή του ν. 2121/1993 και των συναφών θεμάτων.

6. Επειδή, εν συνεχεία δημοσιεύθηκε ο ν. 4481/2017, (A΄ 100), με τις διατάξεις του οποίου ο νομοθέτης απέβλεψε, αφενός στη ρύθµιση ζητηµάτων συλλογικής διαχείρισης δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωµάτων, καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραµµικές χρήσεις µουσικών έργων στην εσωτερική αγορά, δηµιουργώντας ένα αυτόνοµο και ανεξάρτητο νοµικό πλαίσιο προς συμπλήρωση του βασικού νόμου για την πνευµατική ιδιοκτησία (ν. 2121/1993) και αφετέρου στην ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της σχετικής Οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕEK L 84/72 20.3.2014). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, τα άρθρα 1 έως 54 του νόμου αυτού εφαρμόζονται στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που είναι εγκατεστημένοι στην ελληνική επικράτεια, για τους σκοπούς δε των άρθρων αυτών, εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 3, μεταξύ άλλων, οι εξής ορισμοί α. Ως «οργανισμός συλλογικής διαχείρισης (ΟΣΔ)» νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται από το νόμο ή μέσω μεταβίβασης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσότερων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό όφελος αυτών, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος πληροί ένα από ή αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια: αα) ανήκει στα μέλη του ή ελέγχεται από αυτά, ββ) έχει οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση.,ενώ (υπο γ) ως «ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης (ΑΟΔ)» νοείται κάθε οργανισμός ο οποίος: αα) δεν ανήκει σε δικαιούχους ούτε ελέγχεται από αυτούς, άμεσα ή έμμεσα, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και ββ) έχει οργανωθεί σε κερδοσκοπική βάση. δ. Ως «δικαιούχος» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα, εκτός από οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, που κατέχει δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικό δικαίωμα ή το οποίο, δυνάμει συμφωνίας για την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων ή εκ του νόμου, δικαιούται μερίδιο των εσόδων που προκύπτουν από τα δικαιώματα. ε. Ως «μέλος» νοείται δικαιούχος ή οντότητα που εκπροσωπεί τους δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων άλλων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και ενώσεων δικαιούχων, ο οποίος πληροί τους όρους του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης για την εισδοχή και εγγραφή μέλους και γίνεται δεκτός από αυτόν.». ζ. Ως «αντικείμενο προστασίας» νοούνται τα αντικείμενα εκείνα που προστατεύονται με συγγενικό δικαίωμα με το ν. 2121/1993. η. Ως «άδεια λειτουργίας» νοείται η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την οποία επιτρέπεται η λειτουργία οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50. ιγ. Ως «χρήστης» νοείται κάθε πρόσωπο ή οντότητα που εκτελεί πράξεις που υπόκεινται στην άδεια των δικαιούχων, στην αμοιβή των δικαιούχων ή στην καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους και το οποίο δεν ενεργεί υπό την ιδιότητα του καταναλωτή. ιδ. Ως «ρεπερτόριο» νοούνται τα έργα ή αντικείμενα προστασίας σε σχέση με τα οποία ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης διαχειρίζεται δικαιώματα. ιζ. Ως «ΟΠΙ» νοείται ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ο οποίος είναι ο αρμόδιος φορέας για ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Στο άρθρο 4 του νόμου αυτού επαναλαμβάνεται η απαίτηση του προηγούμενου νόμου σχετικά με τη λήψη άδειας και ορίζεται ότι “ 1. Κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, οργανισμός συλλογικής προστασίας και ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50, που είναι εγκατεστημένος στην ελληνική επικράτεια και ο οποίος πρόκειται να αναλάβει τη συλλογική διαχείριση ή προστασία των εξουσιών που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα των δημιουργών ή των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων απαιτείται να λάβει άδεια λειτουργίας από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου” στη συνέχεια δε προβλέπεται ότι κάθε ενδιαφερόμενος υποχρεούται, πριν την έναρξη της λειτουργίας του, να καταθέσει στον ΟΠΙ αίτηση, συνοδευόμενη από τα καθοριζόμενα στον ίδιο νόμο στοιχεία. Κατά το σύστημα του ν. 4481/2017, εξάλλου, οι δικαιούχοι έχουν το δικαίωμα ν’ αναθέτουν δια συμβάσεων (συμβάσεων αναθέσεως) σε ΟΣΔ της επιλογής τους να διαχειρίζεται το περιουσιακό δικαίωμα ή τις εξουσίες που απορρέουν από αυτό ή κατηγορίες εξουσιών ή είδη έργων ή αντικείμενο προστασίας της επιλογής τους, για τις επικράτειες της επιλογής …. Η ανάθεση γίνεται κάθε φορά εγγράφως και για ορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 3 έτη (άρθρ. 12 παρ. 1) δύναται δε να ανακληθεί με καταγγελία της συμβάσεως μετά από έγγραφη προειδοποίηση 3 μηνών (άρθρ. 12 παρ. 2). Οι ΟΣΔ συστήνονται με οποιαδήποτε νομική μορφή (άρθρο 8 παρ. 1), υποχρεούνται δε να λάβουν άδεια λειτουργίας με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (άρθρ. 4)… Κάθε ΟΣΔ οφείλει να διαθέτει εποπτικό συμβούλιο, το οποίο παρακολουθεί τις δραστηριότητες του και τις ενέργειες των φυσικών ή νομικών προσώπων που διαχειρίζονται τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. …(άρθρ. 10 παρ. 1 και 8)… Ο ΟΣΔ πρέπει να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά στη συλλογή και στη διαχείριση των εσόδων από τα δικαιώματα,…. Για τον σκοπό αυτό, οφείλει να διατηρεί κατάλληλα μητρώα μελών, αδειών και χρήσεων των έργων και άλλων αντικειμένων προστασίας. Περαιτέρω, στο άρθρο 46 με τίτλο “Επιβολή κυρώσεων” ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του ν. 2121/1993 …επισύρει την επιβολή, σωρευτικώς ή διαζευκτικώς, των παρακάτω κυρώσεων: α) διοικητικό πρόστιμο … β) προσωρινή ή οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας. 2. … 5. Για τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του ν. 2121/1993 από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας ή τις ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης της παραγράφου 1, διενεργείται έρευνα, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από καταγγελία. Την έρευνα αυτή διενεργούν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού ή/και άλλα συναρμόδια Υπουργεία ή ο ΟΠΙ…». Στο άρθρο 50 ορίζεται ότι “Ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης που είτε προϋπάρχουν είτε συσταθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και οι οποίες ασκούν συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων και έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά στην κατηγορία που εκπροσωπούν, υποχρεούνται να προβλέψουν στο καταστατικό τους τη λειτουργία γενικής συνέλευσης των μελών και εποπτικού συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 9 και την παράγραφο 8 του άρθρου 10. Στις υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος ανεξάρτητες οντότητες εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που αφορούν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης …”, ενώ, στο άρθρο 51 παρ. 1 ορίζεται ότι «1. Σε περίπτωση που οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50 αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, ως τέτοιων νοουμένων και των δικαιούχων που του/της έχουν αναθέσει τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους, κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), το αρμόδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση της συνέλευσης των πιστωτών ή του εποπτικού συμβουλίου ή του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, κατόπιν εισήγησης του ΟΠΙ, δύναται να αναθέσει στον σύνδικο την αποκλειστική αρμοδιότητα εξυγίανσης του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας του άρθρου 50. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της πτωχευτικής νομοθεσίας.».

7. Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4531/2018 (Α΄ 62) αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 69 παρ. 1 του ν. 2121/1993, ως εξής: «Ο ΟΠΙ δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 51Α του ν. 4481/2017 να ανατίθεται στον ΟΠΙ, ύστερα από απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κατόπιν γνώμης του Δ. Σ. του ΟΠΙ, εκτάκτως και προσωρινά, με σκοπό τη διασφάλιση της είσπραξης και διανομής των δικαιωμάτων των δικαιούχων και την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων, η διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών του οργανισμού ή της οντότητας του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη, έως ότου τη συλλογική διαχείριση αναλάβει άλλος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης.». Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. 45 του ν. 4531/2018 προστέθηκε στο άρθρο 2 του Καταστατικού του ΟΠΙ (π.δ. 311/1994, Α΄ 165) αναφορικά με τις αρμοδιότητές του, περίπτωση γ΄, ως εξής: « Η έκτακτη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), η άδεια του οποίου ανακλήθηκε και η σύναψη νέων συμβάσεων ανάθεσης και εκπροσώπησης με δικαιούχους, με σκοπό τη διασφάλιση της είσπραξης και διανομής των δικαιωμάτων των δικαιούχων και την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων.». Επίσης, με την παρ. 5 του άρθρου 45 του αυτού νόμου προστέθηκε στο άρθρο 11 του εν λόγω Καταστατικού,παράγραφος 3, σύμφωνα με την οποία: «3. Συστήνεται στον ΟΠΙ Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων (ΕΥΕΔ) με αρμοδιότητα την άσκηση όλων των αναγκαίων ενεργειών για την έκτακτη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 (Α΄ 100), η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, τη σύναψη νέων συμβάσεων ανάθεσης και εκπροσώπησης με δικαιούχους, την είσπραξη, διανομή και απόδοση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων και την ενημέρωση των δικαιούχων για την πορεία και το έργο της έκτακτης διαχείρισης των δικαιωμάτων τους. Η Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων λειτουργεί για όσο χρόνο ο ΟΠΙ ασκεί τα καθήκοντα του άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, υπάγεται απευθείας στο Δ. Σ. του ΟΠΙ και εποπτεύεται από αυτό. Η Ειδική Υπηρεσία διοικείται από το πρόσωπο που διορίζεται επικεφαλής της (προσωρινός διαχειριστής).». Τέλος, με το άρθρο 45 παρ. 7 του ν. 4531/2018 (Α΄ 62, 5.4.2018) προστέθηκε στον ν. 4481/2017 το άρθρο 51Α, με το οποίο ορίζονται τα εξής: «1. Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων ανατίθεται στον ΟΠΙ, εκτάκτως και προσωρινά, μέχρις ότου τη συλλογική διαχείριση αναλάβει άλλος οργανισμός και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη. Τα καθήκοντα αυτά ασκεί η Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων (ΕΥΕΔ) της παρ. 3 του άρθρου 11 του π.δ. 311/1994 (Α΄ 165). Με την ίδια απόφαση διορίζεται προσωρινός διαχειριστής, ο οποίος έχει την ευθύνη διαχείρισης των δικαιωμάτων των δικαιούχων. Ως προσωρινός διαχειριστής επιλέγεται πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ανάλογης επαγγελματικής εμπειρίας σε οικονομικά ή νομικά θέματα. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι και υπάλληλος του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, … Με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΠΙ, μετά από εισήγηση του προσωρινού διαχειριστή, συνάπτονται οι αναγκαίες για την έκτακτη διαχείριση συμβάσεις έργου και συμβάσεις προμηθειών ή παροχής υπηρεσιών, οι οποίες έχουν έκτακτο και κατεπείγοντα χαρακτήρα, κατά παρέκκλιση του Κανονισμού Προμηθειών του ΟΠΙ, ενώ εξαιρούνται και από τις γενικές ή ειδικές διατάξεις του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) και του ν. 4413/2016 (Α΄ 148). Για την υποβοήθηση του έργου του προσωρινού διαχειριστή, ο ΟΠΙ δύναται, μετά από πρόταση του προσωρινού διαχειριστή, να συνάπτει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με νομικούς, οικονομικούς ή τεχνικούς συμβούλους, καθώς και με προσωπικό διοικητικής υποστήριξης, ύστερα από έγκριση των προσώπων και της αμοιβής τους από το Δ. Σ. του ΟΠΙ. Η διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν δύναται να υπερβαίνει τη χρονική διάρκεια της έκτακτης διαχείρισης. Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου μεταβιβάζονται στον ΟΠΙ τα χρηματικά ποσά που τηρούνται στους χωριστούς ειδικούς λογαριασμούς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 για να τα αποδώσει στους δικαιούχους. Για τον ίδιο σκοπό μεταβιβάζονται στον ΟΠΙ τυχόν αξιόγραφα και λοιποί άυλοι τίτλοι, οι οποίοι αφορούν σε δικαιώματα δικαιούχων. Κατά την εξόφληση των τίτλων αυτών αφαιρείται το ποσό της προμήθειας που ίσχυε κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, το οποίο καταβάλλεται στον εν λόγω οργανισμό ή οντότητα. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται η αμοιβή του προσωρινού διαχειριστή, ο τρόπος εκτέλεσης και οι διατυπώσεις έναρξης και λήξης άσκησης των καθηκόντων του και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Ο προσωρινός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει εξαμηνιαία έκθεση πεπραγμένων στο διοικητικό συμβούλιο του ΟΠΙ και στον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού. 2. Οι συμβάσεις ανάθεσης και εκπροσώπησης του οργανισμού ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, του οποίου η άδεια ανακλήθηκε, λύονται αυτοδικαίως. Από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1, θεωρείται αυτοδικαίως ότι συνάπτονται νέες όμοιες συμβάσεις μεταξύ των δικαιούχων και του ΟΠΙ, καθώς και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και του ΟΠΙ, για το χρονικό διάστημα που υπολείπεται στην προηγούμενη σύμβαση, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της έκτακτης διαχείρισης. Οι δικαιούχοι και οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν δικαίωμα να αντιταχθούν στην παραπάνω ανάθεση και εκπροσώπηση από τον ΟΠΙ εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1, κοινοποιώντας εγγράφως στον ΟΠΙ δήλωσή τους ότι δεν επιθυμούν να εκπροσωπηθούν από αυτόν. Οι δικαιούχοι και οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ενημερώνονται από την Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων για τη δυνατότητά τους αυτή με κάθε πρόσφορο μέσο. …5. Κατά τη διάρκεια της έκτακτης διαχείρισης της παραγράφου 1, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή η ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, υποχρεούται να επιτρέπει χωρίς κανέναν περιορισμό την πρόσβαση προσώπων εξουσιοδοτημένων από τον ΟΠΙ στο φυσικό, ψηφιοποιημένο και ψηφιακό αρχείο τεκμηρίωσης ή/και έργων των δικαιούχων που εκπροσωπούσε κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας, καθώς και σε κάθε άλλο αρχείο που είναι απαραίτητο για το έργο της διαχείρισης των δικαιωμάτων. Για τους σκοπούς της έκτακτης διαχείρισης και της εποπτείας, ο ΟΠΙ καθίσταται νόμιμος χρήστης των αρχείων. Ως πρόσβαση νοείται και η δυνατότητα εγκατάστασης προσώπων εξουσιοδοτημένων από τον ΟΠΙ στις εγκαταστάσεις του οργανισμού ή της ανεξάρτητης οντότητας του άρθρου 50 για τον ανωτέρω σκοπό. Ο ΟΠΙ λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία και τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του φυσικού, ψηφιοποιημένου και ψηφιακού αρχείου τεκμηρίωσης ή/και έργων των δικαιούχων του οργανισμού ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε και οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να συνδράμουν προς τους ανωτέρω σκοπούς. Ο ΟΠΙ δεν φέρει ευθύνη για τυχόν καταστροφή ή αλλοίωση του φυσικού, ψηφιοποιημένου και ψηφιακού αρχείου τεκμηρίωσης ή/και έργων των δικαιούχων για οποιαδήποτε αιτία, εκτός από δόλο ή βαριά αμέλεια. 6. Όποιος εμποδίζει, παρακωλύει με κάθε τρόπο ή μέσο, αρνείται την πρόσβαση στα αρχεία της παραγράφου 5, αποκρύπτει ή αφαιρεί έγγραφα και στοιχεία και με τις πράξεις του αυτές καθυστερεί, δυσχεραίνει ή αναιρεί το ως άνω έργο του ΟΠΙ, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10. 000) ευρώ. 7. Σε περίπτωση εκποίησης ή μεταβίβασης του αρχείου της προηγούμενης παραγράφου για οποιαδήποτε αιτία, το ελληνικό Δημόσιο έχει δικαίωμα προτίμησης. 8. Η γενική συνέλευση των μελών της Ειδικής Υπηρεσίας έκτακτης διαχείρισης αποφασίζει για τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ο οποίος θα αναλάβει τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Αθλητισμού και Οικονομικών μεταφέρεται η δραστηριότητα της Ειδικής Υπηρεσίας στο διάδοχο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και ρυθμίζονται τα θέματα αποτίμησης αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων και ο τρόπος καταβολής του ποσού που τυχόν προκύψει από το διάδοχο οργανισμό προς τον ΟΠΙ. 9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Αθλητισμού εγκρίνεται το ύψος του ποσού της έκτακτης επιχορήγησης στον ΟΠΙ από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για τα έκτακτα και προσωρινά καθήκοντα που αναλαμβάνει η Ειδική Υπηρεσία έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων δυνάμει του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω επιχορήγηση δεν επηρεάζει το χαρακτήρα της νομικής φύσης του ΟΠΙ, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 69 του ν. 2121/1993.». Εξάλλου, μετά την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως, δημοσιεύθηκε ο ν. 4605/2019 (Α΄ 52) με το άρθρο 85 του οποίου, μεταξύ άλλων, προστέθηκε παρ. 10 στο ως άρθρο 51Α του ν. 4481/2017, ορίζουσα τα εξής: «Η ανάθεση της διαχείρισης δικαιωμάτων των δικαιούχων στον ΟΠΙ εκτάκτως και προσωρινά σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν συνιστά μεταβίβαση περιουσίας κατ’ άρθρο 479 ΑΚ, του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50, η άδεια του οποίου ανακλήθηκε, στον ΟΠΙ. Ο ΟΠΙ δεν καθίσταται καθολικός ή ειδικός διάδοχος του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την 5.4.2018».

8. Επειδή, οι παραπάνω ρυθμίσεις του άρθρου 51Α του ν. 4531/2018 κρίθηκαν αναγκαίες, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την οικεία τροπολογία, «καθώς στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν υφίσταται πρόβλεψη για τη συλλογική διαχείριση πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων στην περίπτωση κατά την οποία ανακαλείται από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού άδεια λειτουργίας οργανισμού συλλογικής διαχείρισης (ΟΣΔ) ή ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης (ΑΟΔ) του άρθρου 50 του ν. 4481/17. Η Οδηγία 2014/26/ΕΕ είναι ουδέτερη ως προς την περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας…. Για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ευθέως αφορούν την προστασία του πολιτισμού, την τήρηση της νομιμότητας χρήσης πνευματικών έργων, τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη διεθνή παρουσία της χώρας στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων, η πολιτεία οφείλει να παρέμβει και να ρυθμίσει το κενό που δημιουργείται στη συλλογική διαχείριση μετά την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50, δεδομένου ότι αυτοί έχουν συνήθως δεσπόζουσα θέση στην αγορά και εκπροσωπούν έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό δικαιούχων τόσο Ελλήνων όσο και ξένων. Η παρέμβαση αυτή έχει αποκλειστικά χαρακτήρα προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς αποτρέπει την κατάρρευση και κατακερματισμό της αγοράς μετά την ανάκληση άδειας οργανισμού, και στοχεύει στην προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, … Αν και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50 επιβάλλεται ως συνέπεια σοβαρών παραβάσεων του ν. 2121/1993 και ν. 4481/2017, ωστόσο δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει στην κατάρρευση του συστήματος της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων για συγκεκριμένη κατηγορία δικαιούχων, με αποτέλεσμα την άμεση απώλεια εισοδήματός τους, με σημαντικές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Εξίσου σημαντικές ενδέχεται να είναι οι επιπτώσεις για την εθνική οικονομία όσο και την ανάπτυξη της χώρας. Ενδέχεται μάλιστα να υπάρχουν πολιτιστικές συνέπειες, αφού το σύστημα της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων αποτελεί και κίνητρο για την πολιτιστική ανάπτυξη και είναι ένα βασικό μέσο για την υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας. Με κύριο γνώμονα, αφενός, την εξασφάλιση της ομαλής συνέχισης της συλλογικής διαχείρισης και της είσπραξης δικαιωμάτων και εκκαθάρισης αυτών υπέρ των δικαιούχων, και αφετέρου, της νόμιμης χρήσης πνευματικών έργων από τους χρήστες, προβλέπεται στην περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας από το ΥΠΠΟΑ ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50 η σύσταση στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ), Ειδικής Υπηρεσίας έκτακτης διαχείρισης δικαιωμάτων με αρμοδιότητα την άσκηση όλων των αναγκαίων ενεργειών για την επείγουσα, προσωρινή και έκτακτη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων – μελών του ΟΣΔ ή ΑΟΔ του άρθρου 50, των οποίων η άδεια ανακλήθηκε. … ».

9. Επειδή, η ανάπτυξη και προαγωγή της της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελεί υποχρέωση του Κράτους (άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος), στο πλαίσιο δε της συνταγματικής αυτής επιταγής το Κράτος οφείλει να μεριμνά για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας των δημιουργών, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτιστική ανάπτυξη, την ενθάρρυνση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και τη διευκόλυνση της νόμιμης πρόσβασης μεγάλου αριθμού χρηστών στα καλλιτεχνικά έργα. Η επιλογή του τρόπου διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων, ως ειδικότερη έκφραση της προσωπικής ελευθερίας, ανήκει στους δημιουργούς, πλην όμως, ο νομοθέτης, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους προέβλεψε καθεστώς συλλογικής διαχείρισης, αρχικά με το ν. 2121/1993 και στη συνέχεια με το ν. 4484/2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι ανεξάρτητες οντότητες του άρθρου 50 του νόμου αυτού υπάγονται σε καθεστώς αδειοδότησης από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού. Οι οργανισμοί αυτοί, ως υπεύθυνοι για τη διαχείριση σημαντικών στοιχείων του πολιτισμού, η οποία έχει παράλληλα και πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονομική ζωή της χώρας, λειτουργούν υπό έντονη κρατική εποπτεία. Για την άσκηση της εποπτείας αυτής, η οποία από τη φύση της δεν είναι αναγκαίο να ανατίθεται σε όργανο εντεταγμένο στο σκληρό πυρήνα του κράτους, συστάθηκε ειδικός φορέας (ΟΠΙ) ο οποίος λειτουργεί ως κοινωφελές νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού και μεριμνά για την εφαρμογή της οικείας νομοθεσίας, ενώ δεν μπορεί να έχει ως ίδιο σκοπό τη συλλογική διαχείριση πνευματικών δικαιωμάτων. Στη συνέχεια, με το ν. 4531/2018 προβλέφθηκε η δυνατότητα της κατ εξαίρεση ανάθεσης στον ΟΠΙ της διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων δικαιούχων σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ΟΣΔ ή ΑΟΔ, που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση των δικαιούχων και τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους. Οι προβλεπόμενες από το νόμο εξαιρετικές αρμοδιότητες,προσωρινού χαρακτήρα και διάρκειας δυο ετών κατ’ ανώτατο όριο, ανατίθενται στην ειδικώς προς τούτο συσταθείσα Ειδική Υπηρεσία Έκτακτης Διαχείρισης Δικαιωμάτων(ΕΥΕΔ) κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη σκέψη 7. Όπως προκύπτει δε από τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4531/2018, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό και με την αιτιολογική του έκθεση, νόμιμη προϋπόθεση για την ανάθεση στον ΟΠΙ των ανωτέρω αρμοδιοτήτων είναι η συνδρομή πραγματικών γεγονότων, τα οποία προκαλούν σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης της σχετικής αγοράς και διατάραξης της νόμιμης χρήσης πνευματικών έργων, με αποτέλεσμα να καθίσταται επισφαλής η είσπραξη και απόδοση στους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων τους. Τα γεγονότα αυτά, όπως ιδίως η ανάκληση άδειας λειτουργίας φορέα συλλογικής διαχείρισης κατέχοντος δεσπόζουσα θέση στην αγορά και η αδυναμία άμεσης κάλυψης του σχετικού κενού από άλλους φορείς, πρέπει να διαπιστώνονται και να τεκμηριώνονται με ειδικώς εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην υπουργική απόφαση περί ανάθεσης των σχετικών αρμοδιοτήτων στον ΟΠΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αυτές διατάξεις, οι δικαιούχοι διατηρούν, σε κάθε περίπτωση, το σχετικό δικαίωμα να αντιταχθούν στην ανάθεση της εκπροσώπησης τους από τον ΟΠΙ με την κοινοποίηση προς αυτόν έγγραφης δήλωσης.

10. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις (οι οποίες άλλωστε ερμηνεύθηκαν αυθεντικά με το άρθρο 85 του δημοσιευθέντος μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως νόμου 4605/19), ο ΟΠΙ δεν μεταβάλλεται, προσωρινά έστω, σε φορέα συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων ούτε καθίσταται καθολικός ή ειδικός διάδοχος ή κύριος της περιουσίας του φορέα του οποίου η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Ο ΟΠΙ δεν υπεισέρχεται στη θέση του τελευταίου, προκειμένου να ασκήσει, αντ’ αυτού, την επιχειρηματική του δραστηριότητα, αλλά, ως επιφορτισμένος με την ευθύνη για την ομαλή λειτουργία της οικείας αγοράς, ασκεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις αναγκαίες αρμοδιότητες για τη συνέχιση της προστασίας των δικαιούχων δημιουργών και ιδίως τη διασφάλιση της απόδοσης σε αυτούς των οφειλομένων ποσών, αξιογράφων, άυλων τίτλων κ.λπ. Ο ΟΠΙ εξάλλου, υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις μεταξύ δικαιούχων και φορέα συλλογικής διαχείρισης λυθείσες συμβάσεις και αποκτά πρόσβαση, ως νόμιμος χρήστης, στο φυσικό, ψηφιακό και ψηφιοποιημένο αρχείο του τελευταίου αποκλειστικά και μόνο προς εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού. Οι κατά τα ανωτέρω ανατιθέμενες στον ΟΠΙ εξαιρετικές και προσωρινού χαρακτήρα αρμοδιότητες δεν συνιστούν άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά, αντιθέτως, αποτελούν ειδικότερη εκδήλωση της, κατά συνταγματική επιταγή, ασκουμένης επί των φορέων συλλογικής διαχείρισης κρατικής εποπτείας, αποσκοπούν δε αποκλειστικά στη διαχείριση της κρίσης που δημιουργείται στην αγορά διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας φορέα που κατείχε δεσπόζουσα θέση στην εν λόγω αγορά. Κατά συνέπεια, ο ΟΠΙ δεν καθίσταται ανταγωνιστική επιχείρηση των λειτουργούντων φορέων συλλογικής διαχείρισης, οι οποίοι δεν εμποδίζονται να ασκούν τη δραστηριότητά τους προκειμένου να αποκατασταθεί το ταχύτερο δυνατόν, η ομαλή λειτουργία της οικείας αγοράς και να παύσουν οι εξαιρετικές αρμοδιότητες του ΟΠΙ. Ούτε υφίσταται, άλλωστε, κίνδυνος να καταστεί ο ΟΠΙ, εκ των πραγμάτων έστω, ανταγωνιστική επιχείρηση των λειτουργούντων στην αγορά φορέων και οντοτήτων, εκ του λόγου ότι ποιείται προσωρινά χρήση του αρχείου του φορέα του οποίου ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας. Και τούτο, διότι ο ΟΠΙ δεν καθίσταται κύριος του αρχείου ούτε δικαιούται να το διαθέτει προς τρίτους, αλλά το χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνον για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων του, υποχρεούμενος να το αποδώσει στο νόμιμο δικαιούχο αμέσως μετά τη λήξη της προσωρινής διαχείρισης.

11. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τη συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών μουσικών έργων ανέλαβε, βάσει των διατάξεων του ν. 2121/1993, κατόπιν της 9485/16.10 1997 αδείας του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 939), ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑΕΠΙ – Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕ». Το έτος 2003, κατόπιν της υπ αριθμ. 2170/6.3.2003 άδειας του αυτού Υπουργού άρχισε παραλλήλως να δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά και ο αιτών Οργανισμός, [με την επωνυμία «Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Μουσικών Πνευματικών Δικαιωμάτων Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, Αστικός Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης»] με μερίδιο κυμαινόμενο περίπου σε ποσοστό 5% της εν λόγω αγοράς. Το έτος 2017, και ενόψει καταγγελιών σε βάρος της ΑΕΠΙ εκ μέρους δημιουργών, σύμφωνα με τις οποίες δεν γινόταν διανομή των δικαιωμάτων τους, με την από 27.4.2017 πράξη της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (Τευχ. ΥΟΔΔ 202) ορίστηκε ως προσωρινός Επίτροπος της ΑΕΠΙ η κυρία Μ.Β. κατ εφαρμογή της παρ. 10 του άρθρ. 54 του παραπάνω ν. 2121/1993, αφού κρίθηκε ότι συνέτρεχε σοβαρή πιθανολόγηση ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να εισπράξει και να διασφαλίσει την απόδοση στους δικαιούχους των ποσών που δικαιούνται. Μετά τη δημοσίευση του ν. 4531/2018 (Α΄ 62/5.4.2018), ακολούθησε η ανάκληση της άδειας της ΑΕΠΙ Α.Ε. με την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/Γρ.Υπ./224747/4952 από 15/5/2018 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (Β΄ 1767), για λόγους παραβάσεως των κατά το νόμο υποχρεώσεων της που τεκμηριώνουν έλλειψη βιωσιμότητας της και αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των δικαιούχων. Κατόπιν τούτου, κατ επίκληση του άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, αποφασίσθηκε, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση (ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥΗΔ/ΔΔΑΔ/ΤΔΥΕΦ262844/18408/13772/689/4.6.2018) της αυτής Υπουργού, αφενός, η ανάθεση εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, της διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων της ΑΕΠΙ ΑΕ στην Ειδική Υπηρεσία Εκτακτης Διαχείρισης Δικαιωμάτων του ΟΠΙ, της παρ. 3 του άρθρου 11 του π.δ/τος 311/1994 και αφετέρου, ο διορισμός ως προσωρινού διαχειριστή της Μ.Β., Προϊσταμένης Επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης, με θητεία δύο (2) ετών, και με τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο 51Α του ν. 4481/2017. Ενδεικτικά αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι εξής αρμοδιότητες: – η δόμηση και τήρηση αρχείου συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των μελών της ΑΟΔ του άρθρου 50 του ν. 4481/2017, η άδεια λειτουργίας του οποίου ανακλήθηκε καθώς και των συμβάσεων εκπροσώπησης των αλλοδαπών ΟΣΔ, οι οποίες συνάπτονται αυτοδικαίως με τον ΟΠΙ, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, καθώς και κάθε νέας σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης ή εκπροσώπησης που θα συναφθεί – η δόμηση και τήρηση αρχείου τεκμηρίωσης των έργων των μελών, της Ειδικής Υπηρεσίας έκτακτης διαχείρισης και των αλλοδαπών ΟΣΔ, οι οποίοι θα εκπροσωπούνται από τον ΟΠΙ, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 51Α του ν. 4481/2017 – η οργάνωση της είσπραξης των δικαιωμάτων των μελών από όλες τις πηγές που υποχρεούνται να καταβάλλουν αμοιβή για τη χρήση των έργων των δικαιούχων πνευματικών δικαιωμάτων- η οργάνωση και διαχείριση των προβλεπόμενων στο ν. 4481/2017 για την διανομή των εσόδων από δικαιώματα στους δικαιούχους – μέλη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ορίστηκε τέλος, ότι μεταβιβάζονται στον ΟΠΙ τα χρηματικά ποσά που τηρούνται σε χωριστούς ειδικούς λογαριασμούς επ` ονόματι της «ΑΕΠΙ» και οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί ως λογαριασμοί δικαιούχων, για να τα αποδώσει στους δικαιούχους, για τον ίδιο δε σκοπό μεταβιβάζονται στον ΟΠΙ τυχόν αξιόγραφα και λοιποί άυλοι τίτλοι, οι οποίοι αφορούν σε δικαιώματα δικαιούχων και βρίσκονται στη νομή και κατοχή της ΑΕΠΙ Α.Ε.

12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, όπως και οι διατάξεις βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε, αντίκεινται α) στα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος γιατί περιορίζουν την οικονομική ελευθερία του αιτούντος Οργανισμού, ο οποίος αδυνατεί να συμμετάσχει υπό συνθήκες ισότητας στην αγορά διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αφού το μεγαλύτερο μέρος της δυνητικής του δραστηριότητας μεταβιβάζεται ήδη στον ΟΠΙ, β) στα άρθρα 102 και 106 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, διότι δια των προσβαλλομένων ρυθμίσεων ο ΟΠΙ υποκατέστησε την ΑΕΠΙ ΑΕ η οποία κατείχε υπερδεσπόζον μερίδιο της αγοράς της τάξης του 95% και έτσι κατέστη δεσπόζουσα επιχείρηση,περαιτέρω δε παραχωρούνται σε αυτόν δικαιώματα και προνόμια που οδηγούν σε κίνδυνο κατάχρησης της δεσπόζουσας αυτής θέσης και νόθευσης της δομής της αγοράς, ενώ εξάλλου, δύναται να επηρεασθεί το εμπόριο μεταξύ κρατών – μελών, και γ) στο άρθρο 106 παρ. 1 της ΣΛΕΕ σε συνδυασμό προς το αρθρ. 56 αυτής γιατί θέτοντας φραγμούς με κρατικό μέτρο στη σχετική αγορά των ΟΣΔ και ΑΟΔ που δεν είναι εγκατεστημένου στην Ελλάδα, συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι οι προσβαλλόμενες ρυθμίσεις παραβιάζουν επί μέρους διατάξεις του ν. 4481/2017 και της Οδηγίας 2014/26 και, τέλος, ότι έχουν εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας διότι με αυτές πράγματι επιδιώκεται η παγίωση της ΕΥΕΔ ως διαδόχου της ΑΕΠ.

13. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στις σκέψεις 9 και 10, η ανάθεση στον ΟΠΙ, ως αρμόδιο φορέα επιφορτισμένο με την άσκηση της κρατικής εποπτείας επί των φορέων συλλογικής διαχείρισης, των εξαιρετικών αρμοδιοτήτων του άρθρου 45 του ν. 4531/2018 δεν μετέτρεψε αυτόν σε επιχειρηματικό φορέα ανταγωνιστικό των λειτουργούντων στο πλαίσιο της αγοράς φορέων συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, (πρβλ. ΣτΕ 3316/2013, 231/2011) απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου ακυρώσεως. Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού σε συνδυασμό και με τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτει ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 45 και, συγκεκριμένα α) η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΙ, η οποία κατείχε δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά και β) η μη ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων οργανισμών που θα μπορούσαν να αναλάβουν άμεσα και αποτελεσματικά το σύνολο της σχετικής δραστηριότητας.

14. Eπειδή, στη διάταξη του άρθρου 106 της ΣΛΕΕ ορίζονται τα εξής: παρ. 1 “Τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες των Συνθηκών, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 18 και 101 μέχρι και 109, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα”,παρ. 2 «Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ΄που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των συνθηκών, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί…» ενώ στο άρθρο 102 της ίδιας Συνθήκης προβλέπεται ότι “…απαγορεύεται κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της…”

15. Επειδή, η προσωρινή ανάθεση, στον ΟΠΙ, λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του φορέα στον οποίο οι δημιουργοί είχαν αναθέσει τη διαχείριση των πνευματικών τους δικαιωμάτων, της εν λόγω διαχείρισης συνοδευόμενης από τα αναγκαία προνόμια για την αποτελεσματική άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων, δεν καθιστούν τον φορέα αυτόν επιχείριση επιφορτισμένη με τη συλλογική διαχείριση κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων της ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η ανάθεση της επίδικης δραστηριότητας στον ΟΠΙ οδηγεί σε κίνδυνο κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και νόθευσης της δομής της αγοράς, επηρεάζει δε τις διασυνοριακού χαρακτήρα συναλλαγές των ημεδαπών οργανισμών με άλλους οργανισμούς, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων της ΣΛΕΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 9 και 10 ο ΟΠΙ, κατά την άσκηση της έκτακτης διαχείρισης, δεν καθίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά και, επομένως, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω η διάταξη του ως άνω άρθρου 102 ΣΛΕΕ,περαιτέρω δε, δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 106 της ίδιας Συνθήκης, (πρβλ. ΣτΕ 1976/2013).

16. Επειδή, ο λόγος, ότι οι προσβαλλόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις παρεμποδίζουν τη δραστηριοποίηση στην αγορά των ΟΣΔ/ΑΟΔ που δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, συνιστούν ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών,όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 της ΣΛΕΕ,προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, και είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος.

17. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες ρυθμίσεις αντίκεινται στις διατάξεις του ν. 4481/2017, με τις οποίες μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη οι αντίστοιχες ρυθμίσεις της οδηγίας 2014/26/ΕΕ, δεδομένου ότι η λειτουργία και η δομή της ΕΥΕΔ του ΟΠΙ δεν ανταποκρίνονται στις νόμιμες απαιτήσεις που προβλέπονται για τους φορείς διαχείρισης τέτοιων δικαιωμάτων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το επίδικο πλαίσιο έκτακτης και προσωρινής συλλογικής διαχείρισης, το οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 45 του ν. 4531/2018 και τέθηκε σε εφαρμογή με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη, επιτρέπει κατ’ εξαίρεση την άσκηση αρμοδιοτήτων συλλογικής διαχείρισης από τον αρμόδιο εθνικό φορέα, που λειτουργεί ως κοινωφελές ν.π.ι.δ., δηλαδή εν προκειμένω τον ΟΠΙ. Όπως δε εκτίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 9 και 10, ο ΟΠΙ δεν συνιστά οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει ως προς την οργάνωση, τη δομή και λειτουργία του στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του ν. 481/2017 και το αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας 2014/26, στο οποίο εμπίπτουν οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης. Επομένως, δεν απαιτείται να πληροί ως προς την προστασία των δικαιωμάτων των δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τις προϋποθέσεις που θεσπίζει η ανωτέρω οδηγία και ο ν. 4481/2017.

18. Επειδή, τέλος, είναι απορριπτέος και ο λόγος ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας, εφόσον με αυτήν επιδιώκεται άλλος σκοπός από τον εξαγγελόμενο με την αιτιολογική έκθεση του οικείου νόμου. Και τούτο, διότι δεν αποδεικνύεται ο καταδήλως διάφορος του νόμου σκοπός που επιδιώχθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη (βλ. ΣτΕ 3135/2002 Ολομ., 3643/2009 7μ.).

19. Επειδή, κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις, πλην των παρεμβαινόντων οι οποίοι δεν νομιμοποιήθηκαν (βλ. προοίμιο, υπ’ αριθμ. Β. 2, 4, 10, 11, 12, 13, 18, 23, 28, 29, 31, 32, 35, 37, 38, 39, 44, 47 έως και 54, 57, 58, 60, 61, 62, 70 και 71 και Γ. 5).

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Δέχεται τις παρεμβάσεις, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στο αιτιολογικό (σκ. 19).

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου εκ τετρακοσίων εξήνα (460) ευρώ, καθώς και τη δικαστική δαπάνη των παρεμβαινόντων ανερχομένη στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ για κάθε μια από τις τρεις ασκηθείσες παρεμβάσεις.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2019

Η Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος                           Η Γραμματέας

Μ. Καραμανώφ                                                    Ι. Παπαχαραλάμπους

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 2020.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος          Η Γραμματέας

Αικ. Χριστοφορίδου                              Μ. Τσαπαρδώνη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ……………………………………….

Η Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος                      Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος

Το ΣτΕ δικαιώνει τη θέσπιση της ΕΥΕΔ

Το ΣτΕ δικαιώνει τη θέσπιση της ΕΥΕΔ 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Με πολύ μεγάλη χαρά και – δεν το κρύβω – προσωπική ικανοποίηση είμαι σε θέση να ενημερώσω ότι με την υπ’ αριθμό 1009/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε μόλις σήμερα, η αίτηση ακύρωσης της Αυτοδιαχείρισης κατά της Υπουργικής Απόφασης για τη σύσταση της ΕΥΕΔ απορρίφθηκε! Η παρέμβαση που είχα ασκήσει για λογαριασμό εβδομήντα δημιουργών, οι οποίοι με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και μου ανέθεσαν να τους εκπροσωπήσω ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή!
Είναι σημαντικό να θυμίσω το διακύβευμα της δίκης αυτής. Ο ΟΣΔ “Αυτοδιαχείριση” ισχυριζόταν ότι η ίδρυση της ΕΥΕΔ μετά την ανάκληση της άδειας της ΑΕΠΙ ήταν δήθεν αντισυνταγματική, δήθεν αντίθετη στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης και δήθεν αντίθετη στην εθνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία του ελευθέρου ανταγωνισμού. Η πλευρά μας ισχυρίσθηκε αντίθετα στο δικαστήριο ότι η ίδρυση της ΕΥΕΔ υπαγορεύθηκε από την ανάγκη και την έκτακτη κατάσταση που δημιούργησε το σκάνδαλο ΑΕΠΙ και η ανάκληση της άδειάς της και ότι ήταν το απαραίτητο μεταβατικό στάδιο για να ιδρύσουν οι δημιουργοί έναν δικό τους ανεξάρτητο και συνεταιριστικό Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης. Τόνισε δε ότι οι δικαστικές ενέργειες της Αυτοδιαχείρισης αποσκοπούσαν στην ουσία στον εξαναγκασμό των δημιουργών να γίνουν μέλη της.
Αν οι ισχυρισμοί της Αυτοδιαχείρισης γίνονταν δεκτοί, τότε το όλο οικοδόμημα της ΕΥΕΔ θα γκρεμιζόταν, οι εισπράξεις και οι διανομές που έκανε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της λειτουργίας της θα θεωρούνταν παράνομες και η παράδοση της σκυτάλης από την ΕΥΕΔ στην ΕΔΕΜ θα ήταν αδύνατη.
Με την απόφαση του το Συμβούλιο της Επικρατείας μας δικαιώνει πλήρως. Η απόφασή του όχι μόνο κρίνει ότι η ίδρυση της ΕΥΕΔ δεν είναι αντίθετη στη νομοθεσία προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού, αλλά και διαπιστώνει ότι η τυχόν παράλειψη της Πολιτείας να θεσπίσει ένα μεταβατικό καθεστώς θα αποτελούσε η ίδια νόθευση του ανταγωνισμού, αφού θα εξανάγκαζε τους δημιουργούς να στραφούν θέλοντας και μη στην Αυτοδιαχείριση.
Πλέον η μετάβαση από την ΕΥΕΔ στην ΕΔΕΜ δεν συναντά κανένα νομικό πρόσκομμα και οι διάφοροι ισχυρισμοί περί δήθεν αντισυνταγματικότητας και παρανόμου της διαδικασίας της μετάβασης αυτής έχουν απορριφθεί από το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφανθεί περί της βασιμότητάς τους: το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας. Και αυτό σε πείσμα διαφόρων σοφών και επαϊόντων, οι οποίοι από διάφορες θέσεις έκαναν ότι μπορούσαν για να υποσκάψουν το εγχείρημα της χειραφέτησης των δημιουργών. Πρέπει δε να τονισθεί ότι οι όποιοι δισταγμοί του Υπουργείου Πολιτισμού εξακολουθούσαν να προβάλλονται εν αναμονή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι πλέον άνευ αντικειμένου.
Ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσους αφανώς μεν, ουσιαστικά δε, συνέβαλαν στη σωστή και αποτελεσματική κατάστρωση και ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας μας στο Δικαστήριο και πρώτες βέβαια από όλους μεταξύ τους τις ακάματες συναδέλφους και φίλες Αγγελική Κανελλοπούλου και Αγγελική Δημακοπούλου, η συμβολή των οποίων στο όλο εγχείρημα της χειραφέτησης των δημιουργών είναι τεράστια.
Και βεβαίως, ευχαριστώ από καρδιάς τους δημιουργούς για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν, αναθέτοντάς μου να προβάλω και να υπερασπισθώ την υπόθεσή τους στο δικαστήριο. Εύχομαι η επιτυχία που καταφέραμε να βοηθήσει Έλληνες και ξένους να αντιληφθούν ότι θα πρέπει να σεβασθούν τη βούληση της τεράστιας πλειοψηφίας των Ελλήνων δημιουργών και να παύσουν να την υπονομεύουν.

Πλειστηριασμός πλοίου. Έννοια “τελευταίου λιμένα”

Πλειστηριασμός πλοίου. Έννοια “τελευταίου λιμένα” 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

thumbs.dreamstime.com/b/detail-huge-old-ship-ch...

Άρειος Πάγος (Α2 Τμήμα)

Αριθμός απόφασης: 1421/2019

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2020, σελ. 130.

Πρόεδρος: Γ. Λέκκας (Aντιπρόεδρος Αρείου Πάγου)

Εισηγήτρια: Μ. Κουβίδου (Aρεοπαγίτης)

Δικηγόρος αναιρεσείοντος: Γ, Φώσκολος

Δικηγόρος αναιρεσιβλήτου: Ι. Δεληκωστόπουλος, Γ. Κοπακάκης

 

Π ε ρ ί λ η ψ η

Πλειστηριασμός πλοίου. Η σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων διέπεται από το δίκαιο του τόπου διενέργειας του πλειστηριασμού (lex   fori). Σε περίπτωση κατάσχεσης και πλειστηριασμού στην Ελλάδα πλοίου με αλλοδαπή σημαία κατατάσσονται ως προνομιακές, πράγμα που σημαίνει   ότι προηγούνται της ναυτικής υποθήκης, όσες απαιτήσεις θεωρούνται προνομιακές και κατά το δίκαιο του κράτους της σημαίας. Ποιες απαιτήσεις θεωρούνται προνομιακές κατά τον ΚΙΝΔ. Κατάσχεση πλοίου με σημαία Παναμά. Η έννοια των εξόδων συντήρησης του πλοίου, η απαίτηση απόδοσης των οποίων έχει προνομιακό χαρακτήρα, είναι όμοια τόσο κατά το ελληνικό δίκαιο όσο και κατά το δίκαιο του Παναμά. Πρόκειται δε για τα ποσά που δαπανήθηκαν μετά την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, όπου επακολούθησε η κατάσχεσή του, και τα οποία ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν από την πάροδο του χρόνου και από τη λειτουργία του, έτσι ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στον λιμένα αναλλοίωτο μέχρι τον πλειστηριασμό του. Αντιθέτως, δεν απολαύουν προνομίου οι δαπάνες εκμετάλλευσης του πλοίου και οι δαπάνες για την    επισκευή του, εφόσον αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασής του και στην εντεύθεν επαύξηση της αξίας του. Ως “τελευταίος λιμένας” κατά τα προαναφερθέντα θεωρείται εκείνος στον οποίο κατέπλευσε το πλειστηριασθέν πλοίο πριν από την κατάσχεσή του, από τον οποίο εν συνεχεία παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει εξαιτίας αυτής, και όχι εκείνος από τον οποίο απαγορεύθηκε ο απόπλους του δυνάμει προσωρινής διαταγής·    η αυτοδύναμη κίνηση του πλοίου προς τον λιμένα δεν επηρεάζει τον ως άνω χαρακτηρισμό.

Σ χ ε τ ι κ έ ς Δ ι α τ ά ξ ε ι ς

Διατάξεις: άρθρ. 9, 205 ΚΙΝΔ· ΚΠολΔ 1012

K ε ί μ ε ν ο α π ό φ α σ η ς

[…Κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου σύνταξης του ένδικου πίνακα κατάταξης (29.2.2012), σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ., κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρ. 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε πλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά όμως κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Συνεπώς, αν πλειστηριάστηκε στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοιά τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002, ΑΠ 284/1999). Εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και πλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρ. 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. Κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 214 Ν. 4072/2012, δηλ. το χρόνο κατάρτισης του πίνακα κατάταξης «είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξη μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, ως και τα από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, β) οι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσες απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως αυτών δικαιώματα του NAT. κλπ, γ) τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) οι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις στα πλοία, τους επιβάτες και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι μεταξύ άλλων απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, δηλαδή σ’ εκείνο που επακολούθησε λόγω της κατάσχεσής του η παρακώλυση της τελευταίας ναυσιπλοΐας (ΑΠ 52/1995). Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 295/2002, ΑΠ 52/1995, ΑΠ 284/1989).

Περαιτέρω η Δημοκρατία του Παναμά δεν έχει προσχωρήσει στις Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10-4-1926 και της 27-5-1967 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες.» Ωστόσο, αρκετές διατάξεις των εν λόγω διεθνών συμβάσεων έχουν περιληφθεί στο εθνικό της δίκαιο (άρ. 1507 αρ. 11 του Εμπορικού Κώδικα) στο οποίο τα συγκεκριμένα ζητήματα διέπονται από τον Κώδικα Ναυτικής Δικονομίας (Maritime Procedural Code, Νόμος No 8 της 30-3-1982) ως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο No 11 της 23-05-1986, το Νόμο No 23 της 01-06-2001 και το Νόμο 12 της 23-01-2009 και ισχύει, καθώς και από το Νόμο 55 του 2008. Σύμφωνα με τον άνω Κώδικα, ένα πλοίο μπορεί να κατασχεθεί ή να διαταχθεί δικαστικώς η απαγόρευση του απόπλου του για κάθε είδους απαίτηση προερχόμενη από ναυτιλιακή εμπορική συναλλαγή, υπό τον όρο ότι αυτή στρέφεται σε βάρος του πλοιοκτήτη ή έχει εξασφαλιστεί με ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου. Αν και στον Κώδικα δεν υπάρχει ρητός ορισμός των ναυτικών προνομίων, ως τέτοια νοούνται οι προνομιούχες απαιτήσεις επί πλοίου ή άλλης ναυτικής περιουσίας αναφορικά με παρασχεθείσες σε αυτό υπηρεσίες ή προκληθείσες από αυτό ζημίες. Το άρθρο 244 του Νόμου 55 του 2008 ορίζει σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου ως προνομιούχες απαιτήσεις επί αυτού (του πλοίου) και του ναύλου τις εξής: 1) τα δικαστικά έξοδα, τα οποία έγιναν προς το κοινό συμφέρον των ναυτικών πιστωτών, 2) τις δαπάνες αποζημιώσεως και τους μισθούς για την επιθαλάσσια αρωγή και τη διάσωση, οι οποίες οφείλονται για το τελευταίο ταξίδι, 3) τους μισθούς, τις αμοιβές και τις αποζημιώσεις, οι οποίες οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι, 4) τη ναυτική υποθήκη, 5) τα ποσά που οφείλονται στο Κράτος για ετήσιους φόρους και τέλη του πλοίου, 6) τους οφειλόμενους στους στοιβαδόρους και στους εργάτες της προκυμαίας μισθούς και αμοιβές, οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί αμέσως από τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή ή τον πλοίαρχο κατά τη φόρτωση ή εκφόρτωση του πλοίου κατά τον τελευταίο κατάπλου, 7) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις για τις ζημίες προκληθείσες από υπαιτιότητα ή από αμέλεια, 8) τα οφειλόμενα ποσά λόγω συνεισφοράς σε κοινές αβαρίες, 9) τα οφειλόμενα ποσά λόγω υποχρεώσεων συναφθεισών για τις ανάγκες ή τον ανεφοδιασμό του πλοίου, 10) το ληφθέν ναυτοδάνειο επί του κύτους του πλοίου και των εξαρτημάτων του για τα εφόδια του εξοπλισμού και την προετοιμασία, εάν η σύμβαση καταρτίστηκε και υπογράφτηκε πριν τον απόπλου του πλοίου από το λιμένα, στον οποίο οι υποχρεώσεις αυτές έχουν συναφθεί, ως και τις ασφαλιστικές εισφορές για τους τελευταίους έξι μήνες, 11) τους μισθούς των πιλότων, των φυλάκων και τις δαπάνες συντηρήσεως και φυλάξεως του πλοίου, των εξαρτημάτων και των εφοδίων του μετά το τελευταίο ταξίδι και την είσοδο στον λιμένα, 12) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις στους φορτωτές και τους επιβάτες για πλημμελή παράδοση των φορτωθέντων ή ζημία αυτών, οφειλόμενη στον πλοίαρχο ή το πλήρωμα κατά το τελευταίο ταξίδι και 13) το τίμημα της τελευταίας αγοράς του πλοίου και των οφειλόμενων τόκων των τελευταίων δύο ετών. Σύμφωνα με την άνω διάταξη, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου εφόσον πραγματοποιήθηκαν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, δηλαδή σε εκείνο στο οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από το οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει λόγω της κατάσχεσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση. Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης θεωρούνται, κατά το παναμαϊκό δίκαιο, όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Ειδικότερα, ως έξοδα συντήρησης του πλοίου νοούνται, ειδικότερα όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, όπου επακολούθησε η κατάσχεση, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν από την πάροδο του χρόνου και από τη λειτουργία του, ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα και μέχρι τον πλειστηριασμό του σώο και αναλλοίωτο. Το συγκεκριμένο προνόμιο αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων του πλοιοκτήτη, αλλά ενεργεί και επ’ ωφελεία του συνόλου των δανειστών. Συνεπώς, σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας του Παναμά δεν απολαμβάνουν το εν λόγω προνόμιο όλα ανεξαιρέτως τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο προς το σκοπό διατήρησής του μετά την ακινησία του και ενόψει της πλειστηριασμού αυτού. Έτσι, δεν εξασφαλίζονται με προνόμιο οι κάθε φύσεως δαπάνες εκμετάλλευσης του πλοίου σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και οι κάθε φύσεως δαπάνες για την επισκευή του πλοίου, που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασής του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έννοια των εξόδων συντήρησης του πλοίου που έχουν προνομιακό χαρακτήρα και προηγούνται της ναυτικής υποθήκης είναι όμοια τόσο κατά το Ελληνικό Δίκαιο όσο και κατά το δίκαιο του Παναμά. Εξάλλου, κατά το παναμαϊκό δίκαιο, ως «δικαστική επιμέλεια» πλοίου (custody of law, custodia legis) νοείται το καθεστώς στο οποίο τελεί πλοίο που βρίσκεται σε αναμονή υπό φυσική δέσμευση, επειδή του απαγορεύθηκε ο απόπλους. Στην περίπτωση αυτή, οι απαιτήσεις για φύλαξη και συντήρηση του πλοίου δεν εξοπλίζονται με προνόμιο αυτοτελώς ως εντασσόμενες στην περίπτωση 11 του άρθρου 244 του άνω Νόμου 55 του 2008, αλλά τα ποσά που δαπανήθηκαν για τη συντήρηση και τη φύλαξη του πλοίου μετά την ως άνω φυσική δέσμευσή του θεωρούνται έξοδα διενεργηθέντα διαρκούσης της δικαστικής επιμέλειας αυτού και χαρακτηρίζονται ως δικαστικά έξοδα υπαγόμενα στην περίπτωση 1 του άρθρου 244 του ίδιου Νόμου, τα οποία κατατάσσονται προνομιακώς μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έξοδα υπό το καθεστώς της «custodia legis»: α) έχουν διαταχθεί (ί) από το λιμενάρχη ή (ii) από το Δικαστήριο του πλειστηριασμού ή β) έχουν προκαταβληθεί από τον αιτηθέντα τη συντηρητική κατάσχεση ή την δικαστική απαγόρευση του απόπλου του πλοίου στο Λιμενάρχη για τις συγκεκριμένες αιτίες. Σε περίπτωση μη συνδρομής μίας εκ των άνω περιοριστικά αναφερομένων στο νόμο προϋποθέσεων, οι συγκεκριμένες δαπάνες δεν διαθέτουν ναυτικό προνόμιο και κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις των ενυπόθηκων δανειστών. Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάστηκε. Σύμφωνα με το παναμαϊκό δίκαιο, το λιμάνι αυτό δεν θεωρείται ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου» με την έννοια του άρθρου 244 περ. 11 του Νόμου 55/2008, γιατί στην περίπτωση παροπλισμού πλοίου η ακινητοποίηση αυτού και η παρακώλυση απόπλου του δεν σχετίζεται με την επιβληθείσα κατάσχεση και τον επισπευδόμενο πλειστηριασμό. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες φύλαξης και συντήρησής του, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα αυτό, δεν καλύπτονται από το προνόμιο του άρθρου 244 περ. 11 του Νόμου 55 του 2008, γιατί συντελούνται σε χρόνο και για λόγο μη συνδεόμενο με την κατάσχεση. Για την ίδια αιτία οι συγκεκριμένες δαπάνες δεν θεωρούνται δικαστικά έξοδα, εντασσόμενα στην πρώτη περίπτωση του ίδιου άρθρου και δεν απολαμβάνουν ούτε του προνομίου της περίπτωσης αυτής (ΑΠ 1556/2017, ΑΠ 533/2015, ΑΠ 295/2002, ΑΠ 52/1995). […]

Περαιτέρω, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα του προνομίου της ένδικης απαίτησης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το εκπλειστηριασθέν πλοίο είχε σημαία Παναμά και, επομένως, ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας των αμφισβητούμενων απαιτήσεων κρίνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο της χώρας αυτής, σύμφωνα με την δεύτερη μείζονα σκέψη, ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως αυτών, εφόσον εξοπλίζονται με προνόμιο επί του πλοίου κρίνεται με βάση το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης, δηλαδή το ελληνικό, στο οποίο, εξάλλου, υποβλήθηκαν τα διάδικα μέρη, ως το δίκαιο με το οποίο συνδέεται στενότερα η απαίτηση, αφού η πραγματική έδρα της οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας εταιρείας βρισκόταν στη Ελλάδα, που ήταν και ο τόπος παροχής των πιστώσεων και καταβολής των δαπανών για τη συντήρηση του πλοίου. Το εν λόγω πλοίο κατέπλευσε στη ράδα Πειραιώς στις 26.7.2011, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. Πρωτ. […]/10/2012 βεβαίωση του Β΄ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς. Μετά τη μεθόρμισή του στον Πειραιά, δυνάμει σύμβασης έργου, που καταρτίσθηκε στο Πέραμα, την 4.8.2011, μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας «[…]» και του ανακόπτοντος Ν. Π., κατόπιν εγγράφου προσφοράς του τελευταίου, αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει εργασίες καθαρισμού στα πέντε (5) κύτη του πλοίου συνολικής επιφάνειας 15.000 τ.μ., αντί συμφωνηθείσας αμοιβής ύφους 120.000 Ευρώ, ήτοι 8 ευρώ ανά τ.μ. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, ο ανακόπτων εκτέλεσε επί του πλοίου τις συμφωνηθείσες εργασίες, κατά το χρονικό διάστημα από 8.8.2011 έως 22.8.2011 αφού προηγουμένως του χορηγήθηκε από την αρμόδια Λιμενική Αρχή η με αριθμό πρωτοκόλλου […]/2011 άδεια εκτέλεσης ψυχρών εργασιών, στις οποίες απασχολήθηκαν τα άτομα, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στη συνημμένη κατάσταση μελών του συνεργείου. Οι εργασίες που εκτέλεσε ο ανακόπτων συνίσταντο, ειδικότερα, σε υδροβολή των πέντε (5) κυτών εκτάσεως 15.000 τ.μ., ήτοι σε καθαρισμό αυτών με ρίψη νερού υψηλής πίεσης με τζετ (H.P.F.W.J.) 1000 bars, σε περισυλλογή των καταλοίπων υδροβολής και το χρωματισμάτων επιφανειών τους με δύο στρώσεις Primer, μια στρώση τελικού και μία στρώση Stripe coat. Μολονότι αυτός εκπλήρωσε, όπως ισχυρίζεται, τη συμβατική του υποχρέωση δεν εισέπραξε τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, οπότε άσκησε κατά της οφειλέτιδος την από 22-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου […]/2011 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα ναυτικών διαφορών), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό …/2012, ερήμην της εναγομένης, απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη και εδώ οφειλέτιδα-πλοιοκτήτρια να καταβάλει στον ενάγοντα και εδώ ανακόπτοντα το συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την 1.10.2011 μέχρι την εξόφληση αυτού. Ακολούθως, ενόψει και σε συνέχεια αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων τρίτης εταιρίας με την επωνυμία «[…]», δανείστριας της άνω πλοιοκτήτριας, στρεφόμενης κατά της τελευταίας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου, ο Δικαστής του άνω Δικαστηρίου χορήγησε την από 6.10.2011 προσωρινή διαταγή απαγόρευσης του απόπλου του πλοίου από το αγκυροβόλιο (ράδα) Πειραιώς και της νομικής και πραγματικής μεταβολής αυτού. Συμπληρωματικά προς την αμέσως πιο πάνω αίτηση και προς επίρρωση της πιθανολόγησης περί συνδρομής επικειμένου κινδύνου, η ίδια ως άνω τρίτη δανείστρια εταιρία [ισχυρίστηκε με το με αρ. κατ. […]/2011 δικόγραφό της ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, ότι το εν λόγω πλοίο ευρισκόμενο προς το παρόν στον Πειραιά, περνώντας ενδιάμεση επιθεώρηση, επρόκειτο να πωληθεί, όπως είχε διαρρεύσει στους εγχώριους και διεθνείς κύκλους των μεσιτών πλοίων, και οι ενδιαφερόμενοι καλούνταν να υποβάλουν τις προσφορές τους. Λίγο αργότερα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της εδώ καθής η ανακοπή κατά της οφειλέτιδας-πλοιοκτήτριας, εκδόθηκε, συναινούσης και της ως άνω τρίτης δανείστριας, η με αριθμό […]/21.10.2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία επετράπη η μετακίνηση με ρυμουλκό του εν λόγω πλοίου από τη θέση «[…]» της ράδας Σαλαμίνας, όπου ευρισκόταν τότε, στο χώρο των παροπλισμένων πλοίων του Λιμένα Ελευσίνας, υπό τους όρους α) συνοδείας του από λιμενικό όργανο και β) ασφάλισής του για τους κινδύνους που ενδεχομένως θα αντιμετώπιζε στη διάρκεια του πλου. Πράγματι, στις 11.11.2011, το πλοίο απέπλευσε από το αγκυροβόλιο του Πειραιά και κατέπλευσε ρυμουλκούμενο εντός της περιοχής του κόλπου της Ελευσίνας, στο χώρο παροπλισμένων πλοίων στην περιοχή «ΒΛΥΧΑ», όπου παρέμεινε ακινητοποιημένο μέχρι την 18.1.2012, οπότε και απέπλευσε για Τουρκία, γεγονός που αδιαμφισβήτητα αποδεικνύεται από το με αρ. πρωτ. […]/2015 έγγραφο του Τομέα Λιμενικής Αστυνομίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, ενώ, εν τω μεταξύ, στις 29.11.2011, επιβλήθηκε σε αυτό, ενόσω βρισκόταν δηλαδή στη ράδα Ελευσίνας, η προκειμένη αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει της […]/24.11.2011 διαταγής πληρωμής τους Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για το ποσό των 150.000 €, πλέον των εξόδων και ακολούθησε ο πλειστηριασμός αυτού, ως ανωτέρω. Ο ανακόπτων, με την από 23.1.2012 αναγγελία του, ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη στον προσβαλλόμενο πίνακα για την προμνημονευόμενη απαίτησή του, ήτοι για κεφάλαιο ύψους 120.000 ευρώ, για νόμιμους τόκους επί του κεφαλαίου, από 29.11.2011 (ημερομηνία επίδοσης στην οφειλέτρια της αγωγής του) μέχρι το χρόνο της αναγγελίας, ύψους 1.535,42 ευρώ και για νόμιμους τόκους επί του ανωτέρω κεφαλαίου από την 20.1.2012, ημερομηνία κατά την οποία ασκήθηκε η ανακοπή και επί μία τουλάχιστον τριετία που θα απαιτείτο μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, ανερχόμενους σε 31.500 ευρώ, ήτοι συνολικά για ποσό 153.035,42 ευρώ και, με βάση την ισοτιμία ευρώ προς δολάρια ΗΠΑ κατά την ημέρα άσκησης της αναγγελίας, για ποσό 200.552,91 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ προς δολάρια ΗΠΑ, που ίσχυε στις 11.1.2012, ημέρα του πλειστηριασμού. Με βάση τα άνω γεγονότα, που αποδείχθηκαν πλήρως, «τελευταίος λιμένας», στον οποίον κατέπλευσε το πλοίο πριν την κατάσχεσή του, είναι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην δεύτερη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο λιμένας Ελευσίνας, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η καθής-εκκαλούσα και όχι αυτός του Πειραιά, όπου είχαν πραγματοποιηθεί οι εργασίες συντήρησης. Συνεπώς, εφόσον οι επίμαχες εργασίες συντήρησης του πλοίου δεν διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, ήτοι στην Ελευσίνα, αλλά στον λιμένα Πειραιά, κατά την περίοδο 8-8-2011 έως 22-8-2011, ενώ στη συνέχεια το πλοίο κατέπλευσε στη Σαλαμίνα στη ράδα της περιοχής «Περιστέρια», και, τέλος, η κατάσχεση επεβλήθη στις 29-11-2011 στο λιμένα Ελευσίνας, όπου είχε εν τω μεταξύ μετακινηθεί για τους ανωτέρω λόγους, μετά την επιβολή της απαγόρευσης του απόπλου του, δηλαδή εκτελέστηκαν αυτές πολύ πριν τον κατάπλου του στο τελευταίο, πριν τον πλειστηριασμό λιμάνι της κατάσχεσης, όχι για τη διατήρηση της αξίας του, αλλά για λόγο και σε χρόνο μη συνδεόμενο με την κατάσχεση, η αναγγελθείσα ένδικη απαίτηση του ανακόπτοντος, που πηγάζει από αυτές, δεν απολαύει του προαναφερόμενου προνομίου του άρθρου 205 περ. β’ του ΚΙΝΔ (ΑΠ 681/2004 ΕΕμπΔ 2004, 606, ΧρΙΔ 2004, 998, ΑΠ 295/2002 ΕΝαυτΔ 30, 117, ΕλΔ 44, 153, ΕφΠειρ 933/2006 ΕΝαυΔ 35, 49, ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006, 270). Ορθώς, επομένως δεν εχώρησε κατάταξη της ένδικης απαίτησης πριν την εξοπλισμένη με πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαίτηση της καθής η ανακοπή ενυπόθηκης δανείστριας στον προσβαλλόμενο πίνακα, αφού δεν πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των άνω περί προνομίου διατάξεων». Με βάση τις ανωτέρω αιτιολογίες, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως δε κράτησε και δίκασε την ανωτέρω ανακοπή, την οποία απέρριψε. Το Εφετείο με το να απορρίψει την ένδικη ανακοπή του αναιρεσίβλητου, ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 205 περ. α του Κ.Ι.Ν.Δ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του ένδικου πίνακα κατάταξης, αλλά και την ταυτόσημη διάταξη του άρθρου 244 περ. 11 του ν. 55/2008 της Δημοκρατίας του Παναμά, καθόσον με βάση τα ανελέγκτως πιο πάνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα α) ότι η κατάσχεση του πλοίου έλαβε χώρα εντός του λιμένα Ελευσίνας στις 29-11-2011, στον οποίο είχε μετακινηθεί από 11-11-2011, υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες περιστάσεις, και β) ότι οι ένδικες εργασίες εκτελέστηκαν στο λιμένα του Πειραιά 8-8-2011 έως 22-8-2011, δηλαδή σε χρόνο πολύ προγενέστερο της κατάσχεσης (29-11-2011) αλλά και της προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του πλοίου (6-10-2011), όχι για τη διατήρηση της αξίας του πλοίου, αλλά για λόγο και σε χρόνο μη συνδεόμενο με την κατάσχεση, συνάγεται αφ’ ενός ότι ο λιμένας Ελευσίνας είναι ο τελευταίος λιμένας, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, ενόψει του ότι σ’ αυτόν κατέπλευσε το πλειστηριασθέν πλοίο πριν την κατάσχεση του, σ’ αυτόν επιβλήθηκε η κατάσχεση και παρακωλύθηκε η περαιτέρω ναυσιπλοΐα, και αφ’ ετέρου ότι η αναγγελθείσα ένδικη απαίτηση του ανακόπτοντος, που πηγάζει από τις ανωτέρω εργασίες, δεν απολαύει του πιο πάνω προνομίου που προβλέπουν οι προαναφερόμενες διατάξεις του ελληνικού και αλλοδαπού δικαίου που εφαρμόστηκαν. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι τελευταίος λιμένας είναι αυτός του Πειραιά, όπου κατέπλευσε αυτοδύναμα το πλοίο εκπληρώνοντας οικονομική δραστηριότητα και από τον οποίο κατόπιν προσωρινής διαταγής απαγορευόταν η μετακίνηση του και όχι αυτός της Ελευσίνας, όπου το πλοίο μετακινήθηκε κατόπιν δικαστικής απόφασης, ρυμουλκούμενο, με πλοηγό και συνοδεία λιμενικού οργάνου, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου είναι αυτός στον οποίο επιβλήθηκε η αναγκαστική κατάσχεση και παρακωλύθηκε λόγω αυτής η περαιτέρω ναυσιπλοΐα, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό αυτό η αυτοδύναμη κίνηση του πλοίου, ούτε να αρκεί η έκδοση προσωρινής διαταγής που απαγορεύει τη μετακίνηση όπως αβάσιμα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Οι περαιτέρω αιτιάσεις που προβάλλονται με τον ίδιο λόγο ότι οι ένδικες εργασίες έγιναν για τη συντήρηση, διαφύλαξη και τη διατήρηση σώου του πλοίου και για την αποφυγή μείωσης της αξίας του, απαραδέκτως προβάλλονται, ως πλήττουσες την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας…].

Ερμηνεία σύμβασης μετόχων για την είσοδο στρατηγικού επενδυτή

Ερμηνεία σύμβασης μετόχων για την είσοδο στρατηγικού επενδυτή 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Άρειος Πάγος (Α2 Τμήμα)

Αριθμός απόφασης: 1134/2019

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2019, σελ. 658.

Πρόεδρος: Ιωσήφ Ταλαγανίδης (Aντιπρόεδρος Αρείου Πάγου)

Εισηγήτρια: Κ. Μαυρικοπούλου (Aρεοπαγίτης)

Δικηγόροι αναιρεσείοντος: Ι. Δεληκωστόπουλος, Γ. Κοπακάκης

Δικηγόρος αναιρεσιβλήτου: Κ. Μακαρώνας

 

Π ε ρ ί λ η ψ η

Ερμηνεία δικαιοπραξιών (ΑΚ 173 και 200). Παράλληλη σύναψη αφενός σύμβασης αγοράς μετοχών ανώνυμης εταιρείας από αλλοδαπό επενδυτή και αφετέρου συμφωνητικού μετόχων (ιδίως σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος ψήφου και τη διοίκηση της εταιρείας). Υπαναχώρηση του επενδυτή-αγοραστή από τη σύμβαση πώλησης των μετοχών λόγω αθέτησης του συμφωνητικού μετόχων εκ μέρους των πωλητών. Αναζήτηση του βαθμού εξάρτησης μεταξύ των δύο ως άνω συμβάσεων· ιδίως εξέταση του ζητήματος αν η παραβίαση του συμφωνητικού των μετόχων, και ειδικότερα η παράλειψη εξασφάλισης υπέρ του επενδυτή της δυνατότητας ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση της εταιρείας, συνιστά ουσιώδη παραβίαση και της σύμβασης πώλησης των μετοχών. Αναιρείται η απόφαση του Εφετείου διότι κατά τη διαδικασία ανεύρεσης της αληθινής βούλησης των μερών το δικαστήριο αρκέστηκε στη γραμματική ερμηνεία των επίμαχων συμφωνιών, χωρίς να λάβει υπόψη του περιστατικά κρίσιμα κατά την καλή πίστη για τον εντοπισμό του αμοιβαία αποδεκτού νοήματος των δηλώσεων βουλήσεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 200 ΑΚ (όπως π.χ. τον οικονομικό σκοπό των παραπάνω συμβάσεων, τα δικαιολογημένα συμφέροντα της αναιρεσείουσας εταιρείας, ως αλλοδαπού επενδυτή στην Ελλάδα, τη συνηθισμένη σε τέτοιες συναλλαγές εξασφάλιση της συμμετοχής του επενδυτή στη διοίκηση της εταιρείας κ.ά).

Σ χ ε τ ι κ έ ς Δ ι α τ ά ξ ε ι ς

Διατάξεις: ΑΚ 173, 200

K ε ί μ ε ν ο α π ό φ α σ η ς

[…Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα περιστατικά: «… Οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι (και ήδη αναιρεσίβλητοι) ήταν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία N.» και με διακριτικό τίτλο «N. ΑΕ», η οποία είχε συσταθεί με την 13510/4.4.1994 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Κ., σε συνδυασμό με την 13544/21.4.1994 διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου και της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 5.430.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.357.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 ευρώ εκάστη. Από τις μετοχές αυτές 1.018.125, που αντιπροσωπεύουν το 75% του συνόλου, ανήκαν στον πρώτο εναγόμενο και 339.375 που αντιπροσωπεύουν το 25% του συνόλου, ανήκαν στο δεύτερο εναγόμενο. Αντικείμενο δραστηριότητας της εταιρείας ήταν η παραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία ελαιολάδου και σπορέλαιων, καθώς και η εμπορία δημητριακών, τυριών, γάλακτος και ζυμαρικών. Μεταξύ των εφεσίβλητων-εναγομένων, μετόχων της ανωτέρω εταιρείας και της εκκαλούσας- ενάγουσας (και ήδη αναιρεσείουσας), στις 13.3.2008, καταρτίστηκαν Τεύχος    Ιανουαρίου       δύο συμβάσεις και ειδικά η από 13.3.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας και το με ίδια ημερομηνία συμφωνητικό μετόχων. Με την πρώτη εξ αυτών σύμβαση πώλησης μετοχών και σύμφωνα με τον όρο 05 της σύμβασης, ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει στην ενάγουσα 325.800 μετοχές και ο δεύτερος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει σε αυτήν 135.750 μετοχές, έτσι ώστε η ενάγουσα να λάβει συνολικά 461.550 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 34% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, ενώ ο πρώτος εκ των εναγομένων να κατέχει, μετά την ολοκλήρωση της πώλησης, 692.325 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 51% και ο δεύτερος 203.625 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 15% του μετοχικού κεφαλαίου. Το συνολικό τίμημα για την πώληση των μετοχών συμφωνήθηκε (όρος 07 της σύμβασης) στο ποσό των 7.820.000 ευρώ, (5.520.000 ευρώ στον πρώτο εναγόμενο και 2.300.000 ευρώ στον δεύτερο εναγόμενο). Το τίμημα προσδιορίστηκε, κατά τον όρο 07.02, στο παραπάνω ποσό με βάση τη συμφωνηθείσα εκτίμηση της εταιρείας στο συνολικό ύψος των 23.000.000 ευρώ, που έγινε με τη μέθοδο της προεξόφλησης των ταμειακών ροών και με βάση τις δηλώσεις, υποσχέσεις και εγγυήσεις των πωλητών-εναγομένων, που αναφέρονται στον όρο 09 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο οι πωλητές, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο έναντι της αγοράστριας, υπόσχονται ότι έχουν την πλήρη κυριότητα των μετοχών, ότι η μεταβίβαση των μετοχών δεν είναι αντίθετη με τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι τρίτων, ότι οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας έχουν συνταχθεί νόμιμα και με ακρίβεια αποτυπώνουν την αληθή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, ότι δεν έχει επέλθει και δεν θα επέλθει μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών δυσμενής μεταβολή στην νομική, οικονομική ή επιχειρηματική κατάσταση της εταιρείας, ότι αυτή είναι κυρία των συγκεκριμένων ακινήτων, ότι η εταιρεία δεν οφείλει ποσά προς τρίτους, πέραν των συνήθων συναλλαγών αυτής, ότι τηρεί τις φορολογικές της υποχρεώσεις και ότι δεν υφίστανται γεγονότα που να απειλούν επιβολή προστίμων ή έγερση αξιώσεων κατ’ αυτής, ούτε υφίστανται εκκρεμείς υποχρεώσεις προς τρίτους, πέραν του τραπεζικού δανεισμού και των υποχρεώσεων της εταιρείας από τις συνήθεις συναλλαγές της. Περαιτέρω, με τον όρο 08 της σύμβασης ρυθμίζεται η καταβολή του τιμήματος και ειδικά ότι θα καταβαλλόταν αυτό με δύο ή περισσότερες επιταγές που θα παραδίδονταν αντίστοιχα σε κάθε ένα πωλητή, εφόσον συνέτρεχαν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) καταβολή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του φόρου μεταβίβασης για την εν λόγω πώληση μετοχών, 2) ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών με υπογραφή των πράξεων μεταβίβασης των μετοχών προς την αγοράστρια και καταχώρηση μερίδας της αγοράστριας στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, 3) υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων που προβλέπεται στον όρο 14, 4) συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας κατά την οποία α) θα παραιτούνταν τρία μέλη του υφισταμένου επταμελούς διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και στη θέση τους θα ορίζονταν προσωρινοί σύμβουλοι οι P.Ρ., D.P. και L.P. και β) θα αποφασιζόταν η έκδοση προσωρινών τίτλων για όλες τις μετοχές της εταιρείας και 5) έκδοση με βάση την ανωτέρω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου στο όνομα της αγοράστριας προσωρινού τίτλου μετοχών για όλες τις μετοχές και παράδοση του σε αυτήν και επιπλέον ότι ποσοστό 15% του τιμήματος θα πιστωθεί και θα κατατεθεί ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή του 85% του τιμήματος στον προβλεπόμενο στον όρο 12 της σύμβασης τραπεζικό λογαριασμό που θα ανοιχθεί επ’ ονόματι των δύο πωλητών και της αγοράστριας, προκειμένου να καταβληθεί αργότερα στους πωλητές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους όρους 12 και 13. Επίσης, με τον όρο 11 της σύμβασης, που αφορά τις αποζημιώσεις, συμφωνήθηκε ότι στην περίπτωση που οι δοθείσες με τον όρο 9 υποσχέσεις και εγγυήσεις αναδειχθούν ανακριβείς ή δεν τηρηθούν και επέλθει εξ αυτού οικονομική ζημία είτε της αγοράστριας είτε της εταιρείας, οι πωλητές αναλαμβάνουν, σε ολόκληρο ο καθένας, την υποχρέωση να αποζημιώσουν την αγοράστρια, αν μεν η ζημία επέλθει στην τελευταία, με την καταβολή ποσού ίσου με την ζημία που υπέστη, αν δε επέλθει στην εταιρεία είτε με την καταβολή ποσού ίσου με το ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία είτε με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με ποσό ίσο με τη ζημία, αύξηση που θα καλύψουν οι πωλητές. Τέλος, με τον όρο 14 της σύμβασης, που αφορά το συμφωνητικό μετόχων, συμφωνήθηκε ότι αμέσως με την υπογραφή της παρούσας σύμβασης, θα υπογραφεί μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνητικό μετόχων που θα περιέχει πρόσθετες συμφωνίες μεταξύ αυτών, τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τον τρόπο αναδιάρθρωσης και εφεξής διοίκησης αυτής, τις απαραίτητες τροποποιήσεις του καταστατικού κλπ. Ακολούθως, με τη δεύτερη σύμβαση, που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων την ίδια ημερομηνία (13.3.2008) και τιτλοφορείται «συμφωνητικό μετόχων» γίνεται αρχικά αναφορά περί της σύναψης της σύμβασης πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας, που ήδη ανωτέρω αναφέρεται και της μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας, όπως θα διαμορφωθεί με την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών. Στη συνέχεια με τον όρο 03 του συμφωνητικού, οι συμβαλλόμενοι εκθέτουν ότι δικαιοπρακτικό θεμέλιο για τη σύναψη της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις ακόλουθες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ περίπου και ειδικά […]. Ακολούθως, με τον όρο 05 του συμφωνητικού ορίζουν ότι μετά τα ανωτέρω και προκειμένου τα συμβαλλόμενα μέρη να αποσαφηνίσουν τις σχέσεις και υποχρεώσεις τους ως μετόχων της εταιρείας τόσο μεταξύ τους όσο και μεταξύ αυτών και της εταιρείας, αλλά και να ορίσουν τον τρόπο διοίκησης και μελλοντικής λειτουργίας αυτής μετά την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών στην ενάγουσα προέβησαν στις αναφερόμενες στους επόμενους όρους του συμφωνητικού ρυθμίσεις. Ειδικότερα, μεταξύ των συμφωνηθέντων, προβλέφθηκε με τον όρο 06 ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα απαρτίζεται από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα θα επιλέγονται από τον μέτοχο ή τους μετόχους που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των μετοχών που ανήκουν στους παλαιούς μετόχους ή τους δικαιοδόχους αυτών και τρία θα επιλέγονται από τη νέα μέτοχο, στον όρο 11 ότι σε περίπτωση παραίτησης, αποχώρησης, θανάτου ή παύσης με οποιονδήποτε τρόπο μέλους του διοικητικού συμβουλίου που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και εγγυώνται όπως τα υπόλοιπα μέρη του διοικητικού συμβουλίου ψηφίσουν ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους το πρόσωπο εκείνο που θα υποδειχθεί από την πλευρά αυτή, στον όρο 12 ότι οι ακόλουθες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη πάντα γνώμη της νέας μετόχου και συνεπώς εάν λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση θα απαιτείται απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και εάν από το διοικητικό συμβούλιο θα απαιτείται πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών αυτού και ειδικά: α) αύξηση ή μείωση του εταιρικού κεφαλαίου, β) διανομή μερισμάτων, γ) εκλογή ορκωτών ελεγκτών και καθορισμός της αμοιβής τους, δ) διενέργεια πάσης φύσεως επενδύσεων αξίας άνω των 250.000 ευρώ κατά περίπτωση ή άνω των 500.000 ευρώ ετησίως καθώς και εξαγορές, συγχωνεύσεις και άσκηση νέων δραστηριοτήτων της εταιρείας, ε) αγορά, πώληση ή μίσθωση παγίων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, στ) υποθήκευση ή ενεχύραση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, ζ) χάραξη, καθορισμός και τυχόν αναπροσαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου της εταιρείας, η) σύναψη πάσης φύσεως μακροπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανειακών συμβάσεων, θ) ίδρυση θυγατρικών εταιρειών ή υποκαταστημάτων της εταιρείας και ι) πρόσληψη ανώτατων στελεχών της εταιρείας και καθορισμός των αποδοχών και των βασικών όρων των συμβάσεων εργασίας τους, καθώς και λύση των συμβάσεων είτε με καταγγελία είτε συμβατικά, στον όρο 23 ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και υπόσχονται να ψηφίζουν στα αρμόδια προς τούτο όργανα της εταιρείας έτσι ώστε να υλοποιούνται οι ανωτέρω συμφωνίες τους και στον όρο 24 προβλέφθηκε η ανατροπή της σύμβασης πώλησης των μετοχών για την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά τη μεταβίβαση 461.550 μετοχών, λόγω πώλησης, για την οποία καταρτίστηκε η από 17.4.2008 σύμβαση και καταβλήθηκε ο σχετικός φόρος, όπως προκύπτει από τα 2190/16.4.2008 και 2191/16.4.2008 διπλότυπα είσπραξης εκδοθέντα από τη Δ.Ο.Υ. Αταλάντης, έγινε σχετική καταχώριση στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, στην οποία συμμετείχαν ο πρώτος εναγόμενος με 692.325 μετοχές, ο δεύτερος εναγόμενος με 203.625 μετοχές και η ενάγουσα με 461.550 μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 51%, 15% και 34% του μετοχικού κεφαλαίου, αντίστοιχα. Επίσης, με την από 23.6.2009 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, το μετοχικό κεφάλαιό της αυξήθηκε κατά το ποσό του 1.850.000 ευρώ και ανήλθε σε 7.280.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.820.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 ευρώ η καθεμία και στην αύξηση αυτή συμμετείχαν οι διάδικοι ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους και συγκεκριμένα […]. Από το έτος 2010 δημιουργήθηκαν προβλήματα στη συνεργασία των δύο πλευρών και ειδικά κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 27.1.2010 ελήφθη με πλειοψηφία των 4/7 των μελών του, δηλαδή με τις ψήφους του πρώτου εναγομένου, του δεύτερου εναγομένου, του Ν. Ζ. και του Ι. Ζ., μειοψηφησάντων των τριών υπολοίπων μελών του P. P., D. P. και Γ. Μ. που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα, η απόφαση ότι την εταιρεία εκπροσωπούν, δεσμεύουν και διοικούν για όλα τα ζητήματα οι εναγόμενοι, ενεργώντας από κοινού ή χωριστά με την υπογραφή του ενός εξ αυτών υπό την εταιρική σφραγίδα και επιπλέον ότι ο πρώτος εναγόμενος εκπροσωπεί την εταιρεία μόνος του στις αγορές και τις πωλήσεις προϊόντων. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατά παράβαση του ανωτέρω αναφερόμενου όρου 12 του από 13.3.2008 συμφωνητικού μετόχων. Επίσης, στις 23.4.2010 συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, προκειμένου να εκλέξει αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους του Γ. Μ., ο οποίος είχε εκλεγεί καθ’ υπόδειξη της ενάγουσας, η οποία διά του μέλους του διοικητικού συμβουλίου P. Ρ. υπέδειξε ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους Γ. Μ. τον Ι. Χ. του Γ., ενώ ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου Γ. Μ. (δεύτερος εναγόμενος) εισηγήθηκε να εκλεγεί ως νέο μέλος του διοικητικού συμβουλίου ο Χ. Κ. του Ι. Κατά την ψηφοφορία τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα P. P. και D. P. ψήφισαν υπέρ της εκλογής του Ι. Χ., ενώ τα υπόλοιπα μέλη, δηλαδή οι εναγόμενοι, ο Ν. Ζ. και ο Ι. Ζ. ψήφισαν υπέρ της εκλογής του Χ. Κ. Με την απόφαση αυτή παραβιάστηκαν οι υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι με τους όρους 06 και 11 του από 13.3.2008 συμφωνητικού μετόχων. Η εκκαλούσα-ενάγουσα, λόγω των ανωτέρω αθετήσεων, που όπως εκθέτει, αφορούν την υποχρέωση των εναγομένων να της παράσχουν και να της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, προέβη σε δήλωση υπαναχώρησης της σύμβασης πώλησης μετοχών, την οποία επέδωσε στον μεν πρώτο εναγόμενο στις 17,9.2010, στο δε δεύτερο εναγόμενο στις 22.9.2010 … Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η σύμβαση πώλησης των μετοχών και το συμφωνητικό μετόχων αποτελεί μία ενιαία σύμβαση και ότι οι υποχρεώσεις των εναγομένων, που ανέλαβαν με το συμφωνητικό μετόχων, συνιστούν την κύρια παροχή τους, ήτοι την παροχή προς την ενάγουσα να της παράσχουν και της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ότι η αθέτηση της ανωτέρω υποχρέωσης των εναγομένων είναι τόσο ουσιώδης, ώστε αναιρεί το συμφέρον της στην αγορά ποσοστού 34% των μετοχών και ότι λόγω της ουσιώδους, παράνομης και υπαίτιας αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων αυτή δικαιούται, κατά την ΑΚ 383, να υπαναχωρήσει από την οπό 13.3.2003 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.3.2008 συμφωνητικό μετόχων, ισχυρισμοί που αμφισβητούνται από τους εναγομένους. Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη και της αμφισβήτησης των εναγομένων, γεννάται ζήτημα ερμηνείας των επίδικων συμβάσεων, προκειμένου να ανευρεθεί το ισχύον και αποφασιστικό νόημα που ήθελαν τα μέρη ως προς ανωτέρω αμφισβητούμενο ζήτημα. Εκ των ανωτέρω προβλεπόμενων στις συμβάσεις, ερμηνευμένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη και χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173, 200), προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκαν δύο συμβάσεις σε διαφορετικά έγγραφα, αλλά την ίδια ημερομηνία και σε κάθε μία εκ των συμβάσεων γίνεται αναφορά της άλλης. Έτσι, στην μεν σύμβαση πώλησης μετοχών γίνεται μνεία του συμφωνητικού μετόχων τόσο στον όρο 08 (γ), που αφορά την καταβολή του τιμήματος, ανάγοντας την υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων σε προϋπόθεση της καταβολής του τιμήματος πώλησης των μετοχών, και στον όρο 14, όπου συμφωνείται η υπογραφή και του συμφωνητικού μετόχων που θα περιέχει πρόσθετες συμφωνίες, τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τον τρόπο αναδιάρθρωσης και εφεξής διοίκησης αυτής κλπ. Στο δε συμφωνητικό μετόχων γίνεται μνεία της σύμβασης πώλησης στον όρο 01, που αναφέρεται στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, στον όρο 02, όπου εκθέτει τη μετοχική σύνθεση της εταιρείας μετά την πώληση των μετοχών, στον όρο 03 όπου εκτίθεται ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις καθοριζόμενες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ, και στον όρο 24, που αφορά την ανατροπή της σύμβασης πώλησης των μετοχών κατά την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Περαιτέρω, ρητά δηλώνεται στο συμφωνητικό μετόχων (όρος 03) ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης πώλησης μετοχών και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση των δραστηριοτήτων της εταιρείας, όπως ανωτέρω αναφέρεται και όχι, όπως διατείνεται η εκκαλούσα-ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, το δικαίωμα για ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, το οποίο, επιπλέον, δεν αποτελούσε και κύρια υποχρέωση στη σύμβαση πώλησης, αφού η κύρια παροχή είναι η μεταβίβαση των μετοχών κατά κυριότητα και η παράδοση αυτών στην αγοράστρια-ενάγουσα. Επίσης, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, εξαρτήθηκε με τον όρο 08 (γ) της σύμβασης πώλησης των μετοχών η καταβολή του τιμήματος για την αγορά των μετοχών, από την κατάρτιση του συμφωνητικού μετόχων, κατά τον όρο 14 της σύμβασης. Όμως, με τον όρο 14 της σύμβασης πώλησης, πέραν της υποχρέωσης υπογραφής και του συμφωνητικού μετόχων, υποχρέωση που τηρήθηκε, γενική κατεύθυνση δίνεται περί του περιεχομένου αυτού, χωρίς να εκτίθενται, πολύ δε περισσότερο, να εξειδικεύονται εκείνα τα στοιχεία που κατά την εκκαλούσα-ενάγουσα αποτελούν ουσιώδη και θεμελιώδη για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης μετοχών, και ειδικά την υποχρέωση των εναγομένων-πωλητών και ήδη αναιρεσιβλήτων να εξασφαλίσουν την ισότιμη συμμετοχή της ενάγουσας-αγοράστριας στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ακολούθως, με το συμφωνητικό μετόχων καθορίζονται οι σχέσεις των συμβαλλόμενων μετά την ολοκλήρωση της πώλησης και της μεταβίβασης των μετοχών· η διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με το συμφωνητικό αυτό έγινε, σύμφωνα με τους όρους 13 και 14 του συμφωνητικού μετόχων, με την ανάληψη της υποχρέωσης για σύγκληση καθολικής έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων για να τροποποιηθούν οι διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας, ώστε να δίνεται η δυνατότητα ορισμού του 1/3 των μελών του διοικητικού συμβουλίου από την εκκαλούσα-ενάγουσα, να διασφαλίζονται τα οριζόμενα στον όρο 12 του συμφωνητικού μετόχων και να συμπεριληφθεί δικαίωμα προτίμησης των μετόχων σε περίπτωση εκποίησης μετοχών της εταιρείας, γεγονότα που έλαβαν χώρα και έγιναν οι σχετικές συμβατικά οριζόμενες τροποποιήσεις. Επίσης, προβλέφθηκε, με τον όρο 24 του συμφωνητικού μετόχων, η ανατροπή της σύμβασης πώλησης μετοχών και αφού είχαν ήδη ρυθμιστεί οι σχέσεις των συμβαλλόμενων ως μετόχων πλέον της εταιρείας, μόνο για την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη με τον όρο 14 του συμφωνητικού αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Μάλιστα, στον ανωτέρω όρο (24) του συμφωνητικού μετόχων, γίνεται ρητή αναφορά τόσο του όρου 03, όσο και του όρου 14, από τα οποία συνάγεται ότι τα μέρη απέβλεπαν με τη σύμβαση πώλησης στην επέκταση της εταιρείας και στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της με την πραγματοποίηση των προβλεπόμενων στο συμφωνητικό επενδύσεων και στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις με ίδια κεφάλαια. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένωση δύο τύπων συμβάσεων, κατά τέτοιο τρόπο που να δημιουργείται κάποια εξάρτηση μεταξύ τους ως προς τη νομική μεταχείριση τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρηθεί ενιαία σύμβαση, υπαγόμενη σε ενιαίους κανόνες. Έτσι, λοιπόν, καθεμία από τις συμβάσεις και στον βαθμό που δεν υπάρχει εξάρτηση από την άλλη, διέπεται από τους δικούς της κανόνες, αφού δεν πρόκειται για ενιαία (δηλαδή μικτή) σύμβαση. Οι ανωτέρω δε αθετήσεις των συμφωνηθέντων εκ μέρους των εφεσίβλητων-εναγομένων και ειδικά οι δύο αποφάσεις (27.1.2010 και 23.4.2010) του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, αποτελούν παραβάσεις των υποχρεώσεων που οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν πρωτίστως με το τροποποιημένο με βάση τις προβλέψεις του συμφωνητικού μετόχων, καταστατικό της εταιρείας και δευτερευόντως των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με το συμφωνητικό μετόχων, δεδομένου ότι πράγματι τροποποιήθηκε το καταστατικό κατά τα προβλεπόμενα στο συμφωνητικό, που, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, αποτελούσε τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με το συμφωνητικό μετόχων. Η παραβίαση όμως αυτή δεν αποτελεί και παράβαση κύριας και ουσιώδους υποχρέωσης που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι-πωλητές με τη σύμβαση πώλησης, έτσι ώστε να μπορεί η εκκαλούσα να ασκήσει το κατά την ΑΚ 383 δικαίωμα υπαναχώρησης. Και αυτά διότι το δικαίωμα της ισότιμης συμμετοχής της εκκαλούσας στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, που φέρεται ότι προσβλήθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, δεν αποτελεί κύρια παροχή των εφεσίβλητων στη σύμβαση πώλησης, ούτε δε συνιστά πλημμελή εκπλήρωση και μάλιστα τόσο ουσιώδη, ώστε η εκκαλούσα ως δανείστρια να μην έχει συμφέρον στην πλημμελή παροχή και να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης. Περαιτέρω, δεν συντρέχει και περίπτωση ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου της σύμβασης πώλησης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εκκαλούσα και η συνεπεία της ανατροπής διορθωτική λειτουργία της ΑΚ 288, που εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως, καθόσον, όπως ρητά συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη, με τον όρο 03 του συμφωνητικού μετόχων, δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις αναφερόμενες στο συμφωνητικό επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ και όχι η ισότιμη, όπως διατείνεται η εκκαλούσα, συμμετοχή της στις εσωτερικές υποθέσεις». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη.

Η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου, όπως αυτός ορθά εκτιμάται, επικαλείται την παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο, μολονότι εδέχθη την ύπαρξη ασάφειας και κενού στη δήλωση των συμβαλλομένων περί της εννοίας της κρίσιμης για τη διάγνωση της προκειμένης υποθέσεως, από 13/3/2008 σύμβασης πώλησης μετοχών και με την ίδια ημερομηνία συμφωνητικού μετόχων, και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα του αν αντικείμενο της συμφωνηθείσας τότε προστασίας ήταν ή όχι, πέραν του ποσοστού συμμετοχής 34% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου, και το δικαίωμα για ισότιμη και ασύμμετρη προς το μειοψηφικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της «… Ανώνυμης Βιομηχανικής Εταιρείας …» και ενόψει αυτού προέβη σε ερμηνεία τούτου, και αναζήτησε το αληθινό νόημα της βούλησης των συμβαλλομένων, με αναφορά στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες όμως εφάρμοσε εσφαλμένα με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένο συμπέρασμα. Ειδικότερα, από τις παραπάνω παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι σε αυτές περιέχεται σαφής διαπίστωση κενού και ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη διαλαμβανόμενη στην από 13-3-2008 σύμβαση πώλησης μετοχών και στο με την ίδια ημερομηνία συμφωνητικό μετόχων, τα οποία καταρτίστηκαν και υττογράφηκαν ταυτόχρονα μεταξύ των διαδίκων, ως προς το ζήτημα αν οι αντισυμβαλλόμενοι των νόμιμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας ανέλαβαν με αυτή την υποχρέωση να προστατεύσουν το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία «… Ανώνυμη Βιομηχανική Εταιρεία …», δηλαδή το 34% του μετοχικού κεφαλαίου, ή και την ισότιμη με τους αναιρεσίβλητους συμμετοχή τους στη διοίκηση της …, έτσι ώστε η σύμφωνη γνώμη των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας να είναι απαραίτητη για τη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων επί όλων των σημαντικών θεμάτων της διοίκησής της. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε αναγκαία, για την αναζήτηση της αληθινής των συμβαλλόμενων, την προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε στο μείζονα συλλογισμό της, με την επίκληση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, για την αναζήτηση της ρύθμισης που τα μέρη ήθελαν, λαμβανομένων υπόψη, ενδεικτικά, των τυχόν διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν, το ιδιαίτερο νομικό και πραγματικό αποτέλεσμα που επεδίωκαν, τον οικονομικό σκοπό της σύμβασης, τα συμφέροντα του αποδέκτη της δήλωσης και το συσχετισμό με άλλες διατάξεις που τυχόν υπάρχουν και που μπορεί να αντιφάσκουν μεταξύ τους.

Περαιτέρω ωστόσο το Εφετείο, εσφαλμένα δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά, που έκρινε ως αποδειχθέντα, υπάγονταν στο εννοιολογικό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, και δη στους ερμηνευτικούς κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή της συμπεριφοράς που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου καθώς και των συναλλακτικών ηθών, ήτοι των συνηθισμένων στις συναλλαγές τρόπων ενέργειας. Ειδικότερα, κατά τις πραγματικές παραδοχές του Εφετείου: α) Στις 13-3-2008 καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων δυο συμβάσεις, η πρώτη πώλησης στην ενάγουσα 461.550 μετοχών, που αναλογούν σε ποσοστό 34% του μετοχικού κεφαλαίου, αντί τιμήματος 7.820.000 ευρώ συνολικά, και η δεύτερη, τιτλοφορούμενη ως «συμφωνητικό μετόχων», που αφορούσε τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου, τον τρόπο αναδιάρθρωσης της εταιρείας και εφεξής διοίκησης αυτής, τις απαραίτητες τροποποιήσεις του καταστατικού και ότι κατά τον 03 όρο του συμφωνητικού δικαιοπρακτικό θεμέλιο για τη σύναψη της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας, με τις αναφερόμενες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ. β) Τρία (3) μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας από τα επτά (7) συνολικά, θα επιλέγονται από τη νέα μέτοχο, δηλαδή την ενάγουσα, ενώ ορισμένες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη γνώμη της νέας μετόχου, ούτως ώστε στη μεν γενική συνέλευση θα απαιτείται απαρτία και πλειοψηφία των 2/3, στο δε διοικητικό συμβούλιο πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών του. γ) Ότι στις 27-1-2010 και στις 23-4-2010 ο 12ος όρος του συμφωνητικού μετόχων, σχετικά με τη διοίκηση της εταιρείας, παραβιάστηκε από τους εναγόμενους, λόγος για τον οποίο η ενάγουσα υπαναχώρησε από τη σύμβαση πώλησης των μετοχών στις 17-9-2010. δ) Ότι στις πιο πάνω, από 13- 3-2008 ταυτόχρονες συμβάσεις, σε κάθε μία γίνεται αναφορά της άλλης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται κάποια εξάρτηση μεταξύ τους ως προς τη νομική μεταχείρισή τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρηθεί ενιαία σύμβαση, υπαγόμενη σε ενιαίους κανόνες. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχτηκε ότι οι παραπάνω από 27-1-2010 και 23-4-2010 παραβάσεις των υποχρεώσεων των εναγομένων αναιρεσιβλήτων, που αυτοί είχαν αναλάβει με το από 13-3-2008 συμφωνητικό μετόχων, αποτελούν πρωτίστως παραβάσεις, του τροποποιημένου με βάση τις προβλέψεις του συμφωνητικού αυτού, καταστατικού της εταιρείας και δευτερευόντως παραβάσεις υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό το συμφωνητικό, ούτε δε παραβάσεις ουσιωδών όρων της σύμβασης πώλησης. Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα αναιρεσείουσα δεν διατηρεί δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης, κατά το άρθρο 383 ΑΚ.

Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, όμως, αναζήτησε το νόημα της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων, αρκούμενο ουσιαστικά στη γραμματική ερμηνεία των επίδικων, από 13-3-2008, δύο (2) συμφωνητικών, χωρίς να παραθέτει πραγματικά περιστατικά, δεκτικά υπαγωγής στην έννοια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που επικαλείται επιγραμματικά ως ερμηνευτικούς κανόνες. Ειδικότερα, ενόψει και της ταυτόχρονης υπογραφής των δύο συμφωνητικών δεν κάνει αναφορά στον οικονομικό σκοπό των παραπάνω συμβάσεων, στο αποτέλεσμα που επεδίωκε και στα συμφέροντα της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, ως αλλοδαπού επενδυτή στην Ελλάδα, στους συνηθισμένους στις συναλλαγές τρόπους ενέργειας τέτοιων επενδύσεων, με την εξασφάλιση δηλαδή της βιωσιμότητας τους, διά της συμμετοχής του επενδυτή στη διοίκηση της εταιρείας, και μάλιστα με τη δυνατότητα αποφασιστικού επηρεασμού της πορείας των εταιρικών υποθέσεων, όπως άλλωστε προκύπτει και από το σχετικό όρο του συμφωνητικού μετόχων, που περιλαμβάνεται στις παραδοχές του Εφετείου, έτσι ώστε να εκτιμηθεί εάν είχε συμφέρον να προβεί στην επένδυση, χωρίς την τήρηση των όρων που εγγυώνται τη βιωσιμότητα της επένδυσης.

Επομένως, το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ με την εσφαλμένη εφαρμογή τους και πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ…]

Η ΕΔΕΜ των δημιουργών

Η ΕΔΕΜ των δημιουργών 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Εγκρίθηκε από το Δικαστήριο το καταστατικό του νέου Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Μουσικών Έργων και καταχωρήθηκε στο ΕΒΕΑ. Η ΕΔΕΜ των δημιουργών έχει πλέον νομική προσωπικότητα!

 

 

Απόδειξη δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας

Απόδειξη δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Άρειος Πάγος (Α2 Τμήμα)

Αριθμός απόφασης: 343/2017

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, τόμος 2017, σελ. 464.

Πρόεδρος: Δ. Παπαντωνοπούλου (Aντιπρόεδρος Αρείου Πάγου) Εισηγητής: Δ. Κράνης (Aρεοπαγίτης)

Δικηγόροι αναιρεσείοντος: Ι. Δεληκωστόπουλος, Γ. Κοπακάκης

Δικηγόρος αναιρεσιβλήτου: Α. Ηλιόκαυτος

Προϋποθέσεις προστασίας πνευματικών έργων. Προκειμένου να διαπιστωθεί από το δικαστήριο αν το επίδικο πνευματικό δημιούργημα πληροί τις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2121/1993, αν επομένως αυτό είναι πρωτότυπο, δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση στο δικαστήριο του υλικού φορέα στον οποίο είναι ενσωματωμένο. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 γ΄ ΚΠολΔ. Για την πληρότητα του ως άνω αναιρετικού λόγου πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, καθώς και ο αποδεικνυόμενος από αυτό ισχυρισμός.

Kείμενο απόφασης

[…1. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τ η ν τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 3692/2014 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε στην ουσία την από 15.11.2013 έφεση του αναιρεσείοντος ενώ δέχθηκε τν από 19.11.2003 αντίθετη έφεση του αναιρεσιβλήτου και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4729/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί εν μέρει την εναντίον του από 21.5.2007 αγωγή του αναιρεσείοντος απέρριψε ακολούθως την αγωγή αυτή, με την οποία ο τελευταίος επικαλούμενος παράνομη και υπαίτια από μέρους του αναιρεσιβλήτου προσβολή του δικαιώματός του πνευματικής ιδιοκτησίας σε μουσική σύνθεσή του, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί το σχετικό του δικαίωμα, καθώς και η υποχρέωση του αντιδίκου του να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή του για την ηθική βλάβη που του προξένησε με την ως άνω προσβολή.

2. Από την παραδεκτή κατά το άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και τα ακόλουθα: «Αμφότεροι οι διάδικοι είναι ερμηνευτές λαϊκών τραγουδιών και μουσικοσυνθέτες (…). Στις 21.5.2005 ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσίβλητος) συμμετέσχε σε ευρωπαϊκό μουσικό διαγωνισμό με το τραγούδι “…”, του οποίου είχε συνθέσει τη μουσική και κατέκτησε την πρώτη θέση, γεγονός που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Στις 26.5.2005 ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων), παρότι, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, είχε ήδη ακούσει το επίδικο τραγούδι τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου 2005, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή και ισχυρίστηκε ότι μέρος της μουσικής σύνθεσης του ανωτέρω τραγουδιού ήταν το κύριο μέρος μιας από τις μουσικές συνθέσεις που είχε παραδώσει στον εναγόμενο τον Απρίλιο του 2004, προκειμένου να τις συμπεριλάβει στον επόμενο ψηφιακό δίσκο που θα κυκλοφορούσε. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος επί του οποίου στηρίζεται η ένδικη αγωγή του, δεν αποδείχθηκε, καθόσον δεν υπάρχει ο υλικός φορέας της δικής του μουσικής σύνθεσης μεγάλο μέρος της οποίας όπως ισχυρίζεται, αντέγραψε ο εναγόμενος με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η σύγκριση των δύο μουσικών συνθέσεων, ώστε να διαπιστωθεί εάν μέρος της δεύτερης αποτελεί αντιγραφή της πρώτης Ειδικότερα, για να κριθεί από το Δικαστήριο εάν το πνευματικό δημιούργημα του ενάγοντος ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας του άρθρ. 2 § 1 του ν. 2121/1993, δηλαδή εάν είναι πρωτότυπο, στοιχείο απαραίτητο για να απολαύει προστασίας από τον ως άνω νόμο, αλλά και για να κριθεί εάν μέρος αυτού ή στο σύνολό του έχει χρησιμοποιηθεί προκειμένου να δημιουργηθεί η μουσική σύνθεση του εναγομένου, καθίσταται απαραίτητη η ύπαρξη του υλικού φορέα της επίμαχης μουσικής σύνθεσης του ενάγοντος και η προσκόμισή του στο Δικαστήριο, γεγονός που δεν έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Επισημαίνεται ότι ακόμη και στη γνωμοδότηση – μουσική ανάλυση του Α.Κ., την οποία προσάγει ο ενάγων προς απόδειξη του αγωγικού του ισχυρισμού περί προσβολής της πνευματικής του ιδιοκτησίας ο ανωτέρω δεν αναφέρει εάν για τη διαμόρφωση της άποψής του έλαβε υπόψη του σχετική ηχητική αποτύπωση της μουσικής σύνθεσης του ενάγοντος σε ψηφιακό δίσκο, αλλά ούτε και παραθέτει οποιαδήποτε προσδιοριστικά στοιχεία ταυτότητας του υλικού φορέα που του παραδόθηκε προς σύγκριση με τη μουσική σύνθεση του εναγομένου.» Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος και την απέρριψε, εξαφανίζοντας την αντίθετη πρωτόδικη απόφαση κατά παραδοχή της έφεσης του αναιρεσιβλήτου.

Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ΄ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης διαμορφώνοντας το διατακτικό της αποφάσεως (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Για την ίδρυση, πάντως του παραπάνω λόγου αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 798/2010). Για την πληρότητα, όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει, επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο, με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 767/2014).

Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι, παρόλο που προσκόμισε με επίκληση στο Εφετείο, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, αφενός μεν αντίγραφο της συνέντευξης του αναιρεσιβλήτου στο περιοδικό «…», που κυκλοφόρησε στις ….6.2005, αφετέρου δε αντίγραφο της υπ’ αριθ. 36718/2007 αποφάσεως και πρακτικών του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αντίδικός του κρίθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του για όσα ψευδή ανέφερε στην ως άνω συνέντευξή του, εντούτοις παρά το νόμο δεν λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα αυτά από το Εφετείο, αν και ήταν κρίσιμα για την έκβαση της δίκης δεδομένου ότι στα έγγραφα αυτά στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο η πρωτόδικη απόφαση για να δεχθεί την ένδικη αγωγή. Ειδικότερα, στην ως άνω συνέντευξη, που δόθηκε ύστερα από την καταγγελία του αναιρεσείοντος ότι στο τραγούδι «…» έχει χωρίς την άδειά του ενσωματωθεί μέρος δικής του μουσικής συνθέσεως ο αναιρεσίβλητος ανέφερε, μεταξύ άλλων, όπως δεν αμφισβητείται, ότι «δεν μπορώ να εξηγήσω πώς με ποιες διαδικασίες ένας άνθρωπος (δηλαδή ο αναιρεσείων) μπορεί να μεταφράσει τη σύμπτωση (δηλαδή μεταξύ των δύο μουσικών συνθέσεων) σε προμελετημένη κλοπή …, του είπα (δηλ. στον αναιρεσείοντα) ότι τον καταλαβαίνω πως αισθάνεται γι’ αυτή την τεράστια, ατυχή σύμπτωση», σε ερώτηση δε της δημοσιογράφου, αν το τραγούδι «…» μοιάζει με τη σύνθεση του αναιρεσείοντος απάντησε «σαφέστατα». Εξ άλλου, στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απολογούμενος ο αναιρεσίβλητος δήλωσε, όπως επίσης δεν αμφισβητείται, ότι «μου έδωσε (ο αναιρεσείων) τέσσερα τραγούδια και υπήρχε ένα τραγούδι με 3-4 νότες που ήταν κοινές και του είπα ότι συμβαίνουν αυτά, μπορεί το μυαλό μου να συμπέσει σε τρεις νότες …».

Με δεδομένο ότι από μόνα τα παραπάνω έγγραφα προκύπτει μερική τουλάχιστον σύμπτωση μεταξύ των δύο μουσικών συνθέσεων, έτσι ώστε να δικαιολογείται κατ’ αρχήν η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής ακόμη και χωρίς την προσκόμιση του ψηφιακού δίσκου, στον οποίο έχει εγγραφεί η μουσική σύνθεση του αναιρεσείοντος δεν καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο ότι το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή, έχοντας λάβει υπόψη του και τα έγγραφα αυτά. Συνεπώς είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ΄ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ…]

 

 

Αναλήψεις από κοινό τραπεζικό λογαριασμό

Αναλήψεις από κοινό τραπεζικό λογαριασμό 150 150 Γιώργος Κοπακάκης

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Αριθμός απόφασης: 8541/2018

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, Ιούνιος 2019, σελ. 355

Προεδρεύουσα: Β. Κατσά (Πρωτοδίκης )

Δικηγόρος: Γ. Κοπακάκης

Δικηγόρος: Α. Ζερβούδης

Kείμενο απόφασης

[…Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. α΄ του ν.δ. 17.7/13-8-1923 και 1 παρ. 1 του ν. 5638/1932, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 951/1971, προκύπτει ότι στην περίπτωση της κατάθεσης χρημάτων σε κοινό λογαριασμό η τράπεζα στην οποία έγινε η κατάθεση γίνεται κυρία των χρημάτων τούτων και υποχρεούται να αποδώσει κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε σε κάθε δικαιούχο του κοινού λογαριασμού μέρος ή ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, και ότι εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα γίνεται κύριος αυτών (βλ. ΣυμβΑΠ 471/1996 ΠοινΧρ ΜΖ, 79). Περαιτέρω από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου προσώπου, όπως η κατάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 1 του ν. 5638/1932, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική σε ολόκληρο ενοχή υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 ΑΚ. Συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση τους, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα, δανειστή, αποκτά, όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 378/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1462/2006 ΕΕΝ 2008, 117, ΕφΘεσ 76/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση. Κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων καταθέτης στρεφόμενος αναγωγικά εναντίον του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν από αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό, που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν, όμως απαιτεί μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλύτερου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος (ΕφΛαρ 463/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι με τον εναγόμενο είναι εν διαστάσει σύζυγοι, ότι διατηρούσαν, κατά τη διάρκεια του γάμου τους κοινό τραπεζικό λογαριασμό στο υποκατάστημα της τράπεζας […] στην Ελλάδα, ο οποίος τροφοδοτείτο ως επί το πλείστον από την ίδια και κατά κοινή συμφωνία αποτελούσε τις κοινές οικογενειακές αποταμιεύσεις ότι ο κοινός αυτός λογαριασμός στις 8-10-2013 είχε το ποσό των 43.290,96 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος ανέλαβε εξ ολοκλήρου με δύο διαδοχικές αναλήψεις την 8-10-2013 και 9-10-2013, εν αγνοία της ενάγουσας και το τοποθέτησε σε λογαριασμό στο δικό του όνομα, ότι δεν είχε γίνει καμία ιδιαίτερη μεταξύ τους συμφωνία αναφορικά με το ποσοστό συμμετοχής του κάθε συνδικαιούχου στον επίδικο τραπεζικό λογαριασμό, και ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ο εναγόμενος αρνείται να της επιστρέψει το ποσό των 21.645 ευρώ, δηλαδή το ήμισυ του κεφαλαίου των χρημάτων, που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό κατά την ημερομηνία κλεισίματός του. Ζητεί δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει το ήμισυ του παραπάνω ποσού, ήτοι 21.645 ευρώ με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής. Η αγωγή αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ) για να εκδικασθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 209 επ. ΚΠολΔ, ως οι επιμέρους διατάξεις του οικείου δεύτερου βιβλίου του εν λόγω Κώδικα ισχύουν μετά την κατά περίπτωση τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015], καθώς το προκείμενο εισαγωγικό δικόγραφο έχει κατατεθεί μετά το χρόνο έναρξης εφαρμογής σχετικώς του συγκεκριμένου νόμου, την 1.1.2016, και καταλαμβάνεται από την ισχύ του, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 αυτού) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 5368/1932, 2 παρ. 1 του ν.δ. 17.7/13.8.1923, 361, 345, 346, 411, 489, 490, 491, 493 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις […]. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, που νομίμως και παραδεκτώς κατέθεσε, συνομολογεί την ύπαρξη του επίδικου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, με συνδικαιούχους τον ίδιο και την ενάγουσα, καθώς και την ανάληψη του συνόλου των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα σε αυτόν. Κατά τα λοιπά, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι το σύνολο των κατατεθειμένων χρημάτων ανήκαν στον ίδιο, διότι προέρχονταν από την προσωπική του εργασία και από το τίμημα της πώλησης ακινήτου του.

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε για να χρησιμεύσουν προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και ήδη τελούν σε διάσταση. Κατά τη διάρκεια της συζυγικής συμβίωσης στις 18-8-2010 άνοιξαν κοινό τραπεζικό λογαριασμό σε υποκατάστημα της τράπεζας […] στην Ελλάδα με αριθμό […]. Ο παραπάνω λογαριασμός πιστώθηκε με χρήματα που, κατά κύριο λόγο, μεταφέρθηκαν από δύο προθεσμιακές καταθέσεις στην ίδια τράπεζα, ποσού κεφαλαίου εκάστης 20.163,92 και 18.764,85 ευρώ, αντίστοιχα, των οποίων συνδικαιούχοι ήταν, ομοίως αμφότεροι οι διάδικοι. Ο επίδικος δε υπ’ αριθμ. […] λογαριασμός στις 8-10-2013 παρουσίαζε υπόλοιπο 43.290,96 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ήδη από τις αρχές του έτους 2011, η σχέση των διαδίκων είχε κλονιστεί, ενώ αυτοί πλέον, τελούν σε διάσταση από τον Δεκέμβριο του έτους 2015 […]. Ακολούθως προέκυψε ότι, μετά από έντονες μεταξύ τους αψιμαχίες ο εναγόμενος προέβη, χωρίς σχετική ενημέρωση της ενάγουσας και χωρίς τη συγκατάθεση της τελευταίας στις ακόλουθες αναλήψεις από τον παραπάνω κοινό λογαριασμό. Στις 8-10-2013 ανέλαβε το ποσό των 10.000 ευρώ και την 9-10-2013 το ποσό των 33.290,96 ευρώ, γεγονός που συνομολογείται και από τον ίδιο, με αποτέλεσμα το εναπομείναν λογιστικό υπόλοιπο του υπ’ αριθμ. […] λογαριασμού να ανέρχεται ήδη -μετά τις αναλήψεις και έως σήμερα- στο ποσό των 0,23 ευρώ. Στο σημείο αυτό ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το σύνολο των καταθέσεων του ως άνω λογαριασμού προέρχονταν από τις δικές του αποταμιεύσεις χωρίς να έχει καταθέσει η ενάγουσα κάποιο ποσό, ο λόγος δε, που την είχε ορίσει συνδικαιούχο αναγόταν στα πλαίσια της αγάπης και εμπιστοσύνης που της είχε ως συζύγου του. Ωστόσο, από το σύνολο των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των ετών 2000-2014 προέκυψε ότι η ενάγουσα διέθετε κατά τα έτη 2000-2008 εισοδήματα ικανά να τ η ς αποφέρουν αποταμιεύσεις ιδίως κατά τα έτη 2000-2002, οπότε και τα εισοδήματά της υπερέβαιναν κατά πολύ τα εισοδήματα του εναγομένου. Ειδικότερα, η ενάγουσα αποκόμιζε από τν εργασία της ως ασφαλίστρια, κατά το οικονομικό έτος 2000, το ποσό των 2.209.910 δρχ, έναντι 792.000 δρχ του εναγομένου, για το οικονομικό έτος 2001, το ποσό των 2.298.513 δρχ, έναντι 927.726 δρχ του εναγομένου και τέλος για το οικονομικό έτος 2002, το ποσό των 2.130.412 δρχ, έναντι 1.244.217 δρχ του εναγομένου, ενώ και κατά τα επόμενα έτη, με εξαίρεση τα έτη 2005, 2008 και 2009, τα εισοδήματα των διαδίκων δεν εμφάνιζαν ιδιαίτερες αποκλίσεις Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος απέκτησε επιπλέον το ποσό των 22.656 ευρώ, ως τίμημα από την πώληση ακινήτου του δυνάμει του υπ’ αριθμ. …2009 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Β. […], καθώς δεν συνδέεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο η κατάθεση του τιμήματος αυτού στον επίδικο λογαριασμό. Άλλωστε, από το σύνολο των στοιχείων που προσκομίστηκαν και από τις ομολογίες των διαδίκων, που υπάρχουν στις προτάσεις τους (261 ΚΠολΔ) συνάγεται ότι τον λογαριασμό αυτό τον άνοιξαν και τον χρησιμοποιούσαν οι διάδικοι, κατά κύριο λόγο, για την κάλυψη των κοινών οικογενειακών τους αναγκών, ενώ στα πλαίσια αυτά τέθηκε, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, το όνομα της ενάγουσας ως συνδικαιούχου τόσο στους αρχικούς προθεσμιακούς όσο και στον επίδικο λογαριασμό, στον οποίο και μεταφέρθηκαν τα ποσά αυτών, χωρίς να συμφωνηθεί μεταξύ τους διαφορετική από την εκ του νόμου αναλογία στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή η αφαίρεση του δικαιώματος αναγωγής. Με βάση τον ως άνω κοινό λογαριασμό ο καθένας από τους συνδικαιούχους δικαιούνταν μόνος του σε ανάληψη ολόκληρου του ποσού της καταθέσεως αλλά ο έτερος συνδικαιούχος είχε απαίτηση εκ του νόμου έναντι του αναλαβόντος για καταβολή σ’ αυτόν ποσού ίσου προς το ήμισυ (1/2) του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η ενάγουσα ουδέποτε συνεισέφερε με τις δυνάμεις της στον κοινό λογαριασμό, αλλά δαπανούσε τα εισοδήματά της για τις ατομικές της ανάγκες και ως εκ τούτου το χρηματικό ποσό που κατατέθηκε στον επίδικο κοινό λογαριασμό προερχόταν αποκλειστικά από δικά του εισοδήματα, και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή ως προς την αγωγική αξίωση της ενάγουσας αφού, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, στην περίπτωση περισσοτέρων δικαιούχων χρηματικής καταθέσεως είναι όλοι εκ του νόμου κατ’ ίσα μέρη δικαιούχοι του αντιστοίχου ποσού, χωρίς να χρειάζεται ειδική συμφωνία γι’ αυτό και ανεξάρτητα του εάν τα χρήματα της κατάθεσης ανήκαν σε όλους ή σε μερικούς ή σε έναν απ’ αυτούς. Συνεπώς και αν ακόμη τα χρήματα του ως άνω κοινού λογαριασμού ανήκαν αποκλειστικά στον εναγόμενο, ελλείψει σχετικής συμφωνίας για διαφορετικό επιμερισμό του κατατεθέντος ποσού ή αποκλεισμό του δικαιώματος της ενάγουσας εφόσον αυτά κατατέθηκαν σε κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους αμφότερους τους διαδίκους κάθε ένας από αυτούς δικαιούται το 1/2 του χρηματικού ποσού του λογαριασμού. Με τα παραπάνω νομικά και πραγματικά δεδομένα κάθε ένας από τους διαδίκους ήταν πραγματικός δικαιούχος του ανωτέρω χρηματικού ποσού των 43.290 ευρώ κατά το 1/2, δηλαδή κατά το ποσό των 21.645 ευρώ. Επομένως ο εναγόμενος που προέβη σε ανάληψη ολόκληρου του παραπάνω ποσού των 43.290 ευρώ, οφείλει στ η ν ενάγουσα το ποσό που της ανήκει, δηλαδή 22.500 ευρώ. Συνεπώς η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στν ενάγουσα το ποσό των 21.645 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Εξάλλου το δικαστήριο κρίνει, ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση δεν δύναται να προκαλέσει σημαντική ζημία στην τελευταία, καθώς δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι προς τούτο και για το λόγο αυτό το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής θα πρέπει να απορριφθεί ως και ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος πρέπει να συμψηφιστεί εν όλω η δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων, αφού πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συζύγους (άρθρο 179 ΚΠολΔ)…]

Σχετικές Διατάξεις

Διατάξεις: άρθρ. 2 § 1 εδ. α΄ ν.δ. 17.7./13.8.1923· άρθρ. 1 § 1 ν. 5638/1932· ΑΚ 411, 489, 490

 

Επιλογές Απορρήτου

Μπορείτε να ορίσετε τις προτιμήσεις σας συγκατάθεσης και να προσδιορίσετε με ποιους τρόπους θέλετε να χρησιμοποιούνται τα δεδομένα σας σύμφωνα με τους παρακάτω σκοπούς. Μπορείτε να ορίσετε τις προτιμήσεις σας για εμάς, ανεξάρτητα από αυτές για τους τρίτους συνεργάτες μας. Κάθε σκοπός συνοδεύεται από μια περιγραφή, ώστε να γνωρίζετε με ποιους τρόπους χρησιμοποιούμε, εμείς και οι συνεργάτες μας, τα δεδομένα σας.

Για λόγους απόδοσης και ασφάλειας χρησιμοποιούμε το Cloudflare
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ
Το Cloudflare χρησιμοποιεί τα cookies _cflb, _cf_bm και _cfduid για να μεγιστοποιήσει τους πόρους δικτύου, να διαχειριστεί την επισκεψιμότητα και να προστατεύσει τους ιστότοπους των πελατών μας από κακόβουλη επισκεψιμότητα.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε το προσαρμοσμένο περιεχόμενο.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τον κώδικα παρακολούθησης του Google Analytics.
Το Google Analytics είναι ένα εργαλείο που βοηθά τους ιδιοκτήτες ιστοτόπου να μετρήσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των χρηστών με το περιεχόμενο του ιστότοπου. Καθώς ένας χρήστης περιηγείται σε ιστοσελίδες, το Google Analytics παρέχει ετικέτες JavaScript (βιβλιοθήκες) για τους ιδιοκτήτες ιστοτόπων για την καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τη σελίδα που έχει δει ο χρήστης, για παράδειγμα, η διεύθυνση URL της σελίδας. Οι βιβλιοθήκες JavaScript του Google Analytics χρησιμοποιούν τα cookies HTTP για να "θυμούνται" τι έχει κάνει ένας χρήστης σε προηγούμενες σελίδες / αλληλεπιδράσεις με τον ιστότοπο.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τις γραμματοσειρές Google.
Οι Γραμματοσειρές Google καταγράφουν αρχεία των CSS και των αιτημάτων αρχείων γραμματοσειράς και η πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα διατηρείται ασφαλής. Οι συνολικοί αριθμοί χρήσης παρακολουθούν πόσο δημοφιλείς οικογένειες γραμματοσειρών είναι και δημοσιεύονται στη σελίδα αναλυτικών στοιχείων. Χρησιμοποιούμε δεδομένα από τον ανιχνευτή ιστού της Google για να εντοπίσουμε ποιοι ιστότοποι χρησιμοποιούν γραμματοσειρές Google. Αυτά τα δεδομένα δημοσιεύονται και είναι προσβάσιμα στη βάση δεδομένων BigQuery της γραμματοσειράς Google. Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με τις πληροφορίες που συλλέγει η Google και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται και διασφαλίζεται, ανατρέξτε στην Πολιτική Απορρήτου της Google.

 

Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τους Χάρτες Google.
Για τους χρήστες του API Χάρτας Ενσωμάτωσης Χαρτών, η Google χρησιμοποιεί ανώνυμα cookies για να καθορίσει τον αριθμό μοναδικών χρηστών του API. Η Google συγκεντρώνει επίσης στατιστικά στοιχεία σχετικά με τους τύπους λειτουργιών που χρησιμοποιούνται από το προϊόν των Χαρτών.


Κάντε κλικ για να ενεργοποιήσετε / απενεργοποιήσετε τις ενσωματώσεις βίντεο.
Οι πάροχοι των βίντεο (π.χ. YouTube, Vimeo) μπορεί να συλλέγουν δεδομένα για τους χρήστες και να κάνουν καταγραφή πληροφοριών που βοηθά να μετρήσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των χρηστών με το περιεχόμενο του ιστότοπου. Ενεργοποιώντας τις ενσωματώσεις βίντεο, αποδέχεστε τους όρους χρήσης που αναφέρει κάθε πάροχος στη στην πολιτική απορρήτου του.

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.